Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2021

Uncanny spirits - Αλλόκοτα πνεύματα

 


Uncanny spirits dwell
by the river
even a samurai
prefers to avoid
their path

Αλλόκοτα πνεύματα κατοικούν
δίπλα στο ποτάμι
ακόμα κι ένας σαμουράι
προτιμά να αποφεύγει
το μονοπάτι τους


Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2021

What a great year 2022 will be! - Τι υπέροχο έτος θα είναι το 2022!

 


What a great year 2022 will be!

The sun will be more bright than ever

and its heat will roast us tender

All flowers will bloom

and the terror bombs will go ka-boom!

We will fly across the universe to planets new

more and more will become poor, the rich will be a few

Technology and science will lead the way

nature will fall in deep decay

Our meat and food will always be fresh

greedily we'll eat each other's flesh

All the wars and pain will ultimately cease

until thw population will stop to sneeze

Now let's open our bottles and drink

when drunk who has time to think?

Finally it would be God's great innovation

to have a real alien invasion!


Τι υπέροχο έτος θα είναι το 2022!

Ο ήλιος θα λάμπει όσο ποτέ ξανά 

και η ζέστη του θα μας ψήνει τρυφερά

Όλα τα λουλούδια θα ανθίσουν

και το τρόμου οι βόμβες θα μας αφανίσουν!

Θα μας υποδεχτούν στο σύμπαν πλανήτες νέοι

πολλοί θα είναι οι φτωχοί, λίγοι οι πλούσιοι κι ωραίοι

Η τεχνολογία και η επιστήμη θα μας οδηγούν

τη φύση βαθιά αποσύνθεση καθώς κοιτούν

Πάντα φρέσκα το κρέας και τα φρούτα θα κρατάμε

λαίμαργα ο ένας τη σάρκα τ' αλλουνού θα φάμε

Θα σταματήσουν οι πόλεμοι και οι πόνοι  τελικά

μέχρι οι άνθρωποι να κόψουν το φτέρνισμα οριστικά

Τώρα ας ανοίξουμε τα μπουκάλια μας και ας πιούμε

μεθυσμένοι πού να βρούμε κουράγιο να σκεφτούμε;

Τέλος θα ήταν ιδέα του Θεού συγκλονιστική

να γίνει μια εισβολή εξωγήινων πραγματική!

Living on clockwork shores - Σε ωρολογιακές ακτές

 


Living on clockwork shores 
where waves of time break
upon cogwheelous rocks
while his pendulum chair oscilates
steaming seagulls form some flocks
flying over the crucible lake
running by the hand of seconds
his lost life he tries to rake

Ζει σε ωρολογιακές ακτές
όπου τα κύματα του χρόνου σκάνε
σε βράχους γραναζωτούς
όσο ταλαντεύεται η πολυθρόνα εκκρεμές
γλάροι σμήνη σχηματίζουν βγάζοντας ατμούς
πάνω από λίμνη καμινοειδή σαν πετάνε
με των δευτερολέπτων τον δείκτη χορεύει
με τσουγκράνα τη ζωή που πέρασε μαζεύει



Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2021

The ruins - Τα ερείπια

 


The ruins

do not ignore them

for they keep alive

many mysteries and

magic

 


Να μην αγνοείς

τα ερείπια

γιατί αυτά ζωντανά κρατούν

πολλά μυστήρια και 

μαγεία


Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2021

Love is madness - Η αγάπη είναι τρέλα



Love is madness and

if you are not

lunatic enough

you cannot enter

this asylum


Η αγάπη είναι τρέλα και

αν δεν είσαι

αρκετά παράφρων

να μπεις δε θα μπορέσεις 

σε τούτο το άσυλο

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

Silver Surfer





All by himself

across the vast universe

he glides

A silver spark

a force supreme

on a surfing board,

the Silver Surfer

keeps writing his odyssey


Ολομόναχος

στο απέραντο σύμπαν

γλιστράει

Μια ασημένια σπίθα

μια δύναμη υπέρτατη

σε μια σανίδα σερφ,

ο Silver Surfer

συνεχίζει να γράφει την οδύσσεια του

Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2021

God is born in a manger - Σε μία φάτνη ο Θεός γεννάται



God is born in a manger

the devil sits upon a throne

lust for power is a cancer

that devours us to the bone


Σε μία φάτνη ο Θεός γεννάται 

ο διάβολος στο θρόνο του βρυχάται 

της εξουσίας ο πόθος με καρκίνο μοιάζει

που μέχρι το μεδούλι μας κατασπαράζει 



Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γελά κάτω απ’ τα μουστάκια του

 


https://www.pemptousia.gr/2021/12/alexandros-papadiamantis-kindinevete-na-pathete-christougenna-christos-etechthi-fota-olofota/

Στέλιος Κούκος


Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γελά κάτω απ’ τα μουστάκια του. Παθαίνει μια ευφορία, μια κατάσταση… Ο ίδιος ξέρει ότι είναι συνώνυμο των μεγάλων γιορτών. Και έτσι τέτοιες μέρες είναι δικές του. Δεν αναφερόμαστε μόνο στα Χριστούγεννα (του τεμπέλη), την (Εξοχική) Λαμπρή, στα Φώτα (Ολόφωτα), στην Αποκριάτικη (νυχτιά), στον (Ρεμβασμό) του Δεκαπενταύγουστου – αλλά και στις μεγάλες στιγμές του ανθρώπου: τη χαρά, τον πόνο, τη λύπη, το κλάμα, τον κάματο, τη μοναξιά, την ορφάνια, τη χηρεία, την ξενιτιά αλλά και τον γυρισμό, την ατυχία της ζωής…


Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Μεγαλέξανδρος του νεοελληνικού βίου και της κοινότητας, ξέρει καλά τον άνθρωπο. Έχει κατέβει με αδελφάκι του τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι στα ατελείωτα πάθια και τους καημούς του κόσμου. Ξέρει πολύ καλά ολόκληρη την ανθρώπινη διαδρομή, όσο κανένας ψυχίατρος ή ψυχολόγος. Απ’ αυτόν μπορούν όλοι να διδαχτούν και να καταπραϋνθούν. Και πιο πολύ οι δάσκαλοι και οι καθηγητές και βέβαια όσοι βρίσκονται πάντα σε μαθητεία, πρεσβύτεροι μετά νεοτέρων, γέροντες και νεανίες.


Ο κυρ Αλέξανδρος είναι ένας ξεχωριστός κάτοικος του σύμπαντος και του πλανήτη, ένα κόσμημα του κόσμου. Ένας συνομιλητής ή ακόμη και εκφραστής της φύσης. Δεν του κόλλησαν τυχαία το επίθετο παγανιστής. Και τι δεν τον είπαν όμως. Και τι δεν του προσάπτουν. Άλλοτε με την καλή έννοια και άλλοτε με την κακή. Είτε θέλοντας να τον προσεταιριστούν είτε για να τον βγάλουν από τη μέση και να τελειώνουν μια για πάντα μ’ αυτόν.


Αλλά δεν είναι ώρα να μιλάμε για αυτό, αφού τώρα είναι εδώ μαζί μας. Έφτασε χαρούμενος μαζί με τη γιορτή. Είναι ο ίδιος το ευλογημένο Χριστόψωμο. Δηλαδή Χριστούγεννα δεν γίνονται χωρίς Παπαδιαμάντη;  Όχι, δεν γίνονται. Μα εδώ έχουμε καταφέρει να κάνουμε Χριστούγεννα χωρίς Χριστό… τι μας λες τώρα; θα μου πείτε. Ωραία, κι εγώ τότες τ’ αλλάζω και λέω, καλά, μη διαβάσετε Παπαδιαμάντη αυτές τις μέρες. Κινδυνεύετε να κατακλυστείτε από την αρρώστια που τον τυραννά. Είναι στο έπακρον αισθηματίας (όπως ελέχθη) και δεν αντέχετε. Κινδυνεύετε να σας παρασύρει στον μυστικό λιμένα όπου βρήκε απάγκιο η τσακισμένη βαρκούλα. Ο ίδιος. Όσοι νιώθετε δυνατοί αποφύγετέ τον, είναι διαλυμένος, δεν έχει τίποτε να σας δώσει για να τονώσετε κι άλλο τη δύναμή σας. Δεν είναι τονοτίλ! Αποφύγετέ τον γιατί δεν θα τον καταλάβετε! Η δύναμή του εν ασθενεία τελειούται και αυτό δεν υπάρχει πουθενά, σε κανένα εγχειρίδιο καλού ηγέτη ή μάνατζερ.


Η επιστροφή εις τα παλαιικά, στα ήθη και τα έθιμα και εις την ιδιόρρυθμο γλώσσα των κειμένων του Σκιαθίτη δεν είναι το ζητούμενο. Ούτε αυτό μπορεί να είναι δείγμα μεγάλου τεχνίτη του λόγου, μεγάλου καλλιτέχνη, δημιουργού. Η ηθογραφία του είναι για αυτούς που δεν μπορούν να δουν πίσω και μέσα από την ίδια τη ζωή τις ζωές που αναπαριστά.


Γι’ αυτό μη διαβάσετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη αυτές τις μέρες. Κινδυνεύετε να πάθετε Χριστούγεννα ή Χριστός ετέχθη ή ακόμη Φώτα Ολόφωτα.


Και σας προειδοποίησα!


 


(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Μακεδονία της Κυριακής” τον Δεκέμβριο του 2005)

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2021

Christmas Blues - Λυπημένο Χριστουγεννιάτικο Τραγούδι



Where the Star of Bethleem

was shedding its light of hope

now rules the gloom

the Three Kings have no gifts

to offer

poverty, disease, oppression

are offered instead

by the wise men of the world

alas good shepherds

where have your flock has gone

there is not

even a stable nor a manger

for a poor baby to be born



Εκεί που το Άστρο της Βηθλεέμ

έριχνε το φως της ελπίδας του

τώρα κυβερνά η καταχνιά

οι Τρεις Μάγοι δώρα δεν έχουν 

να προσφέρουν

φτώχεια, αρρώστια, καταπίεση

προσφέρονται αντ' αυτών

από τους σοφούς του κόσμου

αλίμονο καλοί βοσκοί

πού πήγαν τα κοπάδια σας

δεν υπάρχει

ούτε ένας στάβλος ούτε μια φάτνη

για να γεννηθεί ένα φτωχό μωρό

Frontiers - Σύνορα



Sailing

from the seas

to space

No frontiers

for us


Σαλπάρουμε 

από τις θάλασσες

στο διάστημα

Κανένα σύνορο

για μας

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2021

tylosaurus - τυλόσαυρος

 


King of the waters

terror of the seas

enter the leviathan

pay tribute to the emperor

bow to tylosaurus


Ρήγας των θαλασσών 

τρόμος των υδάτων

ιδού ο λεβιάθαν

αποδώστε φόρο τιμής στον αυτοκράτορα

υποκλιθείτε στον τυλόσαυρο

Ο Κοκκινολαίμης



Ιωάννης Μ. Μιχαλακόπουλος


 «Μη με ρωτάς πού τρέχω, πατρίδα εγώ δεν έχω…»

Συμβαίνουν κι αυτά ενίοτε μεταξύ παλιών φίλων. Έχεις να συναντήσεις τον άλλον τριάντα χρόνια και να που ξαφνικά τον βλέπεις μπροστά σου σαν φάντη μπαστούνι έξω από το ΜΙΝΙΟΝ. Ανταλλάσσετε τα κλασσικά «συνθηματικά»: «Χρόνια και ζαμάνια!», «Πώς περνάει ο καιρός;» και «Πού χάθηκες, ρε ψυχή;» και αμέσως σε διαπερνάει μια μη ορθολογική ασφάλεια-άνεση να πεις και να ακούσεις ένοχα μυστικά και ψέματα, σοβαρά προβλήματα, μικροχαρές.

Σαν έτοιμος από καιρό σα θαρραλέος αφουγκράζεσαι με προσοχή και αποκαλύπτεις (ίσως) αρκετά από αυτά που κάνουν τη ζωή μας να διαφέρει από τη σκέτη επιβίωση… Γιατί, άραγε;Tι είναι αυτό που μας ενώνει με τους ιστορικούς φίλους του παρελθόντος; Υπάρχει κάποιο αόρατο μαντζούνι της καρδιάς που υπερνικά τη συντριπτική δύναμη του πανδαμάτορος χρόνου ή είναι άλλη μια αβάσιμη ιδέα, μια αίσθηση χωρίς ρεαλιστικό έρεισμα; Μήπως απλώς ισχύει το out of site out of mind των Αγγλοσαξόνων ή ισοδύναμα το ημέτερο «μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται»;

Βαθιά εν μέσω τέτοιων λογισμών και παραλογισμών συνέλαβα τον εαυτό μου πριν λίγα μεσημέρια, όταν αντίκρισα στο μπαλκόνι στα φύλλα της αρμπαρόριζας έναν θρασύ Κοκκινολαίμη! Σε αστικό περιβάλλον είχα να δω εκ του σύνεγγυς αυτό το συμπαθέστατο πτηνό από τότε που ξεκίναγα το σχολειό φορώντας γαλάζιο «χιτώνιο» στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Έκτοτε είχαμε συναντηθεί μόνο στου Γκύζη, στον τοίχο του σαλονιού μιας Μικρασιάτισσας θείας μου όπου ο Κοκκινολαίμης πρωταγωνιστούσε θεματικά σε κάτι καδραρισμένα κεντήματα άλλων καιρών. Πρόκειται για εκείνο το μικρό πουλάκι με την πορτοκαλέρυθρη ποδίτσα στον λαιμό του που φέρει την επιστημονική ονομασία Ερύθακος (Erithacus Rubecula) κι έρχεται στην Ελλάδα από τη Βόρεια Ευρώπη για να ξεχειμωνιάσει. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ιδιοσυγκρασία του αφού – παρότι μικρόςτο δέμας – είναι τολμηρός και πλησιάζει τους ανθρώπους, ενώ γίνεται επιθετικός αν αισθανθεί πως κάποιος «ομοεθνής» του πάει να καταλάβει τον ζωτικό χώρο και τα αποθέματα τροφής του.

Τον Κοκκινολαίμη (ή Καλογιάννο) θα τον συναντήσουμε στη σκανδιναβική μυθολογία, στη γαλλική λαογραφία (ως rouge gorge) αλλά και σε αγγλικά παραδοσιακά παραμύθια. Κατά καιρούς έχουν τυπωθεί από τα βρετανικά ταχυδρομεία χριστουγεννιάτικα γραμματόσημα υψηλής αισθητικής με πρωταγωνιστή τον Κοκκινολαίμη (αγγλιστί: red robin). Το γεγονός αυτό πιθανότατα σχετίζεται με το ότι στη βικτωριανή Αγγλία οι ταχυδρόμοι που διένειμαν τις χριστουγεννιάτικες κάρτες φορούσαν χαρακτηριστικά κόκκινα γιλέκα με αποτέλεσμα ο λαός να τους αποδώσει το παρατσούκλι robin ή red breast, ήτοι εν πάση περιπτώσει Κοκκινολαίμης!

Εντός συνόρων, ο Καλογιάννος δεν ξέφυγε από την αγαπητική πένα γνωστών Ελλήνων λογοτεχνών. Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879) είχε γράψει ένα ποίημα με τίτλο «Ο Καλογιάννος» το οποίο, διόλου τυχαία, αφιέρωσε στον γιο του. Στην επιστολή που συνόδευσε την πρώτη δημοσίευση του εν λόγω ποιήματος (Εστία, Νοέμβριος 1878) ο δημιουργός δεν κρύβει την απέραντη συμπάθειά του προς εν των κοινοτέρων και των ταπεινοτέρων φθινοπωρινών πτηνών μας, τον αγαθόν Καλογιάννον. Επίσης, στο κείμενο αυτό ο Κοκκινολαίμης παρομοιάζεται με τον ίδιο τον λαό, καθότι είναι πάντα εύθυμος, καλοκαρδισμένος και δεν μελαγχολεί ποτέ!

Χαρακτηριστικοί για το προφίλ του συγκεκριμένου πουλιού, είναι οι εισαγωγικοί στίχοι του ποιήματος:

Μη με ρωτάς πού θ’ έρχομαι, μη με ρωτάς πού τρέχω·

πατρίδα εγώ δεν έχω

παρά του βάτου τ’ άγριο, τ’ αγκαθερό κλαρί·

με δέρνει τ’ ανεμόβροχο, είμαι φτωχό πουλί.

Ο λόγγος το παλάτι μου, και βιο μου είν’ η χαρά·

πετώ, κορνιάζω ξέγνοιαστος οσό ’χω τα φτερά.

Τρυφερός ο συνειρμός που γεννάται στον Βαλαωρίτη κάθε χρόνο όταν βλέπει Κοκκινολαίμη: «όταν συναντώμαι μετά του πρώτου Καλογιάννου η καρδία μου σκιρτά, ως αν αίφνης έβλεπον παλαιούς φίλους επανερχόμενους εκ μακράς αποδημίας».

Παράλληλα, αυτό το κοκκινόθωρο πουλί κατέχει ιδιαίτερη θέση στη ζωή και το έργο του Γεωργίου Δροσίνη (1859-1951), ο οποίος εξυμνεί την ευαισθησία και την ταπεινότητα του Κοκκινολαίμη που παραδέχεται ότι υστερεί έναντι του αηδονιού σε καλλιφωνία:

Δε φθάνεις τη φωνή αηδονιού,

λένε στον Καλογιάννο.

  • Γι’ αυτό σωπαίνω, όταν λαλή:

ξέρω πως δεν το φτάνω!

Ο Δροσίνης στέκεται στο παγωμένο, βουβό χειμωνιάτικο τοπίο με τα άψυχα δέντρα και τα ξερά κλαριά βιώνοντας την παρουσία του Κοκκινολαίμη σαν μια νότα αισιοδοξίας, καρτερίας και πίστης. Μέσα από τους στίχους του ζεσταίνει τις καρδιές των ανθρώπων που ίσως είναι και αυτές σκεπασμένες με τα δικά τους χιόνια…

Του φθινοπώρου φτωχικό παιδί,

Ο Καλογιάννος πρόσχαρος προβάλλει.

 

Με λόγια σιγαλά και ταπεινά

Μικρός προφήτης φτερωτός, μηνά

Την άνοιξη που θα γυρίσει πάλι.

Τέλος, λέγεται ότι κάποτε ένας Κοκκινολαίμης έκανε συντροφιά στον Άγιο Παΐσιο. Ο Άγιος είχε δώσει το όνομα Όλετ στο πουλάκι, που στα Βεδουίνικα σημαίνει «παιδί». Ο Όλετ έτρωγε από το χέρι του Αγίου ψίχουλα, βρεγμένο παξιμάδι και άλλα καλούδια και φιλέματα. Ο όσιος γέροντας από την πολλή αγάπη του προς τον Καλογιάννο ήθελε να τον αγκαλιάσει σφιχτά με τη χούφτα του αλλά φοβόταν μην τον πνίξει. Έλεγε σχετικά, «γι ̓ αυτὸ σφίγγω την καρδιά μου και το χαίρομαι απὸ μακριά, για να μην το βλάψω»…

Χρονιάρες μέρες!

Εκτός από τα σποράκια στο ρυτιδιασμένο μαρμάρινο πρεβάζι, ας εξασφαλίσουμε και μια ανοιχτή αγκαλιά για τον «άπατρι» Κοκκινολαίμη της πλούσιας σημειολογίας.

Ας αφήσουμε να φωλιάσουν στις καρδιές μας όσα ελπιδοφόρα συμβολίζει αυτός ο φίλος που έρχεται απ’ τα παλιά…

Και ας υπερασπιστούμε με θάρρος ό,τι εύθραυστο, αγνό, διάφανο μας έχει απομείνει το σωτήριο έτος 2022.

Καλά Χριστούγεννα!

Αποδίδοντας το πνεύμα του Λευκαδίτη Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τον Καλογιάννο ως «φτερωτό κυκλάμινο» καθότι – όπως υπογραμμίζει ο ποιητής –το άνθος (κυκλαμιά) και το πτηνόν συγχρόνως εμφανίζονται κατά την έναρξιν του φθινοπώρου.

Ο Άγιος Παΐσιος με τον Κοκκινολαίμη, ονόματι «Όλετ».

 

Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2021

Frog on Fire - Φλεγόμενος Βάτραχος

 


If you 'll ever see

a frog on fire

do not throw water

do not put iy out

just go near

and let the smoke inside

let it guide you

to a world unknown

phantasmagoric

and when the frog will

turn to ashes

pick them carefully

throw them to a lake

and see the frog

being born again


Αν θα δεις ποτέ

ένα βάτραχος φωτιά να έχει πιάσει

νερό μη του πετάξεις

μη τη σβήσεις

απλά πήγαινε κοντά

και αφήστε τον καπνό να εισέλθει

άστον να σε καθοδηγήσει

σε έναν κόσμο άγνωστο

φαντασμαγορικό

και όταν ο βάτραχος θα

γίνει στάχτη

μάζεψέ τη προσεκτικά

ρίξ' τη  σε μια λίμνη

και δες τον βάτραχο

να ξαναγεννιέται

In the dark night (Sleep Jesus) - V temnuyu nichku, В темную нічку (Спи, Ісусе)

 


In the dark night, above Bethlehem,
a bright star shined out, covering the Holy Land.
The Most Pure Virgin, the Holy Bride,
in a poor cave gave birth to a Son.

[Chorus] Sleep Jesus, sleep my little baby,
Sleep my little star,
About your fate, my little sweet,
To you I will sing.

She gently kissed and swaddled him,
She put him to bed, and quietly started to sing,
You will grow up, my Son, you’ll become a grown-up,
And you will go out into the world, my baby.

Sleep Jesus, sleep my sweet little baby,
Sleep my little star,
About your fate, my little sweet,
To you I will sing.

The Love of the Lord and God’s truth,
You will bring faith to the world, to your people,
The truth will live on, the shackles of sin will be shattered,
[But my child], on Golgotha, my child will die.

Sleep Jesus, sleep my sweet little baby,
Sleep my little star,
About your fate, my little sweet,
To you I will sing.

Sleep, Jesus, sleep my sweet little baby,
Sleep my rose blossom,
With hope on You
The entire world is watching!




Στη σκοτεινή νύχτα, πάνω από τη Βηθλεέμ,

ένα λαμπερό αστέρι έλαμψε, σκεπάζοντας τους Αγίους Τόπους.

Η Πάναγνη Παρθένος, η Αγία Νύμφη,

σε μια φτωχή σπηλιά γέννησε έναν Γιο.


[Ρεφραίν] Κοιμήσου Ιησού, κοιμήσου μωρό μου,

Κοιμήσου αστεράκι μου,

Για τη μοίρα σου, γλυκέ μου,

Θα σου τραγουδήσω.


Τον φίλησε απαλά και τον έσφιξε,

Τον έβαλε στο κρεβάτι και άρχισε να τραγουδάει ήσυχα,

Θα μεγαλώσεις, γιε μου, θα γίνεις μεγάλος,

Και θα βγεις στον κόσμο μωρό μου.


Κοιμήσου Ιησού, κοιμήσου γλυκό μωρό μου,

Κοιμήσου αστεράκι μου,

Για τη μοίρα σου, γλυκέ μου,

Θα σου τραγουδήσω.


Την αγάπη του Κυρίου και την αλήθεια του Θεού,

Θα φέρεις πίστη στον κόσμο, στους ανθρώπους σου,

Η αλήθεια θα ζήσει, τα δεσμά της αμαρτίας θα διαλυθούν,

[Μα παιδί μου], στον Γολγοθά, παιδί μου θα πεθάνεις.


Κοιμήσου Ιησού, κοιμήσου γλυκό μωρό μου,

Κοιμήσου αστεράκι μου,

Για τη μοίρα σου, γλυκέ μου,

Θα σου τραγουδήσω.


Κοιμήσου, Ιησού, κοιμήσου γλυκό μωρό μου,

Κοιμήσου τριανταφυλλάκι μου,

Ελπίζοντας σε Σένα

Όλος ο κόσμος παρακολουθεί!

Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2021

Honey - Μέλι



Bees make sweet honey, but who gives them credits?


Οι μέλισσες γλυκό φτιάχνουν μέλι, μα ποιος τους λέει "μπράβο¨;


Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2021

Cold - Κρύο

 


Sun's rays are feeling cold today

you have gone so far away


Σήμερα κι οι ηλιαχτίδες φέρνουν κρύο

έφυγες αφήνοντας μονάχα έν' αντίο

Βελιμίρ Χλέμπνικοφ

 


https://www.toperiodiko.gr/%CE%B2%CE%B5%CE%BB%CE%B9%CE%BC%CE%AF%CF%81-%CF%87%CE%BB%CE%AD%CE%BC%CF%80%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%86-%CE%BC%CE%B9%CE%BB%CF%8E%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%82-%CE%BC%CE%B5-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%BF%CF%85/#.Yb97PGhBzIV

 Γρηγόρης Τραγγανίδας


«Όταν έφερνε υλικό για τύπωμα ο Χλέμπνικοφ συνήθως πρόσθετε: “Αν κάτι δεν είναι εντάξει – ξαναφτιάξτε το”. Απαγγέλοντας, καμιά φορά διέκοπτε στη μέση της φράσης και απλά δήλωνε: “Λοιπόν, και τα λοιπά”.


Σε αυτό “και τα λοιπά” βρίσκεται όλος ο Χλέμπνικοφ: Έθεσε το πρόβλημα της ποιητικής, δίνοντας τον τρόπο για την επίλυσή του, και τη χρήση της λύσης για πρακτικούς λόγους – την έδινε σε άλλους».


(Μαγιακόφσκι, 1922)


 


Αν κάποτε προκύψει κάποια ανάγκη να αποδοθεί με μια εικόνα η ποιητική αθωότητα – αφού προηγουμένως είχαμε συμφωνήσει για το τί είναι αυτή και ότι υπάρχει – ίσως μια φωτογραφία του Βελιμίρ Χλέμπνικοφ να ήταν αρκετή.


Όχι με τον τρόπο της ενήλικης αφέλειας. Αλλά με τον τρόπο του παιδιού που ανακαλύπτει τον κόσμο. Ενός τρομερού παιδιού όμως, που δεν έχει και δεν οφείλει να γνωρίζει οποιονδήποτε ενδοιασμό για τις πράξεις του. Με μια ιδιοφυία η οποία, ωστόσο, μέσα στην αγνότητά της, δεν έχει συνείδηση της ύπαρξής της, αλλά την αντανακλά στα ερείπια της έπαρσης, της κενότητας, του αμοραλισμού και του κυνισμού που αφήνει πίσω της θριαμβευτικά, σε μια ατέρμονη πορεία αποδόμησης ενός γερασμένου κόσμου.


«Κολόμβος νέων ποιητικών ηπείρων» για τον Μαγιακόφσκι, ο αμετανόητος φουτουριστής, ένα από τα συγκλονιστικότερα ευρωπαϊκά πνεύματα του 20ού αιώνα, η «επιτομή» της ρωσικής ψυχής – ικανός, δηλαδή, να αγκαλιάζει το σύμπαν – αυτός που καταχωρήθηκε στα μητρώα ως Βίκτωρ Βλαντιμίροβιτς Χλέμπνικοφ, αλλά θα περνούσε στην αιωνιότητα σαν Βελιμίρ, «απέραντος κόσμος», είδε το πρώτο φως της μέρας σαν σήμερα, ακριβώς 130 χρόνια πριν, στις 28 Οκτωβρίου (9 Νοεμβρίου με το νέο ημερολόγιο) του 1885, στα Μάλιε Ντερμπέτι της Καλμίκιας, στο ρωσικό νότο.


Τυπικά, για την ιστορία της λογοτεχνίας, ο Χλέμπνικοφ είναι ένας από τους σημαντικότερους ποιητές και πεζογράφους και εκ των ισχυρότερων εκπροσώπων της ρωσικής πρωτοπορίας.


Όχι και άσχημα για μια ζωή μόλις 37 χρόνων.



Khlebnikov_1908


Ως είθισται, όμως, σε αυτές τις περιπτώσεις, η πραγματικότητα είναι σαφώς πιο ουσιαστική και μακράν τραγικότερη.


Η αρχή, πάντως, ήταν ιδανική. Σε μια σπάνια, από στατιστικής άποψης για την εποχή, ευτυχή συγκυρία, ο Βελιμίρ γεννήθηκε σε οικογένεια διανοουμένων. Ο πατέρας του ήταν βιολόγος – ορνιθολόγος και η μητέρα του πτυχιούχος ιστορικός και εκπαιδευτικός που φρόντισε ιδιαίτερα για τη μόρφωση των παιδιών της.


Η οικογένεια άλλαζε συχνά τόπους κατοικίας και το 1903, ο Βελιμίρ γράφεται στη φυσικο-μαθηματική σχολή του Πανεπιστημίου του Καζάν, ενώ δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον και για τη ζωολογία.


Συγκλονισμένος από την ταπεινωτική ήττα του ρωσικού στόλου στη ναυμαχία της Τσουσίμα το 1904 κατά τον καταστροφικό, για την τσαρική αυτοκρατορία, ρωσοϊαπωνικό πόλεμο, ο Χλέμπνικοφ παίρνει έναν μάλλον πρωτότυπο όρκο: Να ανακαλύψει τους μαθηματικούς νόμους της ιστορίας. Τον «βασικό νόμο του χρόνου».


Η ίδια η ιστορία θα τον βοηθήσει: Ξεσπά η πρώτη ρωσική επανάσταση του 1905 που τον βρίσκει στο δρόμο μαζί με τον εξεγερμένο λαό, με αποτέλεσμα να φυλακιστεί.


«Ορμήξαμε στο μέλλον από το 1905» θα έγραφε αργότερα.



 

Το ανήσυχο πνεύμα του είναι αδηφάγο. Η φυσική, τα μαθηματικά και η βιολογία μπλέκονται «βίαια» με τη λογοτεχνία. Από το 1904 μάλιστα προσπαθεί να εκδώσει το θεατρικό του «Γιελένα Γκορντιάτσκινα» και με μπόλικο νεανικό θράσος το στέλνει στο εκδοτικό «Ζνάνιγιε» («Γνώση») του Γκόρκι.


Ανεπιτυχώς…


Από το 1904 και για τα επόμενα τρία χρόνια «οργώνει» τα βουνά τού Νταγκεστάν και των Ουραλίων με επιστημονικές αποστολές και δημοσιεύει ορνιθολογικές μελέτες… ενώ, ταυτόχρονα, αποφασίζει να μάθει ιαπωνικά προς αναζήτηση ιδιαίτερων τρόπων έκφρασης και, παράλληλα, ελκύεται από το έργο των Ρώσων συμβολιστών.


Το 1906 παύει πλέον να ενδιαφέρεται για την ορνιθολογία αλλά και για τις σπουδές και «επιστρέφει», οριστικά, στη λογοτεχνία και μάλιστα με έντονες μαξιμαλιστικές διαθέσεις: Η, επικών διαστάσεων, πρόζα του «Γιένια Βογιέικοφ» μπορεί να μην ολοκληρώθηκε ποτέ, αλλά αποτέλεσε εξελικτικό «σκαλί» για τον ίδιο. Πέφτει με τα «μούτρα» στην ποίηση και στη λεξιπλασία.


Το 1908 έρχεται σε επαφή με τους συμβολιστές μέσω του Βιτσισλάβ Ιβανόφ, ενώ διαγράφεται και τυπικά από το πανεπιστήμιο.


Την ίδια εποχή μπαίνει και στους κύκλους των εικαστικών – φυσικά ήταν και χαρισματικός ζωγράφος – εκδίδει το πρώτο του έργο, την πρόζα «Ο πειρασμός του αμαρτωλού» και λίγο αργότερα γνωρίζει την πιο ρηξικέλευθη καλλιτεχνική παρέα της εποχής: τους αδερφούς Μπουρλιούκ, Νταβίντ και Νικολάι, τον Αλεξέι Κρουτσιόνιχ και, το 1912, τον Μαγιακόφσκι.


Είναι η εποχή που ο φουτουρισμός στην Ρωσία αποκτά τόσα και τέτοια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τον «απογαλακτίζουν» εντελώς από την ιταλική πνευματική του «μητρόπολη» και την εκεί διολίσθηση ενός τμήματός του στον εθνικισμό και την αντίδραση, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί αυτό που πλέον αναγνωρίζεται ως ξεχωριστό καλλιτεχνικό ρεύμα, ο Ρωσικός Φουτουρισμός, ο οποίος αργότερα θα έπαιζε καταλυτικό ρόλο, τόσο την Επανάσταση του Οχτώβρη, όσο και στην πνευματική σοσιαλιστική οικοδόμηση.


Το 1912, οι αδερφοί Μπουρλιούκ, ο Χλέμπνικοφ, ο Κρουτσιόνιχ, ο Μαγιακόφσκι,  ο Λίβσιτς και ο Καντίνσκι γράφουν το μανιφέστο του ρωσικού φουτουρισμού υπό τον πομπώδη και προκλητικό, φυσικά, τίτλο «Χαστούκι στο κοινό γούστο», αλλά στη έκδοσή του υπογράφεται μόνο από τους Χλέμπνικοφ, Μαγιακόφσκι, Κρουτσιόνιχ και Νταβίντ Μπουρλιούκ.


Αυτό το «αυθάδικο» πόνημα που τυπώθηκε σε μόλις 600 αντίτυπα ήθελε να πετάξει έξω από «ποταμόπλοιο» της σύγχρονης εποχής την Ακαδημία, τον Πούσκιν, τον Ντοστογιέφσκι και τον Τολστόι, με την φωνακλάδικη, ταλαντούχα πιτσιρικαρία που το είχε εμπνευστεί, να βροντοφωνάζει: «Μόνο εμείς είμαστε το πρόσωπο του καιρού μας»!


Είναι μια περίοδος έντονης δημιουργικότητας, με τον Χλέμπνικοφ να εντυπωσιάζει και να εκπλήσσει ακόμη και τους ίδιους τους φίλους του φουτουριστές, με την άστατη και μποέμικη ζωή του, τόσο όσο με την εκρηκτική αποδόμηση και αναδόμηση του ποιητικού του λόγου. Διότι ήταν φανερό ότι ο Βελιμίρ δεν έγραφε ποίηση: Ζούσε μέσα σε αυτήν. Γεγονός που με τη σειρά του οδήγησε στην απόλυτη περιφρόνηση ακόμη και των στοιχειωδών αναγκών και αγαθών, αντικαθιστώντας τα με συνεχόμενα ταξίδια και με διανυκτερεύσεις σε σπίτια φίλων και γνωστών. ‘Η στο δρόμο.


Χαιρετίζει την Επανάσταση του Οχτώβρη («Η ελευθερία έρχεται γυμνή/ Ραίνοντας την καρδιά με λουλούδια/ Κι εμείς, μαζί της κατά πόδας βαδίζοντας/ Συζητάμε με τον ουρανό στο “εσύ” (…)») και το 1920 τον βρίσκει στο Χάρκοβο να γράφει πυρετωδώς. Σαν η κάθε μέρα, να είναι η τελευταία. Στο δημοτικό θέατρο της πόλης, σε ένα τυπικό φουτουριστικό δρώμενο, ο Χλέμπνικοφ θα «στεφθεί»… «αρχηγός της Υδρογείου σφαίρας» από τον Γιεσένιν.


 


Το 1921 δουλεύει στο Πιτιγκόρσκ, στα θρυλικά προπαγανδιστικά «παράθυρα» του «ΡΟΣΤΑ» (Ρωσικά Τηλεγραφεία) όπου δημιούργησε ουσιαστικά το σύνολο της ρωσικής πρωτοπορίας, από τον Μαγιακόφσκι μέχρι τον Αϊζενστάιν.


Βαριά άρρωστος επιστρέφει στα τέλη του 1921 στην Μόσχα και συναντά τους παλιούς του συντρόφους, ανάμεσά τους τον Μαγιακόφσκι και τον Κάμενσκι. Βάζει σε μια τάξη το χαοτικό ποιητικό υλικό του. Το Μάη του 1922 πηγαίνει με τον ζωγράφο Πάβελ Μιτούριτς στο χωριό Σαντάλοβο. Η αρρώστια του υποτροπιάζει ραγδαία. Στις 28 Ιουνίου φεύγει από τη ζωή.


«Μετά το θάνατο του Χλέμπνικοφ», γράφει ο Μαγιακόφσκι, «εμφανίστηκαν σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες άρθρα για τον Χλέμπνικοφ, έμπλεα συμπάθειας. Τα διάβασα με αηδία. Πότε, επιτέλους, θα τελειώσει η κωμωδία των μεταθανάτιων θεραπειών; Πού ήταν οι γράφοντες όταν ο ζωντανός Χλέμπνικοφ, φτυσμένος από την κριτική, ζωντανός ταξίδευε σε όλη τη Ρωσία; Ξέρω ζωντανούς, ίσως όχι ισότιμους του Χλέμπνικοφ, αλλά αναμένοντες το ίδιο τέλος.


Πετάξτε, επιτέλους, την ευλάβεια των υπεραιωνόβιων επετείων, το προσκύνημα των μεταθανάτιων εκδόσεων!


Για τους ζωντανούς άρθρα! Ψωμί στους ζωντανούς! Χαρτί στους ζωντανούς!».


Θα συμφωνούσε και ο Βελιμίρ:


«Δεν θέλω πολλά!/ Ένα κομμάτι ψωμί/ Μια γουλιά γάλα/ Κι αυτόν τον ουρανό/ Κι εκείνα τα σύννεφα»…

Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2021

I'm hiding in the mist - Κρύβομαι στην ομίχλη

 


I'm hiding in the mist

my sisters and my brothers

are the forgotten dead trees

where will my spirit go

does it really matters?

I'm just hiding in the mist


Κρύβομαι στην ομίχλη

αδερφές μου και αδερφοί μου

τα ξεχασμένα νεκρά δέντρα

πού θα πάει το πνεύμα μου

έχει πραγματικά σημασία;

Απλώς κρύβομαι στην ομίχλη

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2021

The line - Η σειρά




We have what you need

we provide, we give

all you have to do

is to consume

and get in line

all you must do

is to stay in line


Ότι χρειάζεστε το έχουμε

με χαρά σας το παρέχουμε

το μόνο που να κάνετε έχετε

είναι να καταναλώνετε

και στη σειρά να μπαίνετε

το μόνο που να κάνετε έχετε

είναι στη σειρά να μένετε

Η ενότητα της ελληνικής γλώσσας

 


https://antifono.gr/%e1%bc%a1-%e1%bc%91%ce%bd%cf%8c%cf%84%ce%b7%cf%84%ce%b1-%cf%84%e1%bf%86%cf%82-%e1%bc%91%ce%bb%ce%bb%ce%b7%ce%bd%ce%b9%ce%ba%e1%bf%86%cf%82-%ce%b3%ce%bb%cf%8e%cf%83%cf%83%ce%b1%cf%82-%ce%ba%ce%b1%cf%84/

Ὁ Ἑλληνισμός παρουσιάζει μία ἀδιάσπαστη πολιτισμική συνέχεια ἀπό τήν ἀρχαιότητα ἕως σήμερα. Ὁ Κωνσταντῖνος Γεωργούλης γράφει ὅτι «εἶναι ὁ Ἑλληνισμός ἀπό τόν Ὅμηρο ἕως τόν Κ. Παλαμᾶ ἕνα τόσο σφιχτοδεμένο σύνολο, ὥστε μόνο μία συνολική θεώρηση μᾶς ἐξασφαλίζει τήν κατανόησή του».[1] Ἡ ἀδιάσπαστη συνέχεια εἶναι πολιτισμική καί γλωσσική.Ἡ ἑλληνική γλῶσσα παρουσιάζει μία ἀναμφισβήτητη συνέχεια στά 3500 χρόνια πού μαρτυρεῖται ἡ παρουσία της στήν ἀνθρώπινη ἱστορία. Κυριολεκτικά  ὁμιλοῦμε γιά μία καί ἀδιαίρετη γλῶσσα σέ διάφορες μορφές. Ἀναντίρρητο εἶναι τό γεγονός ὅτι ἡ ἑλληνική γλῶσσα παρουσιάζει διαφορετικές μορφές στίς διάφορες ἱστορικές περιόδους της, ἀλλά πίσω ἀπό τίς διαφορετικές αὐτές μορφές ὑπάρχει ἕνας σταθερός, ἀναλλοίωτος συμπαγής πυρήνας πού μᾶς ἐπιτρέπει νά ὁμιλοῦμε γιά μία γλῶσσα.


Ὁ μεγάλος Ἱσπανός γλωσσολόγος καί ἑλληνιστής Francisco Adrados γράφει γιά τήν διαχρονική συνέχεια τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας: «Ἀκολουθεῖ τό σημαντικό θέμα τῆς ἑνότητας τῶν Ἑλληνικῶν, ἀπό τήν ἀρχή ὡς σήμερα. Βεβαίως ὑπῆρξε μία ἐξέλιξη. Ἀλλά ἄν συγκρίνουμε τίς διάφορες “Ἑλληνικές”, ἀπό τή μυκηναϊκή καί τήν ὁμηρική ὡς τή σημερινή “κοινή Ἑλληνική”, οἱ διαφορές δέν εἶναι καί τόσο οὐσιαστικές. Τό φωνηεντικό σύστημα ἁπλοποιήθηκε – δέν ὑπάρχουν μακρά καί βραχέα οὔτε δίφθογγοι, οὔτε μουσικός τόνος –, ἐξελίχτηκε λίγο τό συμφωνικό σύστημα, μειώθηκε ἡ μορφολογία: ἔλλειψη τοῦ δυϊκοῦ, τῆς δοτικῆς, τῆς δυνητικῆς, καί τοῦ ἀπαρεμφάτου, ἀπολίθωση τῆς μετοχῆς, περιορισμός τῆς ρηματικῆς κλίσης σέ δύο θέματα, ἐξέλιξη τῶν περιφραστικῶν τύπων, ὁρισμένες μορφικές ἀλλαγές. Ὡστόσο οἱ βασικές κατηγορίες καί τό βασικό λεξιλόγιο παραμένουν ἴδια. Εἶναι δυνατόν νά γραφτεῖ μία ἱστορία τῶν Ἑλληνικῶν ἀπό τήν ἀρχή μέχρι σήμερα. Ὅμως δέ θά ἦταν δυνατόν νά γραφτεῖ μία ἱστορία τῶν λατινικῶν πού νά συμπεριλαμβάνονται, π.χ., καί τά ἱσπανικά. Ἡ ἐξέλιξη τῶν λατινικῶν εἶναι μία ἱστορία ἰσχυρῆς διαφοροποίησης σύμφωνα μέ τή χρονολογία καί τή γεωγραφία, αὐτή τῶν Ἑλληνικῶν εἶναι μία ἱστορία στήν ὁποία, ὡς πρός τίς δύο αὐτές παραμέτρους, ἐπικρατεῖ μία βασική ἑνότητα. Καί αὐτό ἐπειδή κυριαρχοῦσε ἡ λόγια γλῶσσα, πού τήν ὑποστήριζε ἡ παλιά παράδοση καί τό Κράτος καί ἡ Ἐκκλησία τοῦ Βυζαντίου, ἐνῶ στή Δύση ἐπικρατοῦσαν τά λατινικά, τά ὁποῖα κατέληξαν σέ διαίρεση».[2]


Τεκμήριο τῆς ἑνότητος τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας εἶναι ὅτι ὁ σημερινός Ἕλληνας κατανοεῖ ἄνετα τήν λαϊκή γλῶσσα τῶν μέσων τοῦ 12ου αἰῶνα (Πτωχοπροδρομικά), ἐνῶ ἕνας Γάλλος χωρίς μόρφωση δέν καταλαβαίνει τό Ἆσμα τοῦ Ρολάνδου (12ος αἰώνας).[3] Ὁμοίως ὁ Ἄγγλος ἑλληνιστής Robert Browning ὁμολογεῖ: «Τά ἀρχαῖα Ἑλληνικά δέν ἀποτελοῦν ξένη γλῶσσα γιά τόν σημερινό Ἕλληνα ὅπως συμβαίνει μέ τά Ἀγγλο-σαξωνικά γιά τόν σύγχρονο Ἄγγλο».[4]


Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικό ὅτι κατά τόν Φίλιππα Ἀργυριάδη «τό μέγα πάθος τῶν ἐχθρῶν τοῦ ἑλληνισμοῦ ἦταν καί εἶναι νά διαβάλλουν τήν ἑνιαία καί διαχρονική ἑνότητά μας. Καί ἡ γλῶσσα ἀποτελοῦσε τό ἀκαταμάχητο τεκμήριο αὐτῆς τῆς συνέχειας». [5] Ἐπ᾿αὐτοῦ ὁ Γερμανός ἑλληνιστής Hans Eideneier γράφει: «Σπανίζουν οἱ ἐργασίες, πού τοποθετοῦνται ἔξω ἀπό τό παντοδύναμο ρεῦμα τῆς κλασικῆς (διάβαζε:ἀρχαιοελληνικῆς) φιλολογίας καί οἱ ὁποῖες δέν ἀντιμετωπίζουν τή Νεοελληνική ὡς τό φτωχό συγγενῆ τῆς ἀρχαίας. Ὅποιος, ὅμως, ἔχει διαβάσει ἔστω καί λίγο Καβάφη ἤ Σεφέρη, γνωρίζει ὅτι ὑπάρχει μιά ὄχι ἁπλῶς γλωσσική, ἀλλά καί πνευματική συνέχεια τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ πού ἐκφράζεται μέσα ἀπό τή γλῶσσα».[6] Ὁ ἴδιος μάλιστα ἑλληνιστής μιλάει γιά «ἀδιάσπαστη μετεξέλιξη τῆς Ἑλληνικῆς ἀπό ἀρχαία σέ νέα».[7]


Στήν παροῦσα ἐργασία θά ἀναφερθοῦμε στίς ἀπόψεις τῶν τριῶν κορυφαίων νεοελλήνων ποητῶν Κωνσταντίνου Καβάφη, Γιώργου Σεφέρη καί Ὀδυσσέα Ἐλύτη γιά τήν ἀδιάσπαστη ἑνότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας.


Α. Κωνσταντῖνος Καβάφης


Ἄς δοῦμε τήν μαρτυρία τοῦ Κ. Καβάφη. Ὁ Ἀλεξανδρινός ποιητής δημοσίευσε ἕνα ἄρθρο μέ τίτλο ῾῾Ὁ καθηγητής Βλάκη περί τῆς νεοελληνικῆς᾽᾽ στήν ἐφημερίδα Τηλέγραφος τῆς Ἀλεξανδρείας τό 1891· ἀποσπάσματα τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ μεταφέρουμε ἐδῶ: «Οἱ ξένοι παραγνωρίζουσι τήν γλῶσσαν μας μεγάλως. Τήν χωρίζουσιν, οὕτως εἰπεῖν, ἀπό τήν ἀρχαίαν Ἑλληνικήν. Ἀρνοῦνται ἤ ἀγνοοῦσι τήν παράδοσιν τῆς ἑνότητός της. Δέν παραδέχονται τήν προσφοράν μας. Εἶναι ὅθεν εὐχάριστον, διαπρεπής ξένος φιλόλογος ὡς ὁ καθηγητής Βλάκη, ἀνήρ εὐρωπαϊκῆς φήμης, νά λαμβάνῃ ἐν χερσί τήν ὑπεράσπισιν τῆς γλώσσης μας, καί νά δεικνύῃ αὐτήν εἰς τούς ξένους ὡς ἀληθῶς ἔχει καί ὄχι ὡς τήν φαντάζονται. Ἡ προσωπικότης τοῦ Ἰωάννου Στιούαρτ Βλάκη, τοῦ περιφανοῦς Σκώτου φιλολόγου, εἶναι τόσον γνωστή, ὥστε δέν εἶναι ἀνάγκην διά μακρῶν νά τόν συστήσω εἰς τόν ἀναγνώστην… Εἰς Ἑλλάδα ἦλθε τό 1853. Ἐξέμαθε κατά βάθος τήν νεοελληνικήν καί συνέγραψε περί αὐτῆς. Εἶναι εἷς τῶν κρατίστων ἑλληνιστῶν τῆς συγχρόνου Ἀγγλίας. Τῷ 1852 διωρίσθη καθηγητής τῆς ἑλληνικῆς ἐν τῷ πανεπιστημίῳ τοῦ Ἐδιμβούργου. Ἐξέδωκε πολλά συγγράμματα περί τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσης… Λαβών ἀφορμήν ἐκ τῆς μεταφράσεως τοῦ Ἁμλέτου ὑπό τοῦ λογίου Κερκυραίου κ. Πολυλᾶ, ὁ καθηγητής Βλάκη ἐδημοσίευσε κατ᾽ αὐτάς ἐν τῷ ἀγγλικῷ περιοδικῷ Ὁ 19ος Αἰών ἄρθρον περί τῆς μεταφράσεως ταύτης καί τῆς νεοελληνικῆς γλώσσης. Ἐκ τῶν παρατηρήσεών του ἐπί τῆς γλώσσης μας θά παραθέσω ὀλίγας ἐνταῦθα. Κατά τόν κ. Βλάκη ὁ Ἑλληνισμός οὐδέποτε ὑπέστη τάς ἰσχυράς ἐκείνας ξενικάς ἐπιρροάς αἵτινες σχηματίζουσι νέας γλώσσας. Οἱ τέσσαρες αἰῶνες οὕς τό ἑλληνικόν ἔθνος διετέλεσεν ὑπό ξενικόν ζυγόν ἦτο μικρόν χρονικόν διάστημα χρόνου διά τόν σχηματισμόν μιᾶς γλώσσης. Ἡ Νορμαννική κατάκτησις τῆς Ἀγγλίας ἔλαβεν ὀκτώ αἰῶνας διά νά μορφώσῃ τήν μεταγενεστέραν ἀγγλικήν γλῶσσαν. Οἱ δέ Νορμαννοί μέ ὅλας τάς καταπιέσεις των “ἔφεραν μετ᾽αὐτῶν στοιχεῖα κοινωνικῆς ὑπεροχῆς ἅτινα…ἐπί τέλους ἀντεκατέστησαν τήν ἐγχώριον Σαξωνικήν διάλεκτον τοῦ ἀγγλικοῦ λαοῦ διά νέας γλώσσης…Ἐν Ἑλλάδι ἐγένετο τό ἐναντίον. Ὑπό τήν ἔποψιν ἀναπτύξεως ἤ πολιτισμοῦ ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει Τουρκική κυβέρνησις οὐδέν στοιχεῖον εἶχε κοινωνικῆς ὑπεροχῆς δυνάμενον νά ἀντιπράξῃ πρός τό μῖσος ὅπερ φυσικῶς ἐμπνέει ξένη διοίκησις καί ἐξ ἄλλου ἡ ταὐτότης θρησκευτικοῦ φρονήματος ἥτις, ὑπό τήν δικαιοδοσίαν τῆς Ρώμης, συνέτεινε εἰς τήν μίξιν τοῦ Σαξωνικοῦ καί Νορμαννικοῦ στοιχείου ἐν Ἀγγλίᾳ, ἔλλειπεν ὁλοτελῶς ἐν Ἑλλάδι. Ἀπέχθεια ζωηροτάτη, ἔμφυτος εἴς τε τόν Μωαμεθανισμόν καί τόν Χριστιανισμόν, κατέστησε ἀδύνατον τήν συγχώνευσιν μεταξύ κατακτητῶν καί κατακτηθέντων”. Περί τῆς Ἑνετικῆς κυριαρχίας ἐπί διαφόρων ἑλληνικῶν χωρῶν ὁ κ. Βλάκη λέγει ὅτι ἦτο “παρά πολύ μερική, καί πάρα πολύ μακρυνή” ὥστε νά δυνηθῇ νά ἐπενεργήσῃ ἐπί τῆς γλώσσης. Ὁ καθηγητής μετά ταῦτα λαμβάνει ἕν χωρίον μεταγενεστέρου ἑλληνικοῦ συγγράμματος καί ἐξετάζει αὐτό. Τό χωρίον εἶναι ἀπό μετάφρασιν τῆς Χαλιμᾶς ἐκδοθεῖσαν ἐν Ἑνετίᾳ τῷ 1792. Τό εἶδος τῆς γλώσσης ἔχει ὡς ἑξῆς. “Εὑρίσκετο εἰς τά μέρη τῆς Περσίας ἕνας πλούσιος πραγματευτής…Καί εἶχε τοῦτο τό προτέρημα νά καταλαμβάνῃ ταῖς γλώσσαις καί τήν ὁμιλίαν τῶν ζώων. Μίαν ἡμέραν περιδιαβάζωντας…Ἦσαν δεμένα εἰς ἕνα παχνί ἕνας γάϊδαρος καί ἕνα βόϊδι κτλ. κτλ.” “Ἄς διατρέξωμεν τάς γραμμάς αὐτάς”, λέγει ὁ κ. Βλάκη, “καί ἄς παρατηρήσωμεν κατά πόσον ἡ δημώδης αὕτη ἑλληνική τῆς 18ης ἑκατονταετηρίδος διαφέρει ἀπό τήν Ἀττικήν τοῦ Ξενοφῶντος· διότι ἀναμφιβόλως εἶναι ἑλληνική κατά πάντα, καί οὐχί νέα γλῶσσα, ἔχουσα τήν αὐτήν σχέσιν πρός τήν ἀρχαίαν ἑλληνικήν οἵαν ἡ Ἰταλική πρός τήν Λατινικήν”…Ὡς βλέπομεν, τήν προσοχήν τοῦ καθηγητοῦ ἐπισύρει κυρίως ἡ δημώδης γλῶσσα. Περί τῆς καθαρευούσης δέν ἔρχεται εἰς τάς αὐτάς λεπτομερείας. Διηγεῖται πόθεν ἐπήγασε, καί ἀποδίδει  κυρίως τήν ἀνάπτυξιν αὐτῆς εἰς τήν φιλοτιμίαν τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους, ὅπερ, ἀποκτῆσαν τήν ἐλευθερίαν, ἠθέλησε νά καθαρίσῃ καί νά ἀνυψώσῃ τήν γλῶσσαν του. Ὁ κ. Βλάκη φαίνεται φίλος τῆς καθαρευούσης, λέγει δέ ὅτι ὁ μόνος τρόπος ὑπάρξεως διά τε τήν δημώδη καί τήν καθαρεύουσα ἐν Ἑλλάδι, εἶναι τό σύστημα τῶν ἀγγλικῶν βουλῶν τῶν Λόρδων καί τῶν Κοινοτήτων, ἤτοι, συνεργασία δι᾽ἀμοιβαίων παραχωρήσεων. Τόσον ὀλίγον, κατ᾽αὐτόν ἡ καθαρεύουσα διαφέρει ἀπό τήν ἀρχαίαν, ὥστε “ὁ λόγιος ὅστις εἶναι οἰκεῖος μέ τά ἄριστα κλασσικά ἑλληνικά δύναται νά περάσῃ ἀπό τόν Πολύβιον καί Διόδωρον εἰς τόν Τρικούπην (ὁμιλεῖ περί τοῦ ἱστορικοῦ), Παπαρρηγόπουλον, καί ἄλλους τῆς αὐτῆς σχολῆς ἀφ᾽ ὅ,τι δύναται” ὁ ἀναγνώστης τοῦ Βύρωνος νά συνειθίσῃ τό ὕφος τοῦ ἀρχαίου Ἄγγλου ποιητοῦ Τσῶσερ. Καί ὀλίγον κατόπιν προσθέτει ὅτι “ὁ ἀδέκαστος φιλόλογος…δέν θά δυσκολευθῇ νά ἀναγνωρίσῃ ἐν τῇ μεταγενεστέρᾳ ἑλληνικῇ, ὄχι βάρβαρον παραφθοράν…τείνουσαν εἰς νέαν γλῶσσαν, ἀλλά ἁπλῶς μίαν διαλεκτικήν τροπολογίαν οἵα ἡ ἀρχαία Δωρική καί Αἰολική”. Αἱ ἀπώλειαι καί ἐλλείψεις τῆς νέας ἀντισταθμίζονται διά χαρίτων τινῶν ἰδιαζουσῶν εἰς αὐτήν».[8]


Ἐκ τοῦ ἀνωτέρω ἄρθρου τοῦ Κ. Καβάφη φαίνεται καθαρά ὅτι ὁ Ἀλεξανδρινός ποιητής ἐπρέσβευε χωρίς ἐπιφυλάξεις τήν ἑνότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἀπό τῆς ἀρχαιότητος μέχρι τῶν ἡμερῶν του. Ὀφείλουμε ὅμως νά κάνουμε μία μικρή ἀλλ᾽ οὐσιώδη παρατήρηση στήν ἄποψη τοῦ Καβάφη ὅτι «ἀναμφιβόλως εἶναι ἑλληνική κατά πάντα, καί οὐχί νέα γλῶσσα, ἔχουσα τήν αὐτήν σχέσιν πρός τήν ἀρχαίαν ἑλληνικήν οἵαν ἡ Ἰταλική πρός τήν Λατινικήν». Τά νεώτερα Ἰταλικά πολύ μικρότερη συγγένεια ἔχουν πρός τά Λατινικά ἀπό τήν συγγένεια πού ἔχουν τά νέα Ἑλληνικά πρός τά ἀρχαῖα Ἑλληνικά. Τήν ἄποψη αὐτή ὑποστηρίζει καί ὁ Γιῶργος Σεφέρης, ὁ ὁποῖος ἀναφερόμενος στόν ἐπιφανή γάλλο ἑλληνιστή Γουστάβο Cohen γράφει: «“Τά λατινικά καί τά ἰταλικά”, ἔγραφε τελευταῖα ὁ ἐπιφανής γάλλος οὑμανιστής Γουστάβος Cohen, “εἶναι δυό γλῶσσες ξεχωριστές, ἐνῶ τά “νεοελληνικά” ἐξακολουθοῦν νά εἶναι ἑλληνικά.Τά ζωντανά ἑλληνικά διαφέρουν λιγότερο ἀπό τά ἑλληνικά τοῦ Πλάτωνος, ἀπ᾽ ὅσο διαφέρει ὁ Πλάτων ἀπό τόν Πίνδαρο, τήν Κόριννα, ἤ τή Σαπφώ”»[9].Ἄς ἔλθουμε τώρα στόν Γ. Σεφέρη.


Β. Γιῶργος Σεφέρης


Ὁ Σεφέρης ἔχει ἐπισημάνει  τό φαινόμενο τῆς συνέχειας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας μέ τή διαίσθηση τοῦ δημιουργοῦ: «Ἡ ἑλληνική γλώσσα, ὁ ἄνθρωπος, ἡ θάλασσα {…} Γιά κοιτάξτε πόσο θαυμάσιο πράγμα εἶναι νά λογαριάζει κανείς πώς, ἀπό τήν ἐποχή πού μίλησε ὁ Ὅμηρος ὥς τά σήμερα, μιλοῦμε, ἀνασαίνουμε καί τραγουδοῦμε μέ τήν ἴδια γλώσσα. Κι αὐτό δέν σταμάτησε ποτέ, εἴτε σκεφτοῦμε τήν Κλυταιμνήστρα πού μιλᾶ στόν Ἀγαμέμνονα, εἴτε στήν Καινή Διαθήκη, εἴτε στούς ὕμνους τοῦ Ρωμανοῦ καί τόν Διγενή Ἀκρίτα, εἴτε τό Κρητικό θέατρο καί τόν Ἐρωτόκριτο, εἴτε τό δημοτικό τραγούδι!»[10]


Θεωρεῖ ὅτι ἡ ἑλληνική γλῶσσα παρουσιάζει ἀδιάσπαστη συνέχεια στό διάβα τῶν αἰώνων. Στήν ὁμιλία του στή Στοκχόλμη ἐπί τῇ   βραβεύσει του  μέ τό βραβεῖο Νόμπελ λέγει: «Ἀνήκω σέ μία χώρα μικρή. Ἕνα πέτρινο ἀκρωτήρι στή Μεσόγειο, πού δέν ἔχει ἄλλο ἀγαθό παρά τόν ἀγώνα τοῦ λαοῦ του, τή θάλασσα καί τό φῶς τοῦ ἥλιου. Εἶναι μικρός ὁ τόπος μας, ἀλλά ἡ παράδοσή του εἶναι τεράστια καί τό πράγμα πού τή χαρακτηρίζει εἶναι ὅτι μᾶς παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Ἡ ἑλληνική γλώσσα δέν ἔπαψε ποτέ της νά μιλιέται.Δέχτηκε τίς ἀλλοιώσεις πού δέχεται καθετί ζωντανό, ἀλλά δέν παρουσιάζει κανένα χάσμα».[11]


Μάλιστα γιά νά καταδείξει πόσο κοντά εἶναι ἡ σημερινή νεοελληνική μέ τήν ἑλληνιστική κοινή ἀναφέρεται σέ μία ἐπιστολή ἑνός ναύτη τοῦ 2ου αἰῶνα πρός τόν πατέρα του. Ἄς δοῦμε τί γράφει ὁ Γ. Σεφέρης: «Εἶχα πολύ πικρές σκέψεις ὅταν κάποτε διάβασα τό γράμμα ἑνός ναύτη στόν πατέρα του.Τελειώνει ἔτσι:“Ἐρωτῶ σε οὖν, κύριέ μου πατήρ, γράψον μοι ἐπιστόλιον πρῶτον μέν περί τῆς σωτηρίας σου, δεύτερον περί τῆς τῶν ἀδελφῶν μου, τρίτον, ἵνα σου προσκυνήσω τήν χέραν ὅτι μέ ἐπαίδευσας καλῶς καί ἐκ τούτου ἐλπίζω ταχύ προκόψαι τῶν θεῶν θελόντων. Ἄσπασαι Καπίτωνα πολλά καί τούς ἀδελφούς μου καί Σερηνίλλαν καί τούς φίλους μου. Ἔπεμψά σοι εἰκόνιν μου διά Εὐκτήμονος. Ἔστι δέ μου ὄνομα   Ἀντώνιος Μάξιμος. Ἐρρῶσθαί σε εὔχομαι.”Εἶναι ἡ “κοινή” τοῦ 2ου αἰώνα, δηλαδή πρίν χίλια  ὀχτακόσια τόσα χρόνια. Καί σέ πιάνει λύπη μεγάλη ὅταν συλλογιστεῖς πώς ἡ ἑλληνική γλώσσα ἦταν ἀπό τήν ἐποχή ἐκείνη τόσο κοντά στή σημερινή˙ πώς θά μποροῦσε, ἀπό τότε, νά καλλιεργηθεῖ,νά πλουτιστεῖ καί νά ζήσει ὄχι τή φτωχή καί παραπεταμένη ζωή πού ξέρουμε, ἀλλά ὅπως μιά λαμπρή κιβωτός πού θά ἔσωζε ἕναν κόσμο συγκινήσεις καί αἰσθήσεις τῆς φυλῆς, βουλιαγμένες καί χαμένες γιά πάντα μέσα στό ἀπύθμενο βάθος τοῦ καιροῦ»[12].


Ὁ ποιητής γράφει πώς «ἡ ἑλληνική γλώσσα, γιά καλό ἤ γιά κακό, εἶναι ἀπό τίς πιό συντηρητικές γλῶσσες τοῦ κόσμου»[13] Ἐπίσης θεωρεῖ πώς ὁ Ἑλληνισμός στίς διάφορες φάσεις του, ἀρχαία, μεσαιωνική καί νεώτερη, εἶναι ἕνα σύνολο: «Ἀκόμα, σύμφωνα μέ τή γενική ἀντίληψη τῶν ξένων, καί πολλῶν δικῶν μας ἴσως, ἡ κλασική Ἑλλάδα, ἡ βυζαντινή Ἑλλάδα, ἡ σύγχρονη Ἑλλάδα, εἶναι χῶρες ἀσύνδετες καί σάν ἀνεξάρτητες˙ καί ὁ καθένας περιορίζεται στήν εἰδικότητά του. Πρέπει νά προχωρήσουμε πολύ, πρέπει νά φτάσουμε σχεδόν ὥς τίς παραμονές τοῦ τελευταίου πολέμου, γιά νά δοῦμε νά φανερώνεται, πολύ θαμπά ἡ συνείδηση ὅτι ἡ Ἑλλάδα εἶναι ἕνα σύνολο»[14]. Τήν ἴδια ἄποψη εἴδαμε ἀνωτέρω ὅτι ἐκφράζει καί ὁ φιλόσοφος Κ. Γεωργούλης, δηλαδή ὅτι ὁ Ἑλληνισμός εἶναι ἕνα σφιχτοδεμένο σύνολο καί ὅτι ἡ κατανόησή του ἀπαιτεῖ μιά ἑνιαία θεώρηση.


Ὁ Γ. Σεφέρης μετέφερε στή νεοελληνική τήν Ἀποκάλυψη τῆς Ἀγίας Γραφῆς. Στή  μεταγραφική προσπάθειά του διεπίστωσε ὅτι ἡ γλῶσσα τῆς Ἀποκαλύψεως εἶναι πολύ κοντά στή σημερινή γλῶσσα. Στό προλόγισμά του γράφει: «Καταπιάστηκα μέ δύσκολο κείμενο˙ ὡστόσο, τίς δυσκολίες τίς ἐξαγόραζε ἡ χαρά καθώς παρατηροῦσα πόσο κοντά μπορεῖ νά εἶναι, ὕστερα ἀπό δυό χιλιάδες χρόνια, μέ τά σημερινά ἑλληνικά μας αὐτός ὁ θεόσταλτος λόγος»[15].


Ἐπίσης, ἐνῶ θεωρεῖ σημαντική τή μεταφραστική δουλειά, θεωρεῖ ὡσαύτως ἀναντικατάστατο τό πρωτότυπο στό δόγμα καί τή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας: «Ἀφήνεται κανείς σέ πικρές σκέψεις ἄν ἀναλογιστεῖ πώς ἄν ἔλειπε ἡ παρόρμηση γιά τή μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα, ὅπως λείπει καί τώρα, καί δέν εἶχε πραγματοποιηθεῖ ἐκεῖνο τό ἔργο, θά εἶχε χάσει ἡ γλώσσα μας ἕνα κείμενο βασικά ἀποφασιστικό γιά τήν τροπή πού πῆρε ἐξαρχῆς ὁ Χριστιανισμός, ἡ μοίρα τοῦ ἑλληνισμοῦ καί ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας ὁλόκληρη. Ἔχω ἀκούσει τήν ἄποψη ὅτι ἡ μετάφραση τῶν Γραφῶν μπορεῖ νά προκαλέσει δυσχέρειες δογματικές.Ἀλλά ποτέ δέν ὑποστήριξα, οὔτε τό διανοήθηκα ποτέ, ὅτι εἶναι δυνατό ἡ μετάφραση ν᾽ ἀντικαταστήσει τό πρωτότυπο, εἴτε ὅταν πρόκειται γιά τό δόγμα, εἴτε ὅταν πρόκειται γιά τή λατρεία. Αὐτά τά θέματα ἀνήκουν ἀποκλειστικά στήν Ἐκκλησία καί  δέν πέφτει κανένας λόγος σ᾽ ἐμᾶς τούς λαϊκούς. Ὅμως ἡ φροντίδα γιά τή γλώσσα μας εἶναι πράγμα πού ἐνδιαφέρει τόν καθέναν ἀπό μᾶς, σ᾽ ὅποια γωνιά τῆς γῆς κι ἄν βρίσκεται. Ἄλλωστε δημοσιεύω, πλάι στή μεταγραφή μου, καί τό πρωτότυπο, τονίζοντας, ὄσο μπορῶ, πώς αὐτό εἶναι τό μόνο ἔγκυρο γιά τό δόγμα καί τή λατρεία»[16].Ἀκόμη θεωρεῖ ἰδιαίτερη εὐλογία τήν ἐξοικείωση μέ τά παλαιότερα ἑλληνικά:«Τώρα, τή στιγμή πού τυπώνεται τούτη ἡ μεταγραφή, νομίζω πώς ἔχω χρέος νά προσθέσω ὅτι πῆρα τήν ἀπόφαση γιατί πιστεύω πώς ἡ ἐργασία μου προσφέρει κάτι στήν κοινωνία ὅπου μ᾽ ἔταξε ὁ Θεός. Ὑπάρχουν ἴσως ἄνθρωποι πού δέν τή χρειάζουνται. Κυρίως ἐκεῖνοι πού εἶχαν τήν εὐλογία νά καταγίνουν καί νά μάθουν τέλεια τά παλαιότερα ἑλληνικά μας, ὥστε νά μήν τούς διαφεύγει καμιά ἀπόχρωση ἀπό τά νοήματά τους»[17].


Τέλος ὁ ποιητής ἀναφέρεται στόν κίνδυνο φθορᾶς, ἀκόμη καί εὐτελισμοῦ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας: «Ὁ Θεός μᾶς χάρισε μιά γλώσσα ζωντανή, εὔρωστη, πεισματάρα καί χαριτωμένη, πού ἀντέχει ἀκόμη, μολονότι ἔχουμε ἐξαπολύσει ὅλα τά θεριά γιά νά τή φᾶνε˙ ἔφαγαν ὅσο μπόρεσαν, ἀλλά ἀπομένει μαγιά. Ἔτσι θά ᾽λεγα, παραφράζοντας τόν Μακρυγιάννη.  Δέν ξέρω πόσο θά βαστάξει ἀκόμη αὐτό. Ἐκεῖνο πού ξέρω εἶναι ὅτι ἡ μαγιά λιγοστεύει καί δέ μένει πιά καιρός γιά νά μένουμε ἀμέριμνοι.Δέν εἶναι καινούργια τά σημεῖα πού δείχνουν πώς ἄν συνεχίσουμε τόν ἴδιο δρόμο, ἄν ἀφεθοῦμε μοιρολατρικά στή δύναμη τῶν πραγμάτων, θά βρεθοῦμε στό τέλος μπροστά σέ μιά γλώσσα ἐξευτελισμένη, πολύσπερμη καί ἀσπόνδυλη. Αὐτά θά εἶχα νά πῶ στούς σημερινούς ὠτακουστές, ἄν πραγματικά ἔχουν ἀφιερωθεῖ στήν τέχνη τοῦ λόγου»[18].


Γ. Ὀδυσσέας Ἐλύτης


    Ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης ἔχει τήν ἄποψη ὅτι ἡ ἑλληνική γλῶσσα εἶναι μία καί ἑνιαία ἀπό τήν ἀρχαιότητα ὡς τήν σημερινή μορφή της Μάλιστα ἡ ἀναπόφευκτη, λόγῳ τῆς μεγάλης χρονικῆς ἐκτάσεως της, πολυμορφία της δέν εἶναι μειονέκτημα, ὅπως νομίζουμε, ἀλλά πλεονέκτημά της: «Ἡ γλώσσα μας εἶναι μία καί ἑνιαία ἀπό τήν ἀρχαιότητα ἴσαμε σήμερα. Κι ἀκριβῶς ἐπειδή εἶναι ἡ μόνη μέσα στίς ὑπόλοιπες εὐρωπαϊκές πού ἔχει τόσο μεγάλη ἐνδοχώρα, εἶναι ἡ μόνη πού μπορεῖ νά παρουσιάζει πολλές κλίμακες, πολλά “κλαβιέ”, ὅπως θά λέγαμε. Εἶναι  μία ἰδιοτυπία πού ἐμεῖς τή βαφτίσαμε “πολυγλωσσία” καί τήν κάναμε πρόβλημα. Κάκιστη ὑπηρεσία προσφέρουμε ὅταν παρουσιάζουμε αὐτή τήν εἰκόνα στούς ξένους, πού δέν εἶναι σέ θέση νά μᾶς ἀντιληφθοῦν σ’  αὐτό, ὅπως καί σέ πολλά ἄλλα».[19]


Ὁ  Ὀδυσσέας Ἐλύτης ἔλεγε στό λόγο πού ἐκφώνησε στήν Στοκχόλμη τό 1979, τήν ἡμέρα πού τοῦ ἀπενεμήθη τό βραβεῖο Νόμπελ: «Μοῦ δόθηκε, ἀγαπητοί φίλοι, νά γράψω σέ μιά γλώσσα πού μιλιέται μόνον ἀπό μερικά ἑκατομμύρια ἀνθρώπων. Παρ᾿ὅλα αὐτά, μιά γλώσσα πού μιλιέται ἐπί τέσσερις χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή καί μέ ἐλάχιστες διαφορές…Ἡ χώρα μου εἶναι μικρή σέ ἔκταση χώρου καί ἀπέραντη σέ ἔκταση χρόνου».[20]


Εἶναι χαρακτηριστικό τῆς ποίησης τοῦ Ἐλύτη ὅτι ἐμπεριέχει στοιχεία ἀπό τήν ἀρχαία, τή μεσαιωνική, τήν καθαρεύουσα, τήν δημοτική καί τή σύγχρονη γλῶσσα: «Νομίζω ὅτι ἡ ποίηση πρέπει νά ᾽ναι μυστηριώδης, συνάμα, ὅμως, διαφανής, μέ καθαρότητα καί μέ ἕνα οἱονεί γεωμετρικό ὑπόβαθρο. Εἶναι πολύ δύσκολο τό νά ἐπιτύχεις σέ ἕνα ποίημα νά εἶναι διάφανο καί ὀργανωμένο καί ταυτοχρόνως πλῆρες μυστηρίου, ὅπως τό μυστήριον τοῦ φωτός. Ἐγώ δέν τό πέτυχα ὅλες τίς φορές κι ἔχω ποιήματα πού μένουν δέκα χρόνια στό συρτάρι, γιατί μοῦ λείπει μιά λέξη. Κι ὅπως εἶναι γνωστό, ἐγώ παίζω σέ πολλά κλαβιέ τῆς γλώσσας: στήν ἀρχαία, στή μεσαιωνική, στή σύγχρονη, στήν ἰδιωματική, στήν καθαρεύουσα, στή δημοτική. Γι’αὐτό καί πίστευα πώς τά περισσότερα ἔργα μου δέν εἶναι δυνατόν νά μεταφραστοῦν».[21]


Ὁ Ἐλύτης θεωρεῖ πώς ἡ ἑλληνική γλῶσσα εἶναι ἡ μόνη Εὐρωπαϊκή γλῶσσα πού παράγει ὑψηλή ποίηση ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ὁμήρου μέχρι τή σύγχρονη ἐποχή, γεγονός πού δημιουργεῖ πρόσθετες ὑποχρεώσεις στόν ἑλληνόφωνο ποιητή: «…στήν Ἑλλάδα, πρέπει νά πῶ ὅτι ἐμεῖς ὅλοι, πού γράφουμε ἑλληνικά, ἔχουμε καί πρόσθετες ὑποχρεώσεις πού μᾶς τίς ἐπιβάλλουν ἡ γλώσσα μας καί ἡ παράδοσή μας. Εἴμαστε ἡ μόνη χώρα σέ ὁλόκληρο τόν δυτικό κόσμο πού δέν ἔπαψε ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ὁμήρου ἴσαμε σήμερα, παρ’ὅλες τίς περιπέτειες τῆς φυλῆς, νά παράγει ποίηση, καί μάλιστα ὑψηλή ποίηση, σέ ὅλους τούς αἰῶνες. Κάτι τό μοναδικό πού γεννάει δέος σέ ὅποιον πιάνει τήν πένα καί ἔχει συνείδηση τῆς ἱστορικῆς του ἀποστολῆς».[22] Ἀκόμη: «Ἡ ποίηση στόν τόπο μας ἔχει πολύ βαθιές ρίζες. Παράγουμε ποίηση ἐδῶ καί τρεῖς χιλιάδες χρόνια ἀδιάσπαστα καί στήν ἴδια γλώσσα, μοναδικό παράδειγμα μέσα σ’ὁλόκληρο τόν δυτικό πολιτισμό».[23] Ἄς παραβάλουμε καί τήν ἀντίστοιχη γνώμη τοῦ Παναγιώτη Κονδύλη: «…τό μόνο προϊόν πού – ἀκριβῶς χάρη στή μοναδική δυναμική μιᾶς πολυστρώματης καί παμπάλαιας γλώσσας – ἔχει παραχθεῖ ὥς τώρα σέ ὑψηλή ποιότητα: ποίηση»[24].


Κατά τόν Ἐλύτη ὁ Ἕλληνας, ὁ σ’ὅλα ἄτυχος, σέ τοῦτο εἶναι τυχερός: διαθέτει μία γλῶσσα αἰώνων μέ ἀδιάσπαστη συνοχή: «Κάθε ποιητής πραγματώνεται μέσα ἀπό τή γλώσσα του˙ κι ἀκόμη πιό βαθιά: μέσα ἀπό τό δεύτερο καί τό τρίτο στρῶμα τῆς γλώσσας του. Στό κεφάλαιο αὐτό, εἶναι ἡ ἀλήθεια, ὁ Ἕλληνας – ὁ σέ ὅλα του ἄτυχος – βγαίνει τυχερός.Καμιά γλώσσα  δέν διαθέτει μιά τέτοιαν ἀπέραντη προοπτική πρός τά πίσω καί – τό κυριότερο – μέ ἀδιάσπαστη συνέχεια. Δέν τό λέω μέ ὑπερηφάνεια, τό λέω μέ δέος, ἀφοῦ οἱ εὐθύνες τοῦ ποιητῆ, σέ μιά τέτοια περίπτωση, πολλαπλασιάζονται».[25] Καί ὅπως λέει:  «Ὤ ναί, δέν εἶναι μικρό πράγμα νά ᾽χεις τούς αἰῶνες μέ τό μέρος σου».[26]


Εἶναι χαρακτηριστικά τῆς μοναδικότητας καί τοῦ ἀναντικατάστατου τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας στήν ποίηση τοῦ Ἐλύτη τά παρακάτω λόγια του: «Αὐτό πού ὁ κόσμος θεωροῦσε σάν μειονέκτημα ἦταν γιά μένα πλεονέκτημα, νά χρησιμοποιῶ ὡς ὄργανό μου τήν ἑλληνική γλώσσα. Ἡ ἀντίληψη ὅτι ἡ ἑλληνική γλώσσα ἔχει μικρό βεληνεκές, ἐπειδή σήμερα μιλιέται μόνον ἀπό ἐννέα ἑκατομμύρια Ἕλληνες εἶναι γιά γέλια. Ἡ ἑλληνική γλώσσα κρατάει ἀπό τόν Ὅμηρο ἴσαμε σήμερα. Νομίζουνε ὅτι ἄλλο πράγμα εἶναι ἡ ἀρχαία γλώσσα κι ἄλλο ἡ σημερινή.Καθόλου. Ὅταν λέω οὐρανός καί θάλασσα καί ἔρωτας, εἶναι τά ἴδια πού ἔλεγε καί ὁ Ὅμηρος καί ἡ Σαπφώ. Ἔλεγα μιά φορά τοῦ Σεφέρη: Ἄν δέν ἤμουν Ἕλληνας, πιθανῶς δέν θά ᾽μουνα ποιητής”. Θυμᾶμαι τήν ἀπάντησή του: “Μπράβο. Καί μόνο αὐτό πού μοῦ ᾽πες, μέ παρηγορεῖς”. Ἔτσι εἶναι».[27] Καί αὐτή ἡ μοναδικότητα καί τό ἀναντικατάστατο τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας στήν ποιητική συνείδηση καί παραγωγή τοῦ Ἐλύτη, ὀφείλεται, ὅπως λέει ὁ ἴδιος, στή τρισχιλιετή ἑνότητα καί συνέχειά της. Γεγονός πού τοῦ δίνει τή δυνατότητα, ὅπως λέει ὁ ἴδιος καί σημειώσαμε παραπάνω, νά χρησιμοποιεῖ  γλωσσική στοιχεῖα ἀπό τήν ἀρχαία, τήν μεσαιωνική, τήν λόγια καί τή σύγχρονη φάση τῆς ἑνιαίας ἑλληνικῆς γλώσσας.Βέβαια αὐτή ἡ ἰδιοτυπία τῆς γραφῆς τοῦ Ἐλύτη καθιστᾶ τήν ποίησή του μή μεταφράσιμη, ὅπως λέει ὁ ἴδιος: «Ἐγώ, ἀπό μιά ἄποψη, ἀπορῶ πῶς μοῦ ἔδωσαν οἱ Σουηδοί  τό Νόμπελ, γιατί τά βιβλία μου μεταφράζονται πολύ δύσκολα, ἐνῶ εἶναι ἄλλοι ποιητές, πού ἐπειδή τό ὕφος τους εἶναι πιό κοντά στήν πρόζα, μεταφράζονται πιό εὔκολα. Ἐγώ χάνω τρομερά, δηλαδή ἕνα 10-20% σώζεται καί στίς καλές μεταφράσεις πού ἐγώ ὅταν τίς βλέπω, ἄν ξέρω τή γλώσσα, μέ πιάνει ἀπελπισία»[28]. Ἐπίσης γράφει γιά τή μετάφραση τῆς ποιήσεώς του: «Ὅσο πιό πολύ εἰσχωρήσεις στά μυστικά τῆς γλώσσας σου καί κάνεις μετουσίωση στό κείμενο πού γράφεις, τόσο πιό δύσκολο εἶναι νά μεταφραστεῖ. Ἐγώ, μέχρι τινός, ἤμουν ἀπαισιόδοξος. Ἔλεγα ὅτι ἡ ποίηση δέν μεταφράζεται, ὅτι ἀποστολή μου εἶναι νά γράψω καί ἀπό κεῖ καί πέρα “γαία πυρί μιχθήτω”. Σιγά–σιγά, ὅμως, ἔχω καταλήξει στό συμπέρασμα ὅτι γίνεται, ἀλλά εἶναι λίγο λαχεῖο. Δηλαδή, πρέπει νά βρεθεῖ μεταφραστής πού νά εἶναι ποιητής καί νά ξέρει τή γλώσσα σου. Καί τώρα βλέπω ὅτι, ὅπου ἀστοχεῖ ἡ μετάφραση (διότι κι αὐτά τά ποιήματά μου, πού βγῆκαν τελικά στά γαλλικά, δέν ἦταν αὐτό πού ἔπρεπε), εἶναι διότι δέν κατάλαβε ὁ μεταφραστής τό βαθύτερο πνεῦμα. Διότι, ἄν τό καταλάβαινε, θά μποροῦσε νά κάνει κάτι καλύτερο, νά πλησιάσει τό ποίημα σέ ἕνα 70%, ἐνῶ οἱ   συνήθεις μεταφράσεις δέν φτάνουν τό 50%.Ἐγώ τόλμησα καί μόνος μου, πολλές φορές. Μετέφρασα ἐκφράσεις καί στίχους ἀπό τόν ἑαυτό μου καί βρίσκω ὅτι γίνονται πολύ ὡραῖοι».[29] Καί προσθέτει τελικά: «Ἄν εἶναι εὐσυνείδητες (οἱ μεταφράσεις), παρ’ὅλα αὐτά ὠφελοῦν. Δίνουν μιά ἰδέα γιά τό τί θέλησε νά κάνει ὁ ποιητής»[30].  Βέβαια διατηρεῖ τίς ἐπιφυλάξεις του γιά τό τελικό ἀποτέλεσμα τῆς μεταφράσεως τῆς ποίησης: «Τελικά, νομίζω ὅτι σέ μετάφραση, μόνον ἕνα 20% τοῦ ἔργου φτάνει στόν ξένο ἀναγνώστη».[31]


Γιά τή στενή συνάφεια γλώσσας καί ποίησης ὁ Ἐλύτης λέει: «Ἡ Ποίηση, βέβαια, μπορεῖ νά εἶναι οἰκουμενική στήν ἀποστολή της. Ὅμως, ἡ γέννησή της καί ἡ λειτουργία της γίνεται μέσα ἀπό τήν γλώσσα. Καί ἡ γλώσσα δέν εἶναι μία μηχανή πού τήν βάζεις μπροστά γιά νά ἐκφράσεις, ἁπλά καί μόνο, τά διανοήματά σου. Εἶναι ἕνα ὄργανο εὐαίσθητο, πού ἄν τό χειρισθεῖς ἐπιδέξια, μπορεῖ νά δονηθεῖ ἀπό τίς μυστικές δυνάμεις αἰώνων. Ἀκόμη πιό πέρα, εἶναι φορέας ἤθους πού, ἄν δέν τοῦ ὑπακούσεις, θά τιμωρηθεῖς. Τόσο πολύ πιστεύω ὅτι, ὡς ἕνα σημεῖο, ἡ φύση τῆς γλώσσας προσδιορίζει ἀκόμη καί τά διανοήματά μας»[32]. Μέ τήν ποιητική καί γλωσσική εὐαισθησία πού τόν διακρίνει, ὁ Ἐλύτης φτάνει στό ἴδιο συμπέρασμα μέ τή σύγχρονη Γλωσσολογία ἀπό ἄλλο δρόμο: ἡ γλῶσσα δέν ἔχει μόνο χρηστική, ἀλλά καί πολιτισμική ἀξία. Δέν εἶναι, δηλαδή, μόνο ἕνας κώδικας ἐπικοινωνίας, ἀλλά καί φορέας πολιτισμοῦ τῆς κοινότητας πού τήν χρησιμοποιεῖ.[33]


Εἶναι χαρακτηριστικό τῶν γλωσσικῶν ἀπόψεων τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη  ὅτι ἀντετάχθη στήν κατάργηση τῶν ἀρχαίων στό ἑλληνικό Γυμνάσιο πού θεσμοποιήθηκε ἐπί κυβερνήσεως Κ. Καραμανλή-Γ.Ράλλη τό 1976: «Ἐγώ δέν ξέρω νά ὑπάρχει, παρά μόνο μία γλῶσσα, ἡ ἑνιαία γλῶσσα, ἡ ἑλληνική, ὅπως ἐξελίχθηκε ἀπό τήν ἀρχαία, πού ἔπρεπε νά εἶναι τό μεγάλο καμάρι μας καί τό μεγάλο στήριγμα…Οἱ ρίζες μας βρίσκονται ἐκεῖ στά ἀρχαῖα.Γι’αὐτό καί λυπᾶμαι πού καταργήθηκαν ἀπό τό γυμνάσιο καί ἄς μέ ποῦνε καθυστερημένο… Ἔχω τήν ἐντύπωση ὅτι μόνο ὅποιος γνωρίζει τά ἀρχαῖα μπορεῖ νά γράψη σωστά καί τήν νεοελληνική δημοτική. Αὐτά πού βλέπουμε καί ἀκοῦμε σήμερα γύρω μας, μέ συγχωρεῖτε, εἶναι κορακίστικα».[34]


Πρέπει νά ἀναφέρουμε τήν ἀγωνία τοῦ ποιητῆ γιά τό μέλλον τῆς Ἑλλάδος, τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας: «Τί θά γίνει ἡ Ἑλλάδα! Σάν φορέας ἑνός εἰδικοῦ πολιτισμοῦ καί μιᾶς ἔνδοξης γλώσσας. Ἔκλεισα τά ἑξήντα μου χρόνια κι ἀπό τότε πού θυμᾶμαι τόν ἑαυτό μου, μόνο καταστροφές ἔχουνε δεῖ τά μάτια μου. Καί θαυμαστές ἀντιδράσεις, πού ὅλας τους πῆγαν χαμένες ἀπό τά ἴδια μας τά χέρια. Δέν ξέρω…Θά ᾽θελα νά κοιμηθῶ μιά μέρα καί νά ξυπνήσω σ’ἕναν αἰώνα ὅπου καί τά πουλιά ἀκόμη νά κελαηδοῦν ἑλληνικά καί νικητήρια»[35].


Τέλος θά σημειώσουμε δύο χαρακτηριστικές ἀπόψεις τοῦ Ὀ. Ἐλύτη γιά τήν ποίηση:Πρῶτον:«Ὅσο πιό προηγμένος εἶναι ὁ τεχνολογικός πολιτισμός σέ μιά χώρα, τόσο τό ποιητικό πνεῦμα ὑποχωρεῖ»[36] καί δεύτερον: «Δέν λυπᾶμαι τούς ποιητές πού ἔμειναν χωρίς κοινό, λυπᾶμαι τό κοινό πού ἔμεινε χωρίς ποιητές»[37].


Ἀπό ὅσα ἀναφέραμε γιά τούς τρεῖς κορυφαίους ποιητές μας ἐξάγεται ἀβίαστα τό συμπέρασμα ὅτι δέχονταν ἀνεπιφύλακτα τήν ἑνότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, τήν ἀδιάσπαστη συνέχειά της καί τήν ὑψηλή πολιτισμική ἀξία της. Θά κλείσουμε μέ τή συναφῆ γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα ἀπόφανση τοῦ Μ. Τριανταφυλλίδη. Ὁ Μανόλης Τριανταφυλλίδης, ὅπως γράφει ὁ καθηγητής Χρῖστος Τσολάκης, ἀπορρίπτει τήν ἄποψη ὅτι ἡ νεοελληνική γλῶσσα εἶναι θυγατέρα ἤ ἐγγονή τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς· ἡ νεοελληνική γλῶσσα εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀρχαία γλῶσσα μεταπλασμένη στή σημερινή μορφή της[38]. «Ἡ γλώσσα πού μιλεῖ σήμερα ὁ ἑλληνικός λαός δέν ἦταν πάντοτε ἡ ἴδια…Εἶναι αὐτή, στή γραμματική της ὑφή, ἡ ἀρχαία γλώσσα, πού μιλημένη ἀδιάκοπα ἀπό χείλη Ἑλλήνων γιά τρεῖς καί τέσσερις χιλιάδες χρόνια ἄλλαξε ἀπό χείλη σέ χείλη καί ἀπό πατέρα σέ παιδί, γιά νά καταλήξη στή σημερινή της μορφή».[39]


Δημοσιεύθηκε στό Νέος Ἑρμῆς ὁ Λόγιος, τεῦχος 21, Β´ ἑξάμηνο 2020


 


 


 


 


[1] Πλάτωνος Συμπόσιον, Προλεγόμενα Κωνσταντίνου Γεωργούλη, κριτικόν ὑπόμνημα, μετάφρασις, σχόλια καί ἀνάλυσις Βασιλείου Δεδούση, ἐκδοτικός οἶκος Ἰωαν. Ν. Ζαχαροπούλου, Ἀθῆναι 1959, σελ. 10


[2] Francisco R. Adrados, Ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, μετάφραση Alicia Villar Lecumberri, ἐπιμέλεια Γ. Ἀναστασίου ­ Χ. Χαραλαμπάκης, ἐκδ. Δ.Ν. Παπαδήμα, Ἀθήνα 2008, σελ. 28


[3]Henri Tonnet, Ἱστορία τῆς νέας ἑλληνικῆς γλώσσας, μετάφραση Μαρίνα Καραμάνου, Πάνος Λιαλιάτσης, ἐπιμέλεια Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, Δεύτερη ἔκδοση, ἐκδ. Δ.Ν.Παπαδήμας, Ἀθήνα 2009, σελ. 38


[4] Robert Browning, Ἡ ἑλληνική γλώσσα. Μεσαιωνική καί νέα, μετάφραση Μαρία Ν. Κονομῆ, τέταρτη ἔκδοση, ἐκδ. Παπαδήμας, Ἀθήνα 2004, σελ. 9


[5]Φίλιππα Ἀργυριάδη, Ἡ γραπτή μας γλῶσσα καί οἱ δολιοφθορεῖς της, τρίτη ἔκδοση, Ἀθήνα 1990, σελ. 24


[6]Hans Eideneier, Ὄψεις τῆς ἱστορίας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, μετάφραση Εὐαγγελία Θωμαδάκη, ἐπιμέλεια Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, ἐκδ. Δημ. Ν. Παπαδήμας, Ἀθήνα 2006, σσ. 16-17


[7] Hans Eideneier, ὅ. π., σελ. 27


[8] Κ.Π. Καβάφη, Τά Πεζά (1882;–1931), ἐκδ. Ἵκαρος, Ἀθήνα 2003, σσ. 53-54-56


[9] Γιῶργος Σεφέρης, Δοκιμές, τρίτος τόμος, ἐκδ. Ἵκαρος, Ἀθήνα 2002, σσ. 336-337


[10] Γιῶργος Σεφέρης, Δοκιμές, πρῶτος τόμος, ἔκδ. Ἵκαρος, Η΄ ἔκδοση, Ἀθήνα 2003, σ. 177


[11]Γιῶργος Σεφέρης, Δοκιμές, δεύτερος τόμος, ἔκδ. Ἵκαρος, Η΄ ἔκδοση, Ἀθήνα 2003, σ. 159


 


[12] Γιῶργος Σεφέρης, Δοκιμές, πρῶτος τόμος, ἔκδ. Ἵκαρος, Η΄ ἔκδοση, Ἀθήνα 2003, σσ. 184-185


[13] Γιῶργος Σεφέρης, ὅ.π., σ. 298


[14] Γιῶργος Σεφέρης, ὅ.π., σ. 326


[15] Γιῶργος Σεφέρης, Δοκιμές, δεύτερος τόμος, ἔκδ. Ἵκαρος, Η΄ ἔκδοση, Ἀθήνα 2003, σ. 291


[16] Γιῶργος Σεφέρης, ὅ.π., σ.291


[17] Γιῶργος Σεφέρης, ὅ.π., σ.288


 


[18] Γιῶργος Σεφέρης, ὅ.π., σσ. 173-174


[19] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, Σύν τοῖς ἄλλοις, Ὕψιλον/βιβλία, Ἀθήνα 2011, σελ. 102


[20] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, Ἐν λευκῷ, ἐκδ. Ἵκαρος, Ἀθήνα 1992, σελ. 327


[21] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, Σύν τοῖς ἄλλοις, Ὕψιλον/βιβλία, Ἀθήνα 2011, σελ. 299


[22] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, ὅ.π., σελ. 81


[23] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, ὅ.π., σελ. 83


[24] Παναγιώτης Κονδύλης, Οἱ αἰτίες τῆς παρακμῆς τῆς σύγχρονης Ἑλλάδας, δ΄ ἔκδοση, ἐκδ. Θεμέλιο, Ἀθήνα χ.χ., σελ. 68


[25] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, ὅ.π., σελ. 263


[26] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, Ἀνοιχτά χαρτιά, ἕβδομη ἔκδοση, ἐκδ. Ἵκαρος, Ἀθήνα 2009, σελ. 45


[27] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, Σύν τοῖς ἄλλοις, Ὕψιλον/βιβλία, Ἀθήνα 2011, σελ.211


[28] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, ὅ.π., σελ. 205


[29] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, ὅ.π., σελ. 287


[30] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, ὅ.π., σελ. 101


[31] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, ὅ.π., σελ. 186


[32] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, ὅ.π., σελ. 72


[33] Βλ. Γεωργίου Μπαμπινιώτη, Ἡ γλώσσα ὡς ἀξία, ἐκδ. Gutenberg, Ἀθήνα 1999


[34] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, ὅ.π., σελ. 73


[35] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, ὅ.π., σελ. 108-109


[36] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, ὅ.π., σελ. 83


[37] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, ὅ.π., σελ. 77


[38] Χρίστου Τσολάκη,  Τή γλώσσα μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική, τρίτος τόμος, ἐκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 75


[39]Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ἰνστιτοῦτο Νεοελληνικῶν σπουδῶν, Ἵδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Νεοελληνική Γραμματική (τῆς Δημοτικῆς), ἀνατύπωση τῆς ἔκδοσης ΟΕΣΒ (1941), Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 1


 


Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Γιώργου Δέρπαπα.