Τετάρτη 31 Αυγούστου 2022

Νοσφεράτου

 


Η βροχή είχε δυναμώσει από ώρα. Το σιχαίνομαι όταν με φωνάζουν για δουλειά με τέτοιο καιρό. Στην πραγματικότητα το σιχαίνομαι όταν με φωνάζουν για δουλειά γενικώς. Οι άνθρωποι είναι ενοχλητικοί αλλά όταν έχουν να αντιμετωπίσουν ένα πρόβλημα που δε μπορούν να λύσουν, πανικοβάλλονται και γίνονται ακόμα χειρότεροι. Γίνονται βιαστικοί και πιεστικοί. Κλαίνε, φωνάζουν, χτυπιούνται. 

Έφτασα έξω από το σπίτι μουσκεμένος. Μονοκατοικία. Σιχαίνομαι τις μονοκατοικίες. Σε τέτοιου είδους σπίτια τα προβλήματα πάντα μεγεθύνονται σε σχέση με τα διαμερίσματα πολυκατοικιών για παράδειγμα. Μπήκα στην αυλή και προχώρησα προς τη πόρτα. Μου άνοιξαν πριν προλάβω να χτυπήσω το κουδούνι. Μια πανικόβλητη γυναίκα με γουρλωμένα μάτια, δυο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, που έτρεμαν και ο άντρας που κάπνιζε σε μια γωνία με τρεμάμενα χέρια. Ωραία, θα έχω και πιτσιρίκια να στριγγλίζουν μέσα στα πόδια μου. 


Μπήκα μέσα στάζοντας. Μια λίμνη δημιουργήθηκε εκεί που στεκόμουν. Κανείς τους δε φάνηκε να νοιάζεται. Αχ! Τι ευγενικούς που κάνει ο τρόμος τους ανθρώπους. Σχεδόν συμπαθητικούς. "Θα μου πείτε τι είναι τόσο σημαντικό που έπρεπε να γίνω μούσκεμα βραδιάτικα;", ρώτησα. Κανείς τους δε μίλησε. Η γυναίκα μόνο μου έδειξε μια πόρτα. Η πόρτα κάποιου υπνοδωματίου λογικά. Προχώρησα προς τα εκεί. Καθώς πλησίαζα το ένα πιτσιρίκι έβγαλε μια τσιρίδα. Γύρισα και κοίταξα. Και οι τέσσερις είχαν μαζευτεί στο τραπέζι και ο τρόμος είχε ζωγραφιστεί στα πρόσωπά τους. Κλισέ περιγραφή, ξέρω, αλλά νομίζω πως είναι η καταλληλότερη. Χαμογέλασα για να τους καθησυχάσω και άνοιξα τη πόρτα. Όλο το δωμάτιο, μάλλον το παιδικό είναι αν κρίνω από τα χρώματα και τα κρεβάτια, είναι άνω κάτω. Λες και οι ντουλάπες και τα συρτάρια είχα πιει πολύ το προηγούμενο βράδυ και δε μπόρεσαν να κρατήσουν το περιεχόμενο του στομαχιού τους. Αν είχαν στομάχι βέβαια...

Ρούχα, βιβλία, παιχνίδια, όλα πεταμένα δεξιά κι αριστερά. Αλλά δεν μου τραβάνε αυτά τη προσοχή. Όχι, η περίεργη μυρωδιά, δυσωδία μάλλον θα έπρεπε να πω για να δείξω και τη πνευματική μου καλλιέργεια, είναι αυτή στην οποία επικεντρώνομαι. 

Υπάρχει μια γενική αντίληψη, η οποία φυσικά είναι λανθασμένη, πως όταν οι δαίμονες ή το υπερφυσικό γενικά εμφανίζεται και ταλαιπωρεί τους θνητούς αφήνει μια μυρωδιά θείου πίσω του. Δεν πρόκειται για τέτοια μυρωδιά όμως. Απλά ο ανθρώπινος εγκέφαλος μη μπορώντας να το περιγράψει αλλιώς καταφεύγει σε αυτή τη μυρωδιά, την οποία θεωρεί και πιο κοντινή. Όπως με το κρέας φιδιού που πολλοί υποστηρίζουν πως έχει γεύση κοτόπουλου.

"Λοιπόν, υποθέτω πως δε με φωνάξατε να συγυρίσω έτσι;" ρώτησα κάπως ανέμελα την οικογένεια ελπίζοντας κάποιος από αυτούς να μου απαντήσει. "Ήταν φρικτό" απάντησε η γυναίκα. "Τα πράγματα και τα ρούχα να πετάνε, οι ήχοι, τα χτυπήματα, οι κραυγές!". "Το είδα", ψέλλισε ο άντρας, "είδα μια σκιά να κινείται στους τοίχους, στο ταβάνι, στον αέρα. Τόσο γρήγορο, τόσο ευκίνητο...".Κοίταξα το χώρο. Μια μικρή τρύπα υπήρχε στον απέναντι τοίχο του δωματίου, εκεί που βρισκόταν και το παράθυρο. Κοίταξα έξω. Η βροχή είχε σταματήσει. Βέβαια, έπρεπε πρώτα να γίνω μούσκεμα, μετά να μπω στο σπίτι και τότε να σταματήσει. Δε μπορούσε μια ώρα πριν. 

"Λοιπόν, αφού δε βρέχει πια, μπορείτε να βγείτε έξω ώστε να μη σας έχω εδώ να με ενοχλείτε" τους είπα. "Άντε έξω και όσο είσαστε έξω, σκεφτείτε με ποιον ή με ποια έχετε προβλήματα". "Μα εμείς..." ξεκίνησε να πει η γυναίκα, "Ναι εσείς δεν έχετε πρόβλημα με κανέναν και είστε καλοκάγαθοι. Βγείτε έξω τώρα γιατί οι ψεύτες μου  χαλάνε συνήθως το τελετουργικό". Βγήκαν τρέμοντας. Μπήκα και πάλι στο δωμάτιο και έκλεισα τη πόρτα. Έβγαλα τα βιβλία, τις κιμωλίες, τα διάφορα μπουκαλάκια που κουβαλάω πάντα μαζί μου και ξεκίνησα τις προετοιμασίες του τελετουργικού. Ζωγράφισα τα σύμβολα που έπρεπε στο πάτωμα και στους τοίχους, έριξα αγιασμό και αλάτι στις ντουλάπες, τα συρτάρια και τον υπόλοιπο χώρο, έβγαλα το στιλέτο μου και άρχισα να διαβάζω τις ευχές. Το δωμάτιο άρχισε να τρέμει, η βρώμα έγινε πολύ έντονη και ένα κομοδίνο εκσφενδονίστηκε προς το μέρος μου. Ευτυχώς το περίμενα και το απέφυγα την τελευταία στιγμή. Μια απόκοσμη λάμψη αποτέλεσε το ρέκβιεμ της σκοτεινής οντότητας.

Αφού επικράτησε ησυχία για αρκετή ώρα πήγα στην εξώπορτα και την άνοιξα. Όλη η οικογένεια περίμενε με αγωνία να μάθει αν ο εφιάλτης τελείωσε. Τους κάλεσα μέσα. "Λοιπόν, πέρα από το συμμάζεμα που θα πρέπει να κάνετε και το καινούριο κομοδίνο, δε νομίζω να έχετε άλλα προβλήματα. Κάποιος όμως σας έβαλε στο μάτι και πιθανόν να ξαναπροσπαθήσει. Ορίστε, πάρτε αυτά τα φυλαχτά και κρεμάστε τα στα παράθυρα και τις πόρτες, θα βοηθήσουν". Τότε ένας απότομος μεταλλικός ήχος με διέκοψε. Και οι τέσσερις, με τα νεύρα τεντωμένα ακόμα, πετάχτηκαν στο άκουσμά του. "Α, πιάσαμε τον Νοσφεράτου", είπα γελώντας και μπήκα στο δωμάτιο. Σύμφωνα με μια μάλλον λανθασμένη ετυμολογία, Νοσφεράτου σημαίνει "αυτός που φέρει τη νόσο". Βγήκα από το δωμάτιο κρατώντας μια φάκα στην οποία είχε παγιδευτεί ένα γλυκύτατο μικρό ποντικάκι. "Έξυπνο, πολύ έξυπνο. Κάποιος μετέφερε σκοτεινή ενέργεια στο ποντίκι και το έβαλε στο σπίτι σας. Μετά περίμενε απλώς να δουλέψει το ξόρκι και να σας κάνει τη ζωή δύσκολη. Μάλλον πρόκειται για δουλειά ερασιτέχνη. Αλλά ευφυέστατου ερασιτέχνη". Έβγαλα το ποντίκι από τη φάκα και το έβαλα στη τσέπη του μπουφάν μου. "Αν θέλετε τη γνώμη μου, διορθώστε την αδικία που κάνατε για να ησυχάσετε. Αλλιώς όποιος ή όποια κι αν είναι θα βρει τρόπο να παρακάμψει τα φυλαχτά. Και ο ερασιτέχνης που ασχολείται με τέτοια πράγματα είναι πολύ επικίνδυνος καθώς συχνά δε ξέρει πόση δύναμη χρησιμοποιεί. Αντίο σας".

Βγήκα έξω. Ένιωθα τα μάτια τους να με κοιτούν ενοχλημένα. Μάλλον επειδή τους είπα ότι κάποιον έχουν αδικήσει παρά για τα χρήματα που τους χρέωσα. Άρχισε να βρέχει πάλι. Φυσικά. Μπορώ να διώξω κάθε είδους δαίμονα από τη γη αλλά όχι και την ατυχία από πάνω μου. Και δεν έχω και το αδιάβροχο μαζί μου. Α! Ξέχασα να σας πω τι δουλειά κάνω. Εξορκιστής, παγιδευτής πνευμάτων και κυνηγός ονείρων. Όλα σε ένα...αν θέλετε να σας αφήσω τη κάρτα μου.


Ballad of a dhampyr - Η μπαλάντα ενός νταμπίρ

 



In darkness and fire I dwell

among shadows and light.

Not a beast, not a man,

a knight exiled.

Warrior without a king,

I hunt the children of the night

bloodline of Cain,

as the sing their songs of death

The predator is now the prey

as I reap the fruits of damnation,

my axe cuts their heads

and my dagger pierce their hearts.

People call me dhampyr

born of a vampire father

and a woman mother.

I walk on daylight

and I kill at dusk.

A creature accursed,

this is my ballad.


Στο σκοτάδι και στη φωτιά κατοικώ

ανάμεσα σε σκιές και φως.

Ούτε θηρίο, ούτε άνθρωπος,

ένας ιππότης εξόριστος.

Πολεμιστής χωρίς βασιλιά,

τα παιδιά της νύχτας κυνηγώ

τη γενιά του Κάιν,

καθώς τραγούδια του θανάτου τραγουδούν.

Ο θηρευτής είναι πλέον το θήραμα

καθώς θερίζω τους καταραμένους καρπούς,

το τσεκούρι μου τα κεφάλια τους κόβει

και το στιλέτο μου τρυπάει τις καρδιές τους.

Με αποκαλούν νταμπίρ

γεννημένος από πατέρα βρικόλακα 

και μητέρα άνθρωπο.

Περπατάω στο φως της ημέρας

και σκοτώνω το σούρουπο.

Ένα πλάσμα καταδικασμένο,

αυτή είναι η μπαλάντα μου.

Don Quixote's oath - Ο όρκος του Δον Κιχώτη

 


The dragon roars

and spreads its wings

under the grey sky,

wearing the cloak

of a windmill;

the beast I vowed

to kill


Βρυχάται ο δράκος

και τα φτερά του απλώνει

κάτω απ' τον γκρίζο ουρανό,

φορώντας μανδύα ανεμόμυλου·

το τέρας τούτο ορκίστηκα

να φονεύσω

Κυριακή 28 Αυγούστου 2022

Ο άγγελος

 


Έκανε ζέστη χθες βράδυ. Αποφάσισα να πάω μια βόλτα. Ντύθηκα και έβαλα τα παπούτσια μου και βγήκα έξω. Ευτυχώς δεν έχουν γυρίσει όλοι από τις καλοκαιρινές τους διακοπές και υπάρχουν ήσυχα μέρη στη πόλη να περπατήσεις. Δε ξέρω πόση ώρα είχε περάσει. Τα παπούτσια όμως είχαν σκονιστεί. Έστριψα σε ένα στενό κι εκεί τον είδα. Ένας άγγελος κρατούσε στο ένα χέρι τα φτερά του και στο άλλο ένα αναμμένο τσιγάρο. Τον πλησίασα. "Καπνίζουν και οι άγγελοι" τον ρώτησα με μια ελαφριά ειρωνεία, τόση ώστε να μην επισύρει την οργή του πάνω μου. Δε θες να τσαντίσεις ένα πλάσμα που μεταφέρει τα μαντάτα από τον ουρανό στη γη και το αντίστροφο, έτσι δεν είναι; Με κοίταξε. "Σίγουρα με βλάπτει λιγότερο απ' ότι εσένα το ουίσκι", μου είπε. Χαμογέλασα. Ναι, μου την έφερες φτερωτέ, σκέφτηκα. Μπράβο σου. "Και τι κάνεις εδώ πέρα;" τον ρώτησα, χωρίς να με πολυενδιαφέρει είναι η αλήθεια. "Σκέφτομαι να πετάξω τα φτερά μου" μου απάντησε. "Γίνεται αυτό;" τον ξαναρώτησα. "Μπορείτε να παραιτηθείτε έτσι απλά; Για δες!". Με κοίταξε ενοχλημένος. Μάλλον τον τσάντισα. "Κοίτα φίλε", ξεκίνησα να λέω μετά από μια μικρή παύση, "δεν έχω καμιά ειδικότητα στα αγγελικά προβλήματα, αλλά έχω μια εμπειρία στις βλακείες. Όπως θες εσύ να πετάξεις τα φτερά σου τώρα, έτσι πέταξα εγώ κάμποσα χρόνια. Τώρα, φαντάζομαι πως αν πετάξεις τις φτερούγες δε θα μπορείς να τις ξαναπάρεις έτσι δεν είναι; Όπως τα χρόνια μας που δε γυρίζουν πίσω. Οπότε θα πρέπει να το καλοσκεφτείς πριν κάνεις ο,τιδήποτε. Τουλάχιστον εσύ έχεις αυτή την ευκαιρία". Μου έριξε ένα βλέμμα και μετά γύρισε στα φτερά του. Πέταξε κάτω το τσιγάρο και το πάτησε για να σβήσει. Γύρισε τη πλάτη του κι έφυγε μουρμουρίζοντας. Μάλλον με έβρισε. Δε ξέρω τι αποφάσισε τελικά. Να πω την αλήθεια δε με νοιάζει κιόλας. Μπήκα στο πρώτο μπαρ που βρήκα. Παρήγγειλα ένα ουίσκι αλλά δεν ήπια ούτε μια γουλιά. Πέρασα το υπόλοιπο βράδυ κοιτάζοντας το ποτήρι. Όταν έφυγα είχε αρχίσει να ξημερώνει. Ένα φτερό προσγειώθηκε στα πόδια μου και ένα αποτσίγαρο στο κεφάλι μου. "Μπάσταρδε!" σκέφτηκα και πήγα σπίτι να κοιμηθώ.

A dream - Ένα όνειρο



It is raininig tonight

I look from my balcony

the street turning into a stream,

I can hear the drumming music of the raindrops.

The clouds make the night even darker

I see your face reflecting in the rainwaters

your voice, your laughing, I can hear them

as the wind blows in my ears.

There are years and miles between us now,

aren't they?

We never danced or sang torether,

did we?

Who cares now, not even the alley cat

searching shelter from the rain

It's funny how memory works

when it's raining at night.

A thunder rolls after a lightninig

wakes me from my thoughts

Will I see you again?

The rain has stopped

I hear a door slamming somewhere near

the cat has caught a mouse in its teeth.

Summer showers, so rare they are

and therfore so precious

like the smile on your pretty face

Have a nice evening...



Απόψε βρέχει,

κοιτάζω από το μπαλκόνι μου

το δρόμο να μετατρέπεται σε ρέμα,

ακούω τη ρυθμική μουσική των σταγόνων της βροχής.

Τα σύννεφα κάνουν τη νύχτα ακόμα πιο σκοτεινή

Βλέπω το πρόσωπό σου να αντανακλάται στα νερά της βροχής

τη φωνή σου, το γέλιο σου, τα ακούω

καθώς ο αέρας φυσάει στα αυτιά μου.

Υπάρχουν χρόνια και μίλια μεταξύ μας τώρα,

έτσι δεν είναι;

Ποτέ δεν χορέψαμε και δεν τραγουδήσαμε,

σωστά;

Ποιος νοιάζεται τώρα, ούτε η κεραμιδόγατα

που αναζητά καταφύγιο από τη βροχή.

Είναι αστείο πώς λειτουργεί η μνήμη

όταν βρέχει τη νύχτα.

Μια βροντή ακούγεται μετά από μια αστραπή

με ξυπνάει από τις σκέψεις μου.

Θα σε ξαναδώ;

Η βροχή έχει σταματήσει.

Ακούω μια πόρτα να χτυπάει κάπου κοντά,

η γάτα έχει  ένα ποντίκι στα δόντια της.

Οι καλοκαιρινές μπόρες, τόσο σπάνιες 

και γι' αυτό τόσο πολύτιμες

σαν το χαμόγελο στο όμορφο πρόσωπό σου

Καλό βράδυ...

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2022

The keys - Τα κλειδιά

 


I locked the door

and threw the keys

into a pit

Now I can hear my old self

struggling to unlock it

as he fades


Κλείδωσα τη πόρτα

κι έριξα σε λάκκο

τα κλειδιά

Τώρα ακούω τον παλιό μου εαυτό

να παλεύει να τη ξεκλειδώσει

καθώς ξεθωριάζει

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2022

Necromancer's song - Το τραγούδι του νεκρομάντη



The crow flies in circles

upon the carrions and carcasses

and I walk amongst them.

I feast on them first!

Yes, I eat the flesh of the dead

and I speak to them, I hear them

saying their songs of grim tales.

They speak like the thunderous clouds do

they shout like a volcano erupting.

I live with them, in the shadows of limbo

I know their stories, what has gone

what is to come.

My black cloak brings nightmares to life

darkness to light.

A cane with a vulture skull I bear

as I pass from the living's world

to the realm of the dead

to ask your questions to the dwellers

of the bleak kingdom of Hades.

I talk to the dead, I listen to them

I eat the dead, I give birth to them

Me, the jackal of the twilight

me, the hyena of the full moon

me, the necromancer.


Το κοράκι πετά σε κύκλους

πάνω από πτώματα και κουφάρια

κι εγώ περπατώ ανάμεσά τους.

Τους καταβροχθίζω πρώτος!

Ναι, τρώω τη σάρκα των νεκρών

και τους μιλάω, τους ακούω

να λένε τα τραγούδια των ζοφερών ιστοριών τους.

Μιλούν όπως τα βροντερά σύννεφα

φωνάζουν σαν το ηφαίστειο που εκρήγνυται.

Ζω μαζί τους, στις σκιές του κενού

Ξέρω τις ιστορίες τους, τι πέρασε

τι θα έρθει.

Ο μαύρος μανδύας μου τους εφιάλτες ζωντανεύει

το φως σκοτεινιάζει.

Ένα μπαστούνι με  κρανίο γύπα φέρω

καθώς περνάω από τον κόσμο των ζωντανών

στο βασίλειο των νεκρών

για να κάνω τις ερωτήσεις σας στους κατοίκους

του ζοφερού βασιλείου του Άδη.

Μιλάω με τους νεκρούς, τους ακούω

τρώω τους νεκρούς, τους γεννώ

Εγώ, το τσακάλι του λυκόφωτος

εγώ, η ύαινα της πανσελήνου

εγώ, ο νεκρομάντης.

Havoc - Όλεθρος

 



From the farest corner of the cosmos

he charges

any obstacle on his path

he crushes

even death hides in the shadows

as he rushes

stars and suns are shaking as the fury inside

he lashes

a cosmic howling pierces the skies as millions

of lives he dashes

his banner of rage flies as enemy lines

he smashes

eons of sleep are now visions dissolved

as his blade flashes

He is awake, he wreaks havok


Από την πιο μακρινή γωνιά του σύμπαντος

αίμα του μυρίζει

οποιοδήποτε εμπόδιο στο δρόμο του

τσακίζει

ακόμα και ο θάνατος κρύβεται στις σκιές

ενώ την επίθεση αρχίζει

αστέρια και ήλιοι τρέμουν καθώς τη μανία μέσα του

αφυπνίζει

ένα κοσμικό ουρλιαχτό διαπερνά τους ουρανούς καθώς μυριάδες

 ζωών σαν στάχυα θερίζει

το λάβαρο της οργής του κυματίζει όσο τις εχθρικές γραμμές

αφανίζει

Οι αιώνες ύπνου είναι πλέον οράματα διαλυμένα

καθώς η λεπίδα του φλογίζει

Είναι ξύπνιος, προκαλεί τον όλεθρο

Τρίτη 23 Αυγούστου 2022

Hollow eyes - Κούφια μάτια



I have walked my path

through people

and through barren lands

I sat down by rivers

and climbed upon mountains

Beasts and martyrs were my friends

I talked to them and shared my lunch

I saw them murder and I watched them heal

This world is full of light

and is also full of blackness

There are degrees of darkness and

degrees of light

but you are above them all

Your light is brighter than the sun's

your kindness is like an angel's touch

Smile and make the winter snow melt

touch me and let the fire of hell

fade inside me

Take my hand, please don't be

afraid of me

lead me with your light

for it is the only one I can see

the only one I can follow

I hear a storm coming closer and closer

with grey clouds and thunderous lightnings

but your light is more bright than a lightning

and it can penetrate the darkest clouds

the thickest shrouds

the most hollow eyes...



Έχω περπατήσει 

ανάμεσα σε ανθρώπους

και άγονες εκτάσεις

Κάθισα δίπλα σε ποτάμια

και ανέβηκα στα βουνά

Τέρατα και μάρτυρες ήταν φίλοι μου

Μίλησα μαζί τους και μοιράστηκα το γεύμα μου

Τους είδα να δολοφονούν και τους είδα να θεραπεύουν

Αυτός ο κόσμος είναι γεμάτος φως

και είναι ακόμα γεμάτος μαυρίλα

Υπάρχουν βαθμίδες σκότους και

βαθμίδες φωτός

αλλά εσύ είσαι πάνω από όλες

Το φως σου είναι πιο λαμπερό από του ήλιου

η καλοσύνη σου είναι σαν άγγιγμα αγγέλου

Χαμογέλα και κάνε το χιόνι του χειμώνα να λιώσει

άγγιξέ με και άσε τη φωτιά της κόλασης

να σιγοσβήσει μέσα μου

Πάρε το χέρι μου, μην με 

φοβάσαι

οδήγησέ με με το φως σου

γιατί είναι το μόνο που μπορώ να δω

το μόνο που μπορώ να ακολουθήσω

Ακούω μια καταιγίδα να πλησιάζει όλο και πιο κοντά

με γκρίζα σύννεφα και βροντερές αστραπές

αλλά το φως σου είναι πιο λαμπερό από έναν κεραυνό

και μπορεί να διαπεράσει τα πιο σκοτεινά σύννεφα

τα πιο χοντρά σάβανα

τα πιο κούφια μάτια...

Η δεξιά τσέπη του ράσου

 


https://anastasiosk.blogspot.com/2022/08/blog-post_254.html

Του Υπ.



Όχι, δεν είναι τίτλος είδησης ενός οικονομικού εκκλησιαστικού σκανδάλου, πραγματικού ή φανταστικού, με διεκδικήσεις real estate και παρόμοια, που γίνονται ή επινοούνται προκειμένου να εκτονωθεί μια πολιτική κατάσταση ή να αποπροσανατολιστεί η κοινή γνώμη.

Το κείμενο που ακολουθεί είναι μια πρόταση για ανάγνωση ή και για θέαση. Πρόκειται για το βιβλίο του Χιώτη συγγραφέα Γιάννη Μακριδάκη,  μια σημειολογική νουβέλα με τίτλο «Η δεξιά τσέπη του ράσου» (εκδ. Εστίας), που κυκλοφόρησε το 2009 και έχει ήδη κάνει 5 εκδόσεις. Δέκα χρόνια μετά, το 2019 ολοκληρώνεται η εξαιρετικά επιτυχημένη μεταφορά της στη μεγάλη οθόνη. Το σενάριο υπογράφει η Στέλλα Βασιλαντωνάκη και στην καρέκλα του σκηνοθέτη κάθεται ο Γιάννης Λαπατάς [1].


Το κείμενο του βιβλίου, όπως και το σενάριο, δεν έχουν ιδιαίτερη πλοκή, ούτε εντάσεις και εκπλήξεις. Ο συγγραφέας μάς παραθέτει μια περίληψη στο οπισθόφυλλο και έτσι δεν περιμένουμε κάτι, όταν πάρουμε στα χέρια μας το βιβλίο.

Ο μοναχός Βικέντιος ζει ολομόναχος σ’ ένα μοναστήρι της Χίου, στο ερημοβράχι της Παναγιάς. Η μοναξιά δεν είναι επιλογή του. Κάποτε το μοναστήρι έσφυζε από ζωή. Τότε που, μόλις 17 ετών, επιθύμησε να μπει στη δύναμη του μοναστηριού. Σύντομα ο Βικέντιος «με αγάπη ακατέργαστη για τη ζωή του μοναχού» πήρε το μοναχικό σχήμα από τα χέρια του Γέροντά του, ενός αυστηρού ηγούμενου που θεωρούσε πως η χαρά δεν έχει θέση στην ψυχή ενός μοναχού και μάλιστα νεαρού, που έδιωξε 3-4 μορφωμένους νέους που ήλθαν στο μοναστήρι μετά τον Βικέντιο, από φόβο μην χάσει την πρωτοκαθεδρία.

Με το πέρασμα του χρόνου οι παλαιότεροι μοναχοί αναπαύθηκαν, οι νεότεροι έφυγαν κι απέμεινε ο Βικέντιος μοναδικός κάτοικος της Μονής, αντίκρυ σε μια θάλασσα ανταριασμένη κι απάνω έναν ουρανό κατασκότεινο.

Τότε ήταν που ο αγαθός και συνάμα δύστροπος Μάρκος, ο υπεύθυνος για την τροφοδοσία της Μονής, τού έφερε μια λευκή σκυλίτσα, που είναι στο εξής η συντροφιά του [2]. Όταν η σκυλίτσα ζευγαρώνει ο Βικέντιος βάζει στην τσέπη του ράσου του 60 φουντούκια. Κάθε μέρα τρώει κι από ένα, ώστε να ξέρει πότε θα είναι η μέρα της γέννας.

Κάποια μέρα τα φουντούκια σώνονται και η σκυλίτσα δεν έχει ακόμα γεννήσει. Βαριά και δυσκίνητη τον ακολουθεί όπου πάει: στον κήπο, στο προαύλιο του ναού, στην κουζίνα… Κάποιο από τα επόμενα βράδια ο αρχιεπίσκοπος αφήνει την τελευταία του πνοή, η σκυλίτσα γεννά τρία κουταβάκια, αλλά αμέσως μετά πεθαίνει. Οι προσπάθειες του Βικέντιου να σώσει τα κουταβάκια δεν τελεσφορούν, καθώς πεθαίνουν τα δύο και τα θάβει δίπλα στη μητέρα τους. Τώρα πια, κάνει την ύστατη προσπάθεια για να ζήσει το τελευταίο. Το βάζει στη δεξιά τσέπη του ράσου του (για την ακρίβεια του εσώρασου) τυλιγμένο σε μια κάλτσα, προκειμένου να διατηρείται ζεστό και για να το έχει πάντα μαζί του.

Το κείμενο ακροβατεί μέσω μιας σειράς αντιθέσεων, ανάμεσα στο συλλογικό και το προσωπικό. Το πένθος για τον θανόντα αρχιεπίσκοπο από τη μια, ο σιωπηλός πόνος για το χαμό της σκυλίτσας από την άλλη. Οι διαδικασίες διαδοχής του αρχιεπισκόπου από τη μια και η προσπάθεια του Βικέντιου να κρτατήσει στη ζωή τους διαδόχους της σκυλίτσας από την άλλη (εξαιρετική η σκηνή στην οποία ο μοναχός κλείνει το ραδιόφωνο που μεταδίδει τα νέα για τον θάνατο του αρχιεπισκόπου και ο θεατής τότε αντιλαμβάνεται το κλάμα των νεογέννητων κουταβιών).

Τα πλάνα είναι αριστουργηματικά [3], η μουσική υπέροχη, το μοντάζ έξοχο και οι διάλογοι είναι τόσο δυνατοί που μπαίνεις στον πειρασμό να κάνεις κλικ στο «15 δευτερόλεπτα πριν» για να ακούσεις ξανά μια ατάκα [4].

Η ταινία ξεχειλίζει από τρυφερότητα, όχι όμως επιφανειακή και ανάλαφρη. Οι σκηνές με τα ζόρια εναλλάσσονται με αστεία πλάνα, που ισορροπούν έξυπνα, χαρίζοντας πηγαίο γέλιο (σπαρταριστή η σκηνή με τη θρησκευόμενη κυρία που ζητά να γίνει αγιασμός στο νέο αυτοκίνητο και στη συνέχεια αντιδρά με έντονο καθωσπρεπισμό, όταν ο γιος της ξινίζει επειδή ο αγιασμός έβρεξε το ακριβό του αμάξι).

Ο συγγραφέας κινείται στα όρια μιας προσωπικής εξομολόγησης. Ο Βικέντιος ανοίγει την ψυχή του όχι στην ευσεβή κυρία που ήλθε με τα παιδάκια της για να τους διαβάσει μια ευχή, αλλά στους δύο νεαρούς που, όχι μόνο ο φαινότυπός τους είναι μακριά από τα θρησκευτικά dress code, αλλά και οι ερωτήσεις τους ίσως έφερναν σε αμηχανία κάποιον άλλον. «Καμιά φορά πιο εύκολα ανοίγεις την καρδιά σου σε έναν ξένο, παρά στον ίδιο σου τον αδελφό» τους λέει με αφοπλιστική ειλικρίνεια.

Το θέμα της μοναξιάς είναι το κυρίαρχο, αλλά όχι το μοναδικό της ταινίας. Ένα θέμα για το οποίο έχουν γραφτεί κείμενα, στίχοι τραγουδιών, σενάρια ταινιών. Συνήθως αναφέρονται στη μοναξιά όσων ακούσια δεν μοίρασαν τη ζωή τους με ένα ταίρι ή όσων ξέμειναν στο τέλος της ζωής τους χωρίς σύντροφο, μακριά από παιδιά. Η μοναξιά όμως, που νιώθει κάποιος περιτριγυρισμένος από ανθρώπους είναι κάτι που δύσκολα λέγεται ή ανιχνεύεται.

Δεν ήταν επιλογή του Βικέντιου να ζει ολομόναχος. Οι επισκέπτες που έρχονται, επιτείνουν τη μοναξιά του, αντί να την γιατρεύουν. «Η μοναξιά με στενεύει τις μέρες και με αγριεύει τις νύχτες» ομολογεί ο ίδιος. Μα, κι όταν ήταν περιτριγυρισμένος από αδελφούς δεν αισθανόταν όλα όσα είχε φανταστεί.

Η ανεπάρκεια του Γέροντά του -«είναι δύσκολη η καλογερική όταν ο Γέροντάς σου δεν σε καθοδηγεί με αγάπη» λέει χαρακτηριστικά- ήταν η αιτία της ερήμωσης της μονής, αφού «με την παραξενιά του δε στέριωνε κανένας εδώ». Όλα κυλούσαν «μέσα από το δρόμο του φόβου, όχι της χαράς», αφού ο ηγούμενος «δεν την άντεχε τη χαρά, την είχε για αμαρτία».

Και στη συνέχεια μάς δίνει τον δικό του ορισμό τού σωστού Γέροντα: «Ο πνευματικός αν χρειαστεί, θα πάει και στην “κόλαση” για ένα πνευματικό του παιδί. Αλλά αν πάει, θα κάνει την “κόλαση” παράδεισο. Γιατί θα βρίσκεται εκεί μόνο από αγάπη».

Κι ενώ θα περιμέναμε να απορρίψει εντελώς ο Βικέντιος τον ηγούμενο ή και να αμφισβητήσει την κλήση του, εκείνος στέκεται στα θετικά του σημεία και ομολογεί: «Ο Γέροντάς ήταν αυστηρός και σκληρός, αλλά ο πρώτος που έκανε αυτά που ζητούσε ήταν ο ιδιος!», δηλώνοντας επανειλημμένα πως ούτε μια φορά δε μετάνιωσε που ήλθε στο μοναστήρι. Μόνο που, όντας ώριμος άντρας, επαναπροσδιορίζει πλέον στάσεις και αξίες. «Είναι δύσκολη η ζωή του καλόγερου, όμως αν τη θες αληθινά, ο φόβος περισσεύει. Αν έχεις διαλέξει αυτή τη ζωή, μπορείς και να χαίρεσαι και να αγαπάς».

Και στο ενδεχόμενο ερώτημα που θα αναδυθεί στον αναγνώστη/θεατή «ο μοναχός αδιαφορεί για τα κοινωνικά τεκταινόμενα;» δίνει ο σκηνοθέτης μια απάντηση: «Θα έλεγε κανείς ότι με μια πρώτη ματιά ο Βικέντιος είναι αποκομμένος από το κοινωνικό σύνολο. Αντιθέτως, όμως, ο Βικέντιος εκφράζει τον συνειδητοποιημένο άνθρωπο, που δεν εντυπωσιάζεται από τα ψεύτικα μεγαλεία και αναζητά την απλότητα, την αγάπη, τη συντροφικότητα. Εκφράζει τον άνθρωπο που έχει χαράξει τη δική του πορεία, που υπερασπίζεται τις επιλογές του και δεν τις μετανιώνει ούτε κι όταν μένει τελείως μόνος»

Ο Βικέντιος με όχημα τον πόνο κοιτά κατάματα το θάνατο και πορεύεται. Από τις πιο συγκλονιστικές σκηνές της ταινίας είναι εκείνη που ο Μάρκος επιχειρεί να πετάξει στη θάλασσα τη νεκρή σκυλίτσα και την τελευταία στιγμή ο Βικέντιος τού την παίρνει από τα χέρια για να τη θάψει δίπλα στον ιστό της σημαίας, αφού πρώτα τη νεκροστολίσει με κυκλάμινα και κλαράκια από δεντρολίβανο. Μπορεί σε κάποιους από μας με πενιχρή αναγνωστική ή κινηματογραφική εμπειρία, να μας φανεί υπερβολικό όλο αυτό. Είναι που ο στολισμός και γενικότερα η φροντίδα του νεκρού έχει εξοβελιστεί από τη ζωή μας και έχει ανεπιστρεπτί παραδοθεί σε έμπειρους επαγγελματίες. Είναι ίσως που συνηθίσαμε το γραφείο τελετών να μας παραδίδει τον ακριβό μας νεκρό μια ώρα (το πολύ!) πριν από τη νεκρώσιμη ακολουθία.

Μας φαίνεται ίσως το ίδιο υπερβολικό όσο η εκδήλωση της αγάπης που είχαν για τη πανίδα αλλά και την χλωρίδα οι άγιοί μας. ας θυμηθούμε το περίφημο περιστατικό με τον άγιο Σιλουανό και το μοναχό που χτύπησε με το ραβδί του ένα χόρτο [5].

Κανένα ανθρώπινο συναίσθημα δεν περιθωριοποιείται στο βιβλίο και την ταινία και συνάμα όλα μεταμορφώνονται και παίρνουν θεϊκή χροιά. Η μάνα αντιδρά όταν μαθαίνει την απόφαση του γιου της να πάει στο μοναστήρι («Αφού το θέλει τόσο πολύ, ας γίνει παπάς… Αλλά ας παντρευτεί τουλάχιστον, ας κάνει οικογένεια»), αλλά είναι η ίδια που, μερικά πλάνα αργότερα σφίγγει μέσα στα χέρια της τα χέρια του και τα λούζει με τα δάκρυά της, καθώς του σιγοψιθυρίζει «Πώς εκλήθης αδελφέ;».     

Κάθε λεπτομέρεια, κάθε λέξη, κάθε παράγραφος δεν επιλέχτηκε τυχαία στη «δεξιά τσέπη του ράσου». Ακόμα κι αυτός ο τίτλος: σε διαφορετικούς χώρους, χρόνους και πολιτισμούς η λέξη δεξιός/ιά ήταν ανέκαθεν δηλωτικό καλής, ευνοϊκής κατάστασης [6].

Αξίζει να διαβάσουμε το βιβλίο ή και να δούμε την ταινία. Αν δεν το βρείτε σε κάποιο βιβλιοπωλείο ή σε κάποια δανειστική βιβλιοθήκη, δείτε τουλάχιστον την ταινία. Την έχει ανεβάσει η ΕΡΤ στην πλατφόρμα ertflix δωρεάν ως τις 30 Αυγούστου (https://www.ertflix.gr/vod/vod.174593-e-dexia-tsepe-tou-rasou). 

Και θα μας αποζημιώσει όλους, μοναχικούς και όχι, ζωόφιλους και μη, έγγαμους ή άγαμους, μικρούς (άνετα μπορεί να τη δει ένας έφηβος) ή μεγάλους.

Γιατί ίσως κάποιοι από μας να βρεθήκαμε κάποτε μόνοι κι απροστάτευτοι.

Ίσως τότε κάποια χέρια να μάς ζέσταναν στη δεξιά τσέπη ενός «ράσου».

Και ίσως να μην μάθουμε ποτέ πόσες φορές ο Θεός άκουσε το όνομά μας στις προσευχές εκείνων που μας έχουν έγνοια και μας αγαπούν …

Υπ.

_______________

[1] Γράφει χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης για τον συγγραφέα:  «Με συνεχή μικρά αφηγηματικά ξαφνιάσματα “συντονίζει” το συναίσθημα του αναγνώστη που πάλλεται συνεχώς όπως το διαπασών από τα μικρά χτυπήματα!»

[2] Εκτός από τη σκυλίτσα, στο μοναστήρι ζουν κότες, φαραόνια και μερικές γάτες. Η σκυλίτσα έχει όμως, το μοναδικό προνόμιο να μπαίνει στο κελί του Βικέντιου.

[3] Θεωρώ πως ακόμα πιο εκφραστικά από τα μάτια του Βικέντιου, που υποδύεται εκπληκτικά στην ταινία ο Θοδωρής Αντωνιάδης, είναι τα χέρια του κι ότι τα κοντινά πλάνα αποδίδουν στο έπακρο όλα όσα είχε να πει ο συγγραφέας. Η σκηνή με τα χέρια που τρέμουν σφίγγοντας το ζωστικό, όταν ο Βικέντιος βρίσκει τη σκυλίτσα νεκρή είναι εξίσου -αν όχι πιο δυνατή- από εκείνη με τα δακρυσμένα μάτια και το στόμα ανοιχτό σε στάση σιωπηλής κραυγής. Αλλά κι όταν μιλάει, είτε on camera είτε voice over, είναι εκπληκτικός.

[4] «Τελικά όταν αγαπάς, πρέπει να αγαπάς τα πράγματα ολόκληρα, πρέπει να αγαπάς και τον θάνατό τους με κάποιο τρόπο... Είναι λάθος να αισθανόμαστε προδομένοι ή αδικημένοι από κάτι. Από τις ίδιες τις ψυχές που φεύγουν… Από το Θεό …  Η αρχή και το τέλος είναι ένα πράγμα κι είναι μαζί» λέει ο γέρο Συμεών στο νεαρό δόκιμο, εξιστορώντας την τραγική ζωή του.

[5] «Κρατούσαμε στα χέρια ραβδιά, όπως συνηθίζεται στις ορεινές περιοχές. Και στις δυο πλευρές τού δρόμου φύτρωναν αραιά ψηλά αγριόχορτα. Με τη σκέψη να μην αφήσω τα χόρτα να κλείσουν το μονοπάτι, χτύπησα με το ραβδί εάν βλαστό στην κορυφή του, ώστε να εμποδίσω την ωρίμανση των σπόρων. Η χειρονομία μου φάνηκε βάναυση στον Γέροντα και με αμηχανία κούνησε ελαφρά το κεφάλι. Κατάλαβα τι σήμαινε αυτό και ντράπηκα». Βλ. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, εκδ. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ, σ. 111.

Δεν θα ξεχάσω την εξαιρετική σκηνή από την πρόσφατη ταινία «Ο άνθρωπος του Θεού». ο άγιος Νεκτάριος ως διευθυντής της Ριζαρείου σχολής, σκύβει στο χώμα και φυτεύει λουλούδια με κινήσεις λεπτές, προσεκτικές, με μιαν αγάπη που ρέει από τα ακροδάχτυλά του.

[6] Στην αγγλική γλώσσα η λέξη right σημαίνει ο δεξιός, αλλά και ο σωστός, ο κατάλληλος, ο ευθύς· αντίστοιχα στη γαλλική με τη λέξη droit, εκτός από τη δεξιά πλευρά, αποδίδεται το δίκαιο και ο ευθύς.

Όταν χαιρετάμε κάποιον τού δίνουμε το δεξί μας χέρι. Αυτό κάνουμε όταν καλωσορίζουμε κάποιον. από κεί προήλθε η λέξη δεξίωση.

Ευχόμαστε «να έρθουν όλα δεξιά» (ευνοϊκά), ενώ όταν επαινούμε έναν συνεργάτη μας για την ικανότητα και την προσφορά του λέμε ότι «είναι το δεξί μας χέρι».

Όταν κάτι ξεκινήσει καλά λέμε ότι «ξεκινήσαμε με το δεξί».

Στο Ευαγγέλιο της Κρίσεως οι ευλογημένοι κάθονται εκ δεξιών του Πατρός κλπ.

Στον αντίποδα οι προάγγελοι της συμφοράς στα κείμενα της αρχαιοελληνικής γραμματείας έρχονταν πάντα από τα αριστερά.

Τ’ αντίθετα

 


http://www.isagiastriados.com/index.php/articles/diafora-2/6974-t-antitheta


Παντελή Β. Πάσχου




Άβολο ένδυμα το σώμα στην ψυχή μου, έδωκες


κι όλο ζητάει τ’ αντίθετα, Θεέ μου, απ’ ότι εσύ


έβαλες μέσα στην πνοή την πρώτη.


Στο κρύο και τη ζέστη αρρωσταίνει ̇


στην πείνα και στη δίψα το ίδιο.


Κι αν πεις και για επιθυμίες άλλες, που της νύχτας


τις ώρες το ανάβουν... – Ω, Θεέ μου,


Εσύ, που τα συντρόφιασες, πνεύμα και χώμα,


κάμε ν’ ανθίζουνε μαζί, χωρίς πολέμους,


ώσπου να φτάσ’ η ώρα να χωρίσουν πάλι,


όταν ορίσει τ’ άγιο θέλημα σου.

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2022

Making coffee - Φτιάχνοντας καφέ



The morning breeze

and the first rays of the sun

mark the ritual's beginning

Sweet sugar touches

the bottom of my cup

A blanket of coffee

covers it like a dark snow

two rivers merge

one of water, the other of milk

After a while

I drink an elixir of life


Το πρωινό αεράκι

και οι πρώτες ακτίνες του ήλιου

σηματοδοτούν την αρχή της τελετής

Γλυκιά ζάχαρη ακουμπά

στον πάτο του φλυτζανιού μου

Μια στρώση καφέ

τη σκεπάζει σαν σκοτεινό χιόνι,

δύο ποτάμια ενώνονται

το ένα από νερό, το άλλο από γάλα.

Μετά από λίγο

πίνω ένα ελιξίριο ζωής

Είκοσι χρόνια μετά

 


Βημάτιζε νευρικά πάνω-κάτω στο δωμάτιο όλο το βράδυ. Δε μπόρεσε να κλείσει μάτι. Είχε συμπληρώσει πια ένα μήνα άυπνος. Κοίταξε το τραπέζι. Ήταν εκεί. Ακίνητο μα ζωντανό. Του μιλούσε με εκκωφαντικά σιωπηλά λόγια. Έμπαινε στο μυαλό του και ροκάνιζε σιγά σιγά κάθε ίχνος λογικής που του είχε απομείνει. Του ζητούσε να το χρησιμοποιήσει. Του υποσχόταν νέους κόσμους, πέρα από κάθε φαντασία, πάνω από κάθε ελπίδα ή φόβο. 

Πολλές φορές προσπάθησε να το ξεφορτωθεί, να το πετάξει στα σκουπίδια ή να το καταστρέψει. Κάποια στιγμή, έστω φευγαλέα, σκέφτηκε να το δώσει σε εκείνον τον τύπο που ποτέ δε συμπάθησε. Μετάνιωσε για την ιδέα του και έβρισε τον εαυτό του. Το μαρτύριο όμως συνεχιζόταν. Αυτό ήταν εκεί, στο ίδιο σημείο στο τραπέζι και τον οδηγούσε μέρα με τη μέρα, όλο και πιο κοντά στη παραφροσύνη. Τον φόβιζε, τον εκλιπαρούσε, τον δελέαζε, τον καταριόταν.

Γύρισε εκεί που το είχε βρει. Σε κείνο το μικρό παλαιοπωλείο που διατηρούσε ένας παράξενος γέρος. Σκοτεινός άνθρωπος, αγέλαστος, με μάτια που πρόδιναν πως κάτω από την απλή ανθρώπινη εμφάνιση κρυβόταν κάτι εντελώς ξένο σε αυτόν τον κόσμο. Φαινόταν πως εκείνος ο άνθρωπος - αν ήταν τέτοιος- είχε ταξιδέψει σε μέρη άγνωστα, ονειρικά και εφιαλτικά, πέρα από τις σφαίρες των ανθρώπινων φαντασιών. Είχε δει πράγματα, που κανένας άνθρωπος δεν έπρεπε ή δεν άντεχε να δει. Εκείνη η απόκοσμη ύπαρξη τον είχε μαγέψει, τον είχε ξεγελάσει και τον είχε πείσει να πάρει αυτό το καταραμένο πράγμα που τον οδηγούσε τώρα στον αφανισμό.

Αυτό, αυτό έφταιγε για όλα, αυτό και οι τρομερές υποσχέσεις του για άλλους κόσμους και διαστάσεις. Πόσο δελεαστικές ήταν. Ίσως έφταιγε και η αϋπνία. Ίσως δεν είχε πια άλλη δύναμη για να αντισταθεί. Αποδέχτηκε τη πρόταση του καταραμένου του κλειδιού. Αυτού του τερατουργήματος που στο πάνω μέρος του απεικόνιζε ένα πλάσμα ή μάλλον ένα θεό που ανθρώπινη φαντασία ποτέ δε τόλμησε να ονειρευτεί. Το πήρε στα χέρια του και ξεκλείδωσε τις πύλες που μένουν κλειστές ώστε να παραμένουν οι άνθρωποι λογικοί. Πέρασε μέσα από αυτές και οδηγήθηκε σε κόσμους που άκμαζαν σε τούτο το κόσμο πού πριν εμφανιστούν τα άμυαλα θηρία που σήμερα αποκαλούμε δεινοσαύρους. Είδε πύργους και κτίρια μια εντελώς άγνωστης αρχιτεκτονικής, τεχνολογικά επιτεύγματα που ακόμα και σήμερα ούτε ο πιο τολμηρός οπαδός της τεχνολογίας δε μπορεί να θέσει ως στόχους. Είδε μεγαλεία αφάνταστα, μα είδε και τους δημιουργούς αυτών των μεγαλείων. Είδε πλάσματα που προκαλούσαν ανείπωτη φρίκη. Τόσο τερατώδη, τόσο εκτρωματικά, τόσο βδελυρά...

Η αηδία τον συνέφερε. Κοίταξε γύρω του και σιγουρεύτηκε πως είχε γυρίσει στο δωμάτιό του. Το κλειδί ήταν ακόμα εκεί, πάνω στο τραπέζι. Αυτή τη φορά δε φώναζε μέσα στο μυαλό του. Ήταν ευχαριστημένο, ικανοποιημένο. Είχε πάρει το αντίτιμο για να ανοίξει τις πύλες και είχε χορτάσει. Φαινόταν στην έκφραση που είχε το φρικτό πλάσμα που απεικονιζόταν σαν σκάλισμα στο πάνω μέρος του. 

Το κοιτούσε με φρίκη όταν τον συνέφερε ένα δυνατό χτύπημα στη πόρτα, ακολουθούμενο από φωνές. Ζαλισμένος σηκώθηκε μετά από κάμποσα δευτερόλεπτα, έσυρε τα πόδια του και άνοιξε τη πόρτα. Ένας αστυνομικός στεκόταν απ' έξω. Έριξε μια ματιά στα χέρια του κι άλλη μία στο εσωτερικό του δωματίου. Με μια έκφραση τρόμου και αηδίας τράβηξε το όπλο του. Ένας δεύτερος τον έριξε κάτω και του έβαλε χειροπέδες. Μόλις τότε γύρισε κι ο ίδιος και είδε τι υπήρχε στο πάτωμα του δωματίου του. Είδε το πτώμα της νεαρής γειτόνισσάς του κατακρεουργημένο και τη καρδιά της βγαλμένη. Ένιωσε το αίμα της στα χέρια του. Άκουσε το διαβολικό γέλιο του κλειδιού το οποίο, πασαλειμμένο με αίμα, χαιρόταν τη θυσία που του είχε προσφέρει. Άρχισε να γελά. Να γελά σα τρελός. Γελούσε ακόμα κι όταν τον οδήγησαν στο κελί. Ακόμα και στον ύπνο του. Ακόμα και σήμερα γελάει, κλεισμένος στη ψυχιατρική πτέρυγα της φυλακής είκοσι χρόνια μετά...

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2022

Let the colors - Άσε τα χρώματα

 



Let the colors

spread their feathers

like peacocks do

let them swim into the waters

on the scales of the fish

or fly in the air

on the wings happy griffins

See the colors as they sprout

flowers of love


Άσε τα χρώματα

ν' απλώσουν τα φτερά τους

όπως κάνουν τα παγώνια

άφησέ τα να κολυμπήσουν στα νερά

στα λέπια των ψαριών

ή να πετάξουν στον αέρα

στα φτερά χαρούμενων γρυπών 

Δες τα χρώματα καθώς φυτρώνουν

λουλούδια της αγάπης

Η πρώτη γραπτή μαρτυρία για τον Καραγκιόζη

 


https://www.fosonline.gr/stiles/san-simera/article/202112/h-proti-emfanisi-toy-karagkiozi

Στις 18 Αυγούστου του 1841 υπήρξε η πρώτη γραπτή μαρτυρία για τον Καραγκιόζη στην αθηναϊκή εφημερίδα «Ταχύπτερος Φήμη»: «Την 21 του παρόντος θα παρουσιαστεί εις Ναύπλιον η κωμωδία του Καραγκιόζη, έχουσα αντικείμενον τον Χατζ-Αββάτην και Κουσζούκ-Μεϊμέτην».


Για την καταγωγή του Καραγκιόζη έχουν διατυπωθεί αρκετές θεωρίες. Πιο πειστική είναι αυτή που τον θέλει να κατάγεται από τη μακρινή Ανατολή (Κίνα και Ινδία) και μέσω Τουρκίας να ήρθε στην Ελλάδα κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας. Ο τουρκικός Καραγκιόζης (Karagöz = μαυρομάτης στα τουρκικά) διαδόθηκε σε όλες τις επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήδη από τον 17ο αιώνα, διασκεδάζοντας το κοινό με την ιθυφαλλική εμφάνισή του και την αισχρολογία του.


Ο εξελληνισμός του Καραγκιόζη πρέπει να ξεκίνησε το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, από την Ήπειρο, όταν καραγκιοζοπαίχτες της εποχής εκείνης παρουσίαζαν την παράσταση με τον Μεγαλέξανδρο και το φίδι, συνδέοντας έτσι για πρώτη φορά τον Καραγκιόζη με την ελληνική λαϊκή παράδοση. Η Πάτρα ήταν το μέρος όπου ο Καραγκιόζης εξελληνίστηκε οριστικά μέσα από τις καινοτομίες που επέφερε σε πρόσωπα και θέματα ο καραγκιοζοπαίχτης Μίμαρος, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Δημητρίου Σαραντούνη (1865-1912).


Οι παραστάσεις του Καραγκιόζη ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς στη χώρα μας μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και προσέλκυαν κόσμο κάθε ηλικίας. Σταδιακά, μετά τον πόλεμο και με την άνοδο του κινηματογράφου, ο Καραγκιόζης άρχισε να χάνει την αίγλη του και περιορίστηκε μόνο στο παιδικό κοινό. Στις μέρες μας και τα παιδιά ακόμα δείχνουν να τον εγκαταλείπουν, έχοντας ανακαλύψει νέους ήρωες από την τηλεόραση και το διαδίκτυο.

Death walks - Ο θάνατος περπατά

 


Death walks

holding a clock

its hands mark

the passing from

the living to

the dead

Death walks

towards me

crushing skulls

on every step

pushing my final hour

I'm not scared though

for a dead man

can't die twice


Ο θάνατος περπατά

κρατώντας ένα ρολόι

οι δείκτες του σημαδεύουν

το πέρασμα από

τους ζωντανούς 

στους νεκρούς

Ο θάνατος περπατά

προς το μέρος μου

συνθλίβοντας κρανία

σε κάθε βήμα

σπρώχνει προς την τελευταία μου ώρα

Δεν φοβάμαι όμως

ένας νεκρός

δεν μπορεί να πεθάνει δύο φορές

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2022

The fortune-teller - Η μάντισσα



I walked the silent street

the grey town was asleep.

I had lost some money

playing cards

and had four drinks or five

well, maybe ten.

I stumbled and fell

injuring my knee

I sat on the pavement

leaned my back on a wall.

I was gazing at the moon and stars

when I heard footsteps.

A young gypsy woman,

a beggar and fortune-teller,

came and sat beside me.

she took my hand

and read it with her fingers.

"I see a bright future

if you 'll be prepared for some

turbulence", she said

"I can't see what's to come", I replied

"but I see a tired pretty lady,

come and take some rest if you like".

Her head touched mine and spent the rest of the night

there on the pavement.

She was right. Next morning was a better one

although we shared her lice for a week or two

that wasn't written on my hand and I never saw it coming


Περπάτησα στον σιωπηλό δρόμο

η γκρίζα πόλη κοιμόταν.

Είχα χάσει κάποια χρήματα

παίζοντας χαρτιά

και ήπια τέσσερα ή πέντε ποτά,

λοιπόν, ίσως δέκα.

Σκόνταψα και έπεσα

χτυπώντας το γόνατό μου.

Κάθισα στο πεζοδρόμιο

έγειρα την πλάτη μου σε έναν τοίχο.

Κοιτούσα το φεγγάρι και τα αστέρια

όταν άκουσα βήματα.

Μια νεαρή τσιγγάνα,

ζητιάνα και μάντισσα,

ήρθε και κάθισε δίπλα μου.

Μου έπιασε το χέρι

και το διάβασε με τα δάχτυλά της.

«Βλέπω ένα λαμπρό μέλλον

αν θα είσαι προετοιμασμένος για μερικές

αναταράξεις», είπε

«Δεν μπορώ να δω τι έρχεται», απάντησα

«αλλά βλέπω μια κουρασμένη όμορφη κυρία,

έλα να ξεκουραστείς αν θέλεις».

Το κεφάλι της άγγιξε το δικό μου και περάσαμε το υπόλοιπο της νύχτας

εκεί στο πεζοδρόμιο.

Είχε δίκιο. Το επόμενο πρωινό ήταν καλύτερο

αν και μοιραστήκαμε τις ψείρες της για μια-δυο βδομάδες.

Αυτό δεν ήταν γραμμένο στο χέρι μου και δεν το είδα ποτέ να έρχεται...

Θα σε προσμένω

 


http://www.isagiastriados.com/index.php/articles/diafora-2/6913-anamoni

Πάνου Λιαλιάτση



Θα σε προσμένω

στο κατώφλι της σιωπής

ν’ αρθρώσεις λόγο

στα ερείπια της φλυαρίας μου.