Το πεζοδρόμιο ήταν γλιστερό. Είχε κρατήσει όλη τη νυχτερινή υγρασία αφού ο ήλιος δεν είχε ανέβει ακόμα αρκετά ψηλά. Περπατούσα κρατώντας τον καφέ μου στο ένα χέρι και έχοντας το άλλο στη τσέπη. Συγκρατούσα το γέλιο μου βλέποντας τους άλλους να γλιστρούν. Πόσο αστείες μου φαίνονταν οι γραβάτες που τινάζονταν ξαφνικά και οι έτοιμοι να απογειωθούν χαρτοφύλακες. Προχώρησα λίγη ώρα. Όταν έστριψα σε μια γωνία την είδα.
Με την απόχη της κυνηγούσε χίμαιρες και με αφάνταστη γενναιότητα εφορμούσε εναντίον των ανεμόμυλων. Δε γλιστρούσε στο υγρό πεζοδρόμιο, ίσα ίσα θαρρούσε κανείς πως χόρευε με ευκολία πάνω στην υγρασία του δαπέδου. Τα μάτια της έλαμπαν από ευτυχία και το χαμόγελό της μπορούσε να αφοπλίσει και τον πιο ανελέητο ιππότη. Τα μαλλιά της μαύρα σαν τα φτερά του κορακιού, ανέμιζαν σαν πολεμικό λάβαρο πριν από μεγάλη μεσαιωνική μάχη.
Συνέχισε να τρέχει δεξιά και αριστερά, πάνω και κάτω προσπαθώντας να κατατροπώσει τους εχθρούς της. Οι περαστικοί έβλεπαν μια αλαφροΐσκιωτη γυναίκα μια που δεν τους ήταν δυνατό να δουν πέρα από το πέπλο της ρουτίνας τους. Πώς να διακρίνουν μια νεράιδα πολεμίστρια σαν κι αυτή; Πώς να καταλάβουν αυτοί που κυνηγούν αριθμούς όλη μέρα αυτή που χαρούμενη ορμά εναντίον των εχθρών της σε κόσμους ονειρικούς;
Πέταξα τον καφέ στον κάδο των σκουπιδιών κι έμεινα να τη χαζεύω. Συνέχισε τον πολεμικό χορό της για λίγη ώρα μέχρι που κυνηγώντας κάποιο αερικό, έπεσε κατά λάθος πάνω μου και βρέθηκε πεσμένη στο πεζοδρόμιο. Χαμογέλασα και της άπλωσα το χέρι. Τη σήκωσα, ήταν πολύ ελαφριά όπως όλες οι νεράιδες άλλωστε, και με κοίταξε στα μάτια. Το χαμόγελό της έδωσε τη θέση του σε ένα μορφασμό απορίας. "Κι εσύ κάποτε περπατούσες σε όνειρα! Κι εσύ τους πολεμούσες κι εσύ τους κυνηγούσες!" μου είπε. "Τι σου συνέβη;"
Πήρα με δυσκολία το βλέμμα μου από τα μάτια της. Με πονούσε ο τρόπος που με κοιτούσε. "Έχασα, αδερφή μου" της απάντησα. "Με νίκησαν και η απόχη μου έσπασε. Έκλεισα τις πύλες μια για πάντα και δεν ξαναβρέθηκα σε εκείνα τα μέρη". Εκείνη δάκρυσε, μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και απομακρύνθηκε χοροπηδώντας. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα είχε βρει τη προηγούμενη διάθεσή της. Είχε κιόλας επιδοθεί στο αγαπημένο της κυνήγι και τις ατελείωτες μάχες της.
Εγώ έβαλα τα χέρια στις τσέπες και συνέχισα το δρόμο μου. Δε μπορούσα να την ακολουθήσω πια. Και η δική μου ζωή είχε γεμίσει αριθμούς, συμβιβασμούς και ήττες. Τουλάχιστον το πεζοδρόμιο δε γλιστρούσε πια...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου