Χθες το βράδυ δεν κοιμήθηκα καλά. Το δωμάτιό μου είχε γεμίσει φαντάσματα. Φαντάσματα που άλλα προσπαθούσαν να με τρομάξουν, άλλα να με στενοχωρήσουν και κάποια άλλα να με περιγελάσουν. Όταν τα ρώτησα τι φαντάσματα ήταν αυτά και τι ζητούσαν από μένα, μου απάντησαν πως ήταν τα φαντάσματα μαχών που δεν έδωσα και προσπαθειών που δεν έκανα. Φαντάσματα λέξεων που δε βρήκα το θάρρος να πω. Κινήσεων που δεν τόλμησα να κάνω. Αλλά και κλήσεων στις οποίες δε τόλμησα να ανταποκριθώ. Όταν συνειδητοποίησα την ταυτότητά τους και έδιωξα τη σύγχυση από το μυαλό μου, μπόρεσα να αναγνωρίσω μερικά. Ήταν πιο επώδυνη η παρουσία τους τώρα που μου ήταν πια γνώριμα. Ένα από αυτά μου προκαλούσε πιο πολύ πόνο όταν στεκόταν μπροστά μου. Μα δεν έκανα καμία προσπάθεια να το διώξω. Όσο κι αν πονούσε αυτό που μου θύμιζε διατηρούσε και μια γλυκύτητα. Άλλωστε ο πόνος πάντα κρύβει μια ζεστασιά και ο τρόμος μια χαρά. Προσπάθησα να μιλήσω στο φάντασμα μα αμέσως γύρισε να φύγει. Τότε το άρπαξα από το χέρι σκεπτόμενος πως μια κουβέντα του θα με έκανε να αισθανθώ καλύτερα. Γύρισε και με κοίταξε ξαφνιασμένο. Χαμογέλασε κάπως πονηρά κι ετοιμάστηκε κάτι να μου πει. Εκείνη την ώρα ανέτειλε ο ήλιος και το αερικό διαλύθηκε στο φως του γελώντας περιπαικτικά. Έμεινα μόνος στην κρεβατοκάμαρα. Τι παράδοξο. Οι σκιές το πρωί φαίνονται ακόμα πιο βαριές...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου