Κάποτε, μια φίλη μου μάγισσα, όμορφη τύπισσα, με κόκκινα φίδια για μαλλιά και μάτια αλεπούς, ρίχνοντας μου τα χαρτιά ανάποδα για να δει το παρελθόν μου, πολλά χρόνια πριν γεννηθώ, μου είπε ότι κρατάω από τη γενιά του Περιπλανώμενου Ιουδαίου. Του τύπου που κορόιδεψε το Χριστό όταν ανέβαινε στο Γολγοθά φωνάζοντας Του "άντε, περπάτα" και καταδικάστηκε να περπατά, χωρίς να πεθαίνει μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία. Γι' αυτό κι εγώ συνεχώς από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου περπατώ. Περπατώ όταν είμαι ξύπνιος ανάμεσα στους ξυπνητούς, περπατώ όταν κοιμάμαι με τους υπνοβάτες και τις γάτες που γνωρίζουν τα μυστικά που κρύβουν ο ουρανός και η γη, περπατώ μέσα στα όνειρα, τα δικά μου και των άλλων, και μόνο τα σκυλιά μπορούν να με μυριστούν όταν μπαίνω στα όνειρα των αφεντικών τους και μου γρυλίζουν απειλητικά αλλά χωρίς να μπορούν να με ακολουθήσουν. Καμιά φορά περπατώ και μαζί με τις ψυχές των νεκρών που ανάπαυση δε μπορούν να βρουν και περιφέρονται στων ζωντανών τα μέρη. Γέλασα όταν η φίλη μου μου τα 'πε όλα αυτά γιατί τα χαρτιά της ήταν ζωγραφισμένα με ανάποδο χέρι και ο βαλές με τη ντάμα ποτέ δε συναντιούνται κάτω από του ρήγα το βλοσυρό βλέμμα και οι άσσοι κοιτούν πάντα στο βορρά μα εκείνη αυστηρά με μάλωσε και μου είπε να θυμάμαι πως πάντα έχει δίκιο σε αυτά που στα χαρτιά διαβάζει. Μάζεψα τα χαρτιά και της τα έδωσα στο χέρι με όσο πιο απλές κινήσεις μπορούσα. Τη φίλησα στο μάγουλο και την αποχαιρέτησα. Κοίταξα τις σόλες των παπουτσιών μου που είχαν αρχίσει να λιώνουν και ετοιμάστηκα να ακολουθήσω τον άνεμο που φυσούσε πάντα στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που πετούν οι κόρακες στο βουνό. Ξεκίνησα να περπατώ χωρίς να ξέρω που θα βγω και τούτη τη φορά κι αν ποτέ θα ξεκουραστώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου