https://antifono.gr/%ce%b7-%ce%b3%ce%b5%cf%86%cf%85%cf%81%ce%b1-%cf%84%ce%b7%cf%83-%cf%80%ce%bf%ce%b9%ce%b7%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%b7%cf%83-%ce%b3%ce%bd%cf%89%cf%83%ce%b7%cf%83/
Δημήτρης Αγαθοκλής
Διαβάζοντας τό δοκίμιο τοῦ ποιητῆ Κώστα Κουτσουρέλη Ἡ Τέχνη ποὺ αὐτοκτονεῖ: Γιὰ τὸ ἀδιέξοδο τῆς ποίησης τοῦ καιροῦ μας (Μικρὴ Ἄρκτος, 2019) ἀνακάλυψα ὁμολογουμένως πολλές ―ἂν ὄχι μόνον― ἀλήθειες γιὰ τὴ γενικὴ κατάπτωση τῆς ποίησης στὶς μέρες μας· κατάπτωση ποὺ ὅπως ἀναφέρει ὁ συγγραφέας, καὶ νομίζω ὀρθά, εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα μιᾶς φθίνουσας γραμμικότητας ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια σὲ ὅλα τὰ μήκη καὶ πλάτη τοῦ λογοτεχνικοῦ κόσμου. Ἀναπόφευκτα, ὁ νοῦς μου ταξίδεψε πίσω ὅταν νεώτερος προσπαθοῦσα νὰ προσεγγίσω τὰ ποιητικὰ κείμενα τῶν Μοντερνιστῶν καὶ Ὑπερρεαλιστῶν· τὶς ἀμέτρητες ὧρες ποὺ ἀφιέρωνα καὶ τὶς δυσκολίες ποὺ συναντοῦσα (οἱ ὁποῖες ἀκόμα μὲ συντροφεύουν) ὅταν μὲ πεῖσμα πάλευα ν’ ἀποκρυπτογραφήσω τὰ κωδικοποιημένα τους νοήματα. Καὶ τώρα ποὺ τὸ σκέπτομαι, στάθηκα τυχερός. Νὰ μὴν ἔρθω σ’ ἐπαφὴ δηλαδή, στὰ πρῶτα μου ποιητικὰ βήματα, μὲ τὶς γραφίδες αὐτῶν τῶν «ἀπαιτητικῶν» ποιητῶν ἀλλὰ νὰ ξεκινήσω μὲ κάτι πιὸ προσιτό, πιὸ «εὔπεπτο» ―ἂν μοῦ ἐπιτρέπεται ὁ ὅρος― ὅπως ἦταν ἡ ποίηση τοῦ Δροσίνη καὶ τῶν λοιπῶν ὁμοτέχνων τῆς γενιᾶς του (χωρὶς νὰ ὑποστηρίζω ἐπ’ οὐδενὶ ὅτι ὑπολείπονταν σὲ ποιότητα). Τὸ ν’ ἀναγκάζεται κανεὶς νὰ διαβάσει ―ὄντας ποιητὴς Εὐμένης ὁ ἴδιος― ἐξω-ποιητικὰ κείμενα προκειμένου νὰ ξεκλειδώσει τὸν «Αὐτοκράτορα τοῦ Παγωτοῦ» (τοῦ Wallace Stevens) ὁπωσδήποτε δὲν βοηθᾶ πολύ.
Ἔχουν πράγματι ἀπομονωθεῖ οἱ ποιητὲς ἀπ’ τὸ εὐρὺ ἀναγνωστικὸ κοινό; Κι ἂν ναί, μὲ δική τους εὐθύνη ἢ ὄχι; Τ’ ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα ἀπ’ τὸν τόπο τοῦ «ἐγκλήματος» ἔτσι δείχνουν. Κι ὁ Κουτσουρέλης στὸ κείμενό του ἀναλύει, πειστικὰ θεωρῶ, τὴν ἱστορικὴ πορεία καὶ τοὺς λόγους αὐτοῦ τοῦ αὐτοεγκλεισμοῦ (ἴσως καὶ αὐτοχειρίας) χωρὶς βέβαια νὰ σταματάει ἐκεῖ· σὲ μιὰ στείρα καταγγελία. Προχωρεῖ στὴ θεραπευτικὴ ὁδό (κατὰ τὴν κρίση του) ποὺ χρειάζεται ν’ ἀκολουθηθεῖ ὥστε νὰ παύσει ἡ παθογένεια. Ἕνα «ἀντιμανιφέστο» ὅπως τὸ ἀποκαλεῖ πού, ἀκόμα κι ἂν δὲν συμφωνεῖ κανεὶς σὲ ὅλα του τὰ σημεῖα, θὰ πρέπει νὰ διαβαστεῖ καὶ νὰ προβληματίσει.
Αὐτὰ ἀπ’ τὴν πλευρὰ τῶν δημιουργῶν, τῶν ποιητῶν ― ποὺ εἶναι τόσοι στὶς μέρες μας! Ἀλλὰ ἀπ’ τὴ στιγμὴ ποὺ μπαίνει τὸ θέμα στὸ τραπέζι, τίθεται ἐπαγωγικὰ καὶ τὸ ἑξῆς ἐρώτημα: τί συμβαίνει ἀντιστοίχως μὲ τοὺς ἀναγνῶστες; Ἔχω τὴν αἴσθηση ὅτι ὅσο οἱ ποιητὲς κρύβουν τὴν ποιητική τους ἀνασφάλεια πίσω ἀπὸ τὸν δάκτυλόν τους, ἄλλο τόσο καὶ τὸ ἀναγνωστικὸ κοινὸ βρίσκεται σὲ (λογοτεχνική) ἄρνηση. Δυστυχῶς οἱ ποιητὲς ἔκαναν ὅ,τι εἶναι δυνατὸν γιὰ νὰ μείνουν χωρὶς κοινό· νὰ δίνουν παράσταση σὲ ἄδειες αἴθουσες. Ποῦ θὰ ὁδηγήσει μιὰ τέτοια συμπεριφορά, κανεὶς δὲν ξέρει. Μήπως φτάσουμε στὸ ἀκραῖο σημεῖο ἡ ποίηση νὰ τραπεῖ σὲ σπάνιο ἔκθεμα (μέσα σὲ προθῆκες μὲ εἰδικὸ φωτισμὸ καὶ θερμοκρασία) κάποιου μουσείου τοῦ μέλλοντος ―ἂν μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε κάτι τέτοιο―, ὅπως γιὰ παράδειγμα συνέβη μὲ τὶς παραδοσιακές μας ἐνδυμασίες; Ἐνδεχομένως. Ἡ εὐθύνη τότε ποιούς θὰ βαραίνει; Μόνον τοὺς ποιητές; Διότι καλὴ ποίηση ὑπῆρχε καὶ θὰ ὑπάρχει (ἔστω σὲ μικρὸ βαθμό) πάντοτε. Οἱ ἀναγνῶστες, θ’ ἀπαλλαγοῦν ἀπ’ τὴ συνέργεια; Θὰ θεωρηθοῦν ἀμέτοχοι καὶ θ’ ἀθωωθοῦν παμψηφεί, νίπτοντες τὰς χείρας; Τὸ τί συνέβη κι ὁδηγηθήκαμε στὸ «διαζύγιο» γιὰ τὸ ὁποῖο μᾶς μιλάει ὁ Κουτσουρέλης εἶναι ἀναμφίβολα σημαντικὸ καὶ χρήζει ἀναλύσεως· τὰ σφάλματα τοῦ παρελθόντος νὰ μὴν ἐπαναληφθοῦν στὸ μέλλον. Καὶ σωστὰ πράττει νὰ ἐνημερώσει (καὶ νὰ προειδοποιήσει συνάμα) τὴν «ἀπὸ ’δῶ» παράταξη· τὸ στρατόπεδο τῶν ποιητῶν. Ἡ πρόταση στοιχειοθετήθηκε, κατατέθηκε καὶ εἶναι πλέον πρόσφορη γιὰ περαιτέρω διάλογο καὶ συζήτηση. Τὴν ἴδια στιγμὴ ὅμως, στὴν «ἀπέναντι ὄχθη», τί γίνεται; Παρατηρεῖται κάποια κινητικότητα, κάποια ἀνησυχία, ἢ ὅλα ἀπρόσκοπτα συνεχίζουν στὸ πνεῦμα τοῦ γνωστοῦ ἀγγλοσαξονικοῦ ρητοῦ: business as usual; Γιὰ τὸ στρατόπεδο τοῦ ἀναγνωστικοῦ κοινοῦ θὰ εἰπωθεῖ κάτι;
ΠΙΣΤΕΥΩ ΒΑΘΥΤΑΤΑ στὴ διδακτικὴ ἀξία τῆς ποίησης ― ἴσως λόγω τῆς ἐκπαιδευτικῆς μου ἰδιότητας, ποὺ ἐνδεχομένως καὶ νὰ ρίχνει λίγο καθαρώτερο φῶς στοὺς στίχους μου. Γενικώτερα, βλέπω τὴν Τέχνη ὡς διδαχή. Τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ συγκινούμεθα μ’ ἕνα ἔργο τέχνης λέει πολλὰ πρωτίστως γιὰ τὸν ἑαυτόν μας. (Καὶ ὁ Κουτσουρέλης, στὸν 3ο του Προσανατολισμό, δὲν παραλείπει νὰ ὑπογραμμίσει αὐτὴν τὴν πτυχὴ καὶ δύναμη τῆς ποίησης, μὲ τὸ νὰ μᾶς ὑπομνήσει εὔστοχα τὸ λατινικὸ ρητό: τέρπειν ἅμα καὶ διδάσκειν). Γι’ αὐτὸ καὶ συνηθίζω νὰ δίνω στοὺς μαθητές μου τὴν ἀκόλουθη εἰκόνα σχετικὰ μὲ τὴ διαδικασία τῆς μάθησης ― θέλοντας νὰ τοὺς καταστήσω περισσότερο συνειδητοποιημένους. «Φανταστεῖτε», τοὺς λέω, «ὅτι βρισκόμαστε σὲ μιὰ γέφυρα. Στὸ ἕνα ἄκρο στέκεστε ἐσεῖς, στὸ ἄλλο ὁ δάσκαλός σας. Ὁ τελευταῖος, στὴν προσπάθειά του νὰ κοινωνήσει τὴ γνώση ποὺ κατέχει, ὀφείλει νὰ κάνει κάποια βήματα πρὸς τὰ ἐσᾶς, νὰ σᾶς πλησιάσει. Ἂν δὲν τὸ πράξει, τότε πρόκειται γιὰ ἕναν κακὸ δάσκαλο κι ἐσεῖς δὲν ἔχετε νὰ κερδίσετε τίποτε ἀπ’ αὐτόν. Ἀπ’ τὴν ἄλλη, δὲν μπορεῖτε νὰ περιμένετε τοῦτος ὁ ἄνθρωπος (ποὺ σίγουρα ἔχει τὰ χρονάκια του καὶ δὲν διαθέτει πιὰ τὴ σωματικὴ ρώμη τῆς νιότης) νὰ διασχίσει μόνος του ὅλο τὸ μῆκος τῆς γέφυρας. Θὰ πρέπει ―ἂν θέλετε νὰ λέγεστε καλοὶ μαθητές― νὰ κάνετε ὁρισμένα βήματα ἐμπρὸς καὶ ν’ ἀρχίσετε κι ἐσεῖς νὰ περπατᾶτε πρὸς τὸ δικό του μέρος· τελικά, νὰ βρεθεῖτε κάπου στὴ μέση. Ἂν δὲν τὸ πράξετε τότε, μᾶλλον, δὲν κουβαλᾶτε μέσα σας ἀρκετὴ «δίψα γιὰ μάθηση»· οἱ γνώσεις ποὺ θ’ ἀποκτήσετε θὰ εἶναι λειψὲς καὶ αὐτὲς συγκεχυμένες». Στὴν παραπάνω μεταφορά (ποὺ πάντοτε προκαλεῖ ἕνα ἐλαφρὸ μειδίαμα στὴ νεολαία) ἂν ἀντικαταστήσουμε τὶς λέξεις μαθητὴς καὶ δάσκαλος μὲ τὶς λέξεις ἀναγνωστικὸ κοινὸ καὶ ποιητὴς ἀντιστοίχως, θὰ ἔχουμε μιὰ καλὴ ἰδέα τοῦ τί εἴδους δεσμὸς συνδέει (θεωρητικά) αὐτοὺς τοὺς δύο χαρακτῆρες. Ὅπως σὲ κάθε σχέση μὲ τὶς διακυμάνσεις της, τὰ πάνω καὶ τὰ κάτω της, ἔτσι κι ἐδῶ δύο ὀντότητες καλοῦνται νὰ συνυπάρξουν, ἐπὶ μακρόν, χωρὶς νὰ καταστοῦν ξένοι.
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΕΧΕΙ μιὰ ὑποχρέωση. Νὰ γράφει καλὰ ποιήματα καὶ νὰ μὴν τρομάζει τὸ κοινό του. Ἄρα καὶ νὰ διαβάζει καλὴ ποίηση. Ἄρα νὰ εἶναι, πρῶτα ἀπ’ ὅλα, ἕνας καλὸς ἀναγνώστης. Ὅμως ἡ ἕλξη στὸ «λογοτεχνικό» ζευγάρι, ποὺ εἶναι βαθιὰ ἐρωτευμένο καὶ στέκεται σὲ ἀπόσταση στὴ φανταστική μας γέφυρα, εἶναι ἀμφίδρομη ― σὰν τὶς χημικὲς ἀντιδράσεις ποὺ μαθαίναμε κάποτε στὸ σχολεῖο. Μὲ ἄλλα λόγια, ὅτι καὶ τὸ ἕτερον ἥμισυ (τὸ κοινό) ἔχει ἕνα χρέος. Ν’ ἀκονίζει τὸ αἰσθητικό του κριτήριο καὶ νὰ μὴν ἀναζητεῖ τὸ εὔκολο μὰ τὸ ὠφέλιμο. Προτιμῶ νὰ χρησιμοποιῶ τὸν ὅρο «αἰσθητικὸ» ἀντὶ τοῦ «λογοτεχνικό»· βάσει κοινῆς λογικῆς, ἐὰν κάποιος ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν ποίηση τότε σίγουρα δὲν θὰ θεωρεῖ ἀκατόρθωτο νὰ προσεγγίσει, καὶ νὰ εὐχαριστηθεῖ, κι ἄλλες μορφὲς τέχνης (π.χ. ζωγραφική, μουσική, γλυπτική, θέατρο κτλ.). Δὲν μπορῶ νὰ φανταστῶ δηλαδὴ ἕναν ἄνθρωπο καλλιτεχνικῶς μονολιθικό, ὁ ὁποῖος νὰ συγκινεῖται μὲ στίχους ἀλλὰ νὰ μένει ἀπαθὴς μπροστὰ σ’ ἕναν πίνακα τοῦ Modigliani ἢ στὸ andante ἄκουσμα τοῦ Κονσέρτου γιὰ Πιάνο Νο 21 τοῦ Mozart ― καλλιτέχνες φυσικὰ καὶ οἱ δύο πού, ἂν μὴ τί ἄλλο, δὲν τρόμαξαν τὸ κοινό τους. Μονολιθισμὸς ὑπάρχει στὴν ἄγνοια· ὄχι στὴ γνώση.
Αὐτὴ ἡ ὁλιστικὴ προσέγγιση ἀπέναντι στὴν Τέχνη (ἄρα ἀπέναντι στὴ Ζωή) εἶναι ὅπως λέμε ζήτημα παιδείας. Πόσες φορὲς δὲν τὸ ἔχουμε ἀκούσει! Μία λέξη τόσο ταλαιπωρημένη καὶ παρεξηγημένη (καὶ πλήρως στρεβλωμένη στὸ δυτικὸ ἐκπαιδευτικὸ σύστημα) ἡ ὁποία στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα φέρει ἕνα ἰδιαίτερο βάρος καὶ περιεχόμενο, μιᾶς καὶ συνδέεται ἐτυμολογικῶς μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ παιδεύειν· ἐνέργεια ποὺ μόνο εὐχάριστη δὲν εῖναι. Παίδεμα καὶ στὴν ἐνεργητικὴ καὶ στὴν παθητική του διάσταση· ἤτοι κι ἀπ’ τὰ δύο «στρατόπεδα». Καὶ ἀπ’ τὸν φορέα καὶ ἀπ’ τὸν ἀποδέκτη τῆς γνώσης κατὰ τὴν (ἀμφίδρομη) πράξη τοῦ μανθάνειν. Καὶ προσοχή, μὴν ὑποστηρίξουμε ἀνοήτως ὅτι παιδεία εἶναι ό,τι λαμβάνει χώρα μόνον στὰ ἐκπαιδευτικὰ ἱδρύματα. Σ’ ἕνα βαθμό, ναί. Ὅμως, ὅταν μιλᾶμε γιὰ Παιδεία ―τὴν ὁποίαν χρησιμοποίησε ὡς τίτλο ὁ Γερμανὸς κλασικιστὴς Werner Jaeger στὸ σπουδαῖο τρίτομο ἔργο του― μιλᾶμε γιὰ μιὰ στάση ζωῆς· μία ἕξις ποὺ υἱοθετεῖ κανεὶς χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει καὶ ποὺ ἵπταται στὸν ἀέρα σὰν τὰ μόρια τοῦ ὀξυγόνου καὶ ἀζώτου ποὺ ἀναπνέουμε. Ἄραγε, σὲ τί ποσότητα νὰ βρίσκονται αὐτὰ τ’ ἀόρατα σωματίδια παιδείας στὴ χώρα μας ὅσον ἀφορᾶ, γιὰ παράδειγμα, στὴν κλασικὴ μουσικὴ ἢ στὴν ὄπερα; Πόσο «ἐκπαιδευμένο» εἶναι τὸ κοινὸ σὲ τέτοιες μορφὲς τέχνης; Ἂν συγγράφαμε ἕνα σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας κατὰ τὸ ὁποῖο τώρα, αὐτὴν τὴ στιγμὴ ποὺ μιλᾶμε, ἀνασταίνετο (ὤ, τοῦ θαύματος!) ὁ Vincenzo Bellini νὰ συνεχίσει τὸ ἔργο του ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ τὸ ἄφησε τόσο νέος, πόσοι θὰ ἦταν σὲ θέση νὰ τὸν (παρ-) ἀκολουθήσουν;
ΠΡΑΓΜΑΤΙ, Η «ΔΥΣΚΟΛΗ» ποίηση τῶν Μοντερνιστῶν, καὶ ἀρκετῶν ὅσοι ἦρθαν κατόπιν, δημιούργησε ἄγχος στὸ ἀναγνωστικὸ κοινό. Ὅτι ἀπαιτεῖται ἡ ἀναδίφηση σὲ πληθώρα βιβλίων, κατεβασμένων ἀπὸ σκονισμένα ράφια βιβλιοθηκῶν, προκειμένου νὰ τὴν προσπελάσει κανείς. Βέβαια, στὶς μέρες μας ἡ ποίηση σταμάτησε νὰ εἶναι δυσκολη. Πλέον εἶναι ἁπλὰ κακή. Παρ’ ὅλα αὐτά, τὸ πρόβλημα ἀλλοῦ ἑστιάζεται. Ὄχι ὅτι διαβάζεται κακὴ ποίηση (αὐτὸ θὰ εἶχε νὰ προσφέρει κάτι) ἀλλὰ ὅτι διαβάζεται ἐλάχιστη ποίηση, σχεδὸν μηδαμινή. Γεγονὸς ἱστορικὰ πρωτοφανές, ἀποδεικνύοντας δυστυχῶς ὅτι ἡ ποίηση δὲν ἀποτελεῖ, στὸν ἴδιο βαθμὸ ὅσο παλαιοτέρα, κοινωνικὴ ἀνάγκη· ἢ χειρότερα, ὅτι ἡ ὅποια ἀνάγκη ἐξυπηρετεῖτο κάποτε ἀπ’ τὴν ποίηση τώρα ἐκφράζεται μέσῳ ἄλλων μορφῶν τέχνης. Στὴν πεζὴ λογοτεχνία τὰ πράγματα ἐξελίσσονται διαφορετικά. Ὁ κόσμος (συνεχίζει νά) διαβάζει πρόζα. Καλὴ ἢ κακὴ πρόζα εἶναι ἄλλο ζήτημα. Πάντως διαβάζει, ἄρα ἔχει ἀναπτύξει κάποια ἀξιακά (καὶ ἀξιολογικά) κριτήρια βάσει τῶν ὁποίων καλύπτει τὶς πνευματικὲς λογοτεχνικές του ἀναζητήσεις. Θὰ λέγαμε ἐν ὀλίγοις ὅτι κάνει βήματα, ὡς ὀφείλει, πάνω στὴ «γέφυρα» τῆς μάθησης· γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἔχει ἐπέλθει κανένα πεζογραφικὸ διαζύγιο· ὄχι ἀκόμα.
Μποροῦμε νὰ ὑποστηρίξουμε κάτι ἀνάλογο γιὰ τὴ σύγχρονη ποίηση; Ἔχει ἀποδέκτες; Διότι φαίνεται ὅτι καλοὶ καὶ κακοὶ στίχοι κυκλοφοροῦν ἐν τῷ αὐτῷ χρόνῳ καὶ τόπῳ χωρὶς ν’ ἀπασχολοῦν ἰδιαιτέρως κανένα ― ἀναγνωστικὸ καὶ κριτικὸ κοινό. Ὁπότε, ἀναδύεται τὸ ἐρώτημα: ἐὰν ὑποθέσουμε ὅτι ὅλοι οἱ ποιητές, διὰ μαγείας, σταμάταγαν ξαφνικὰ νὰ παράγουν αὐτὴ τὴ θολή, χωρὶς εἰκόνες, ποίηση ―ποὺ δὲν διηγεῖται καὶ δὲν δημιουργεῖ μύθους― καὶ ἄρχιζαν ν’ ἀφοσιώνονται στὸ ἔργο τους σοβαρὰ καὶ ὑπεύθυνα (ὅπως νουθετεῖ ὁ Κουτσουρέλης), αὐτὸ θὰ μεταφέρετο στὸ εὐρὺ κοινό; Τὸ κοινὸ ὅπως εἶναι διαμορφωμένο αὐτὴν τὴ στιγμή ―χωρὶς ἰσχυρὰ ποιητικὰ κριτήρια, χωρὶς στιβαρὴ κριτικὴ νὰ τὸ κατευθύνει, χωρὶς νὰ βηματίζει πρὸς τὴν κατεύθυνση τοῦ δασκάλου-ποιητῆ ὥστε νὰ τοῦ σφίξει τὸ χέρι―, ἄραγε θ’ ἀντιλαμβάνετο τὴν ὅποια ποιοτικὴ στροφὴ τοῦ ποιητικοῦ λόγου ἢ ὄχι; Ἢ μήπως θὰ ἔπρεπε νὰ ἐπιστρατευθοῦν ἄλλα μέσα, ἄλλα τεχνάσματα, ὥστε νὰ συγκινηθεῖ τὸ πλῆθος; Γιὰ παράδειγμα, νὰ ζητηθεῖ ἡ συνδρομὴ τοῦ μελοποιημένου στίχου ― μὲ τὸν κίνδυνο τότε οἱ ποιητὲς νὰ συνέθεταν ποιήματα ἔχοντας ὡς γνώμονα πῶς οἱ στίχοι τους θὰ παρεισφρήσουν στὸν χῶρο τῆς μουσικῆς ὥστε να τραγουδηθοῦν. Αὐτὸς ὁ Ἀναγνώστης (τέτοιος σήμερα καὶ ἀπαράλλακτος στὸ μέλλον) θὰ δεχτεῖ ποτὲ πίσω στὴ συζυγικὴ ἑστία καὶ κλίνη τὸν «μοιχὸ» καὶ μεταμελημένο Ποιητὴ ἢ μήπως θ’ ἀπαιτήσει ἀπ’ αὐτὸν νὰ ὑπογράψει ὁριστικὰ τὴ μεταξύ τους ρήξη;
Ὁ Ἀμερικανὸς ποιητὴς Walt Whitman (1819–1892) ἔλεγε ὅτι γιὰ νὰ ὑπάρξουν σπουδαῖοι ποιητὲς ἀπαιτεῖται καὶ σπουδαῖο ἀκροατήριο. Στὴν ἀγγλικὴ γλώσσα τὸ ἀπόφθεγμα, κατὰ γράμμα, εἶναι: “To have great poets, there must be great audiences, too”. Νομίζω ὅτι ὁ Whitman ἐσκεμμένα ἐπέλεξε τὴ λέξη “great”, μία λέξη ὄχι μονοσήμαντα ὁρισμένη ἀλλὰ μὲ πλούσιο περιεχόμενο σὲ νοηματικὲς ἀποχρώσεις, ἀφοῦ ὑπονοεῖ τὶς ἔννοιες τοῦ «ἐνδιαφέρεσθαι» καὶ τοῦ «ταχέως γιγνώσκειν» ἀπ’ τὴν πλευρὰ τοῦ ἰδεατοῦ ἀκροατηρίου του (interested and knowledgeable audiences). Στὴν ἑλληνική, ἂν ἀλλάξουμε αὐτὸ τό (ἐπιδεχόμενο πολλαπλῶν μεταφράσεων) “great” σὲ “good”, θὰ καταλήξουμε ―χωρὶς βλάβη τῆς γενικότητας― σὲ κάτι ποὺ ἐκφράζει ἀπόλυτα τὸ δικό μας, μέχρι τώρα, ἀναλυθὲν σκεπτικό. Ὅτι γιὰ νὰ ὑπάρξουν καλοὶ ποιητὲς ἀπαιτεῖται καὶ καλό (ἀναγνωστικό) κοινό. Ἂν ὁ Walker Evans (1903-1975) ὑποστήριζε μὲ σθένος ὅτι μιὰ καλλιεργημένη ζωὴ φαίνεται ἐν τέλει στὶς φωτογραφίες ποὺ τραβάει κάποιος, τότε σίγουρα μιὰ καλλιεργημένη ζωὴ φαίνεται καὶ στὰ γραψίματα ἑνὸς συγγραφέα καὶ στὰ ἀναγνώσματα ἑνὸς ἀναγνώστη.
ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ. Ἀναγκαῖες συνθῆκες (καὶ ἱκανές;) ὥστε νὰ ἐπανεμφανιστεῖ καλὴ ἕως σημαντικὴ ποίηση στὸν λογοτεχνικὸ ὁρίζοντα, δίνονται στὸ δοκίμιο τοῦ Κώστα Κουτσουρέλη «Ἡ Τέχνη ποὺ αὐτοκτονεῖ». Δοκίμιο ἐμβριθὲς ποὺ ἦρθε τὴν κατάλληλη χρονικὴ στιγμὴ νὰ ταρακουνήσει τὰ αὐτάρεσκα λογοτεχνικὰ τέλματα ὅπου ἔχει ἐπαναπαυθεῖ μιὰ μερίδα τῶν σημερινῶν ποιητῶν, καὶ ποὺ πρέπει χωρὶς καθυστέρηση νὰ διαβαστεῖ. Ὁπωσδήποτε ἀπ’ τοὺς νέους ποιητές ―ἂν θέλουν νὰ φέρουν ἐπαξίως ἕναν τέτοιον τίτλο― ἀλλὰ κι ἀπ’ ὅσους ἐμπλέκονται ἐμμέσως μὲ τὸ ὅλο ζήτημα (πχ. κριτικούς, ἐκδότες κτλ.). Νὰ διαβαστεῖ ὅμως καὶ ἀπ’ τὸν μέσο ἀναγνώστη. Κυρίως τὸν ἀναγνώστη ποὺ δὲν διαβάζει ποίηση· πρῶτον, ὥστε νὰ γνωρίζει ἀκριβῶς γιὰ τί πράγμα κατηγορεῖ τοὺς ποιητές ― καὶ κατὰ συνέπεια ν’ ἀπαντήσει στὸν ἑαυτόν του γιατί δὲν διαβάζει ποίηση· καὶ δεύτερον, ὥστε νὰ προετοιμαστεῖ ψυχολογικὰ μὲ τὴ σειρά του νὰ δεχθεῖ τὰ βέλη τῆς κριτικῆς, ὅταν αὔριο-μεθαύριο κυκλοφορήσει τὸ ἀντίστοιχο δοκίμιο «Τὸ ἀναγνωστικὸ κοινὸ ποὺ αὐτοκτονεῖ». Ἔργο ἐξίσου σημαντικὸ καὶ ἐνδιαφέρον ―ποὺ θὰ διαβάσουν φυσικὰ καὶ οἱ ποιητές― ὅπου θ’ ἀναλύονται τὰ λάθη τοῦ μέσου ἀναγνώστη καὶ θὰ δίνονται ἀντιστοίχως οἱ κατευθυντήριες ὁδηγίες (οἱ ἀναγκαῖες συνθῆκες) ὥστε ὁ ἴδιος νὰ τραπεῖ σ’ ἕναν ἀναγνώστη κατεξοχὴν καλό.
Ὁ Ὅμηρος τὸ λέει ξεκάθαρα στὴν Ὀδύσσεια. Γιὰ νὰ πετύχει μιὰ συμβίωση, ἕνας γάμος, χρειάζεται ὁμοφροσύνη (ζ 181). Καὶ ἡ ἀνθρώπινη πείρα μᾶς διδάσκει ―ἀφοῦ ἡ πλήρης ὁμοφροσύνη εἶναι οὐτοπία― ὅτι ἀναγκαῖες καθίστανται οἱ ὑποχωρήσεις. Ἢ καλύτερα, τὰ βήματα πρὸς τὰ ἐμπρός· κι ἀπ’ τὰ δύο μέρη. Μὲ τὸ νὰ τραβάει κουπὶ μόνον ἡ μία πλευρὰ ἡ βάρκα δὲν εὐθυγραμμίζεται. Καὶ οἱ ποιητὲς καὶ τὸ κοινὸ ὀφείλουν νὰ δουλέψουν γιὰ νὰ βροῦν τὴ χρυσὴ τομή· χρωστοῦν πολλὰ ὁ ἕνας στὸν ἄλλο. Σίγουρα νὰ προσπαθοῦν περισσότερο. Διότι στὴν Τέχνη, ὅπως καὶ στὴ Ζωή, ὑπάρχουν ἑκατὸ ἀσήμαντοι λόγοι γιὰ νὰ μὴν κάνει κάποιος κάτι, ἀλλὰ τουλάχιστον ἕνας σημαντικὸς γιὰ νὰ τὸ κάνει.
Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας, έργο του Βίνσεντ Βαν Γκογκ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου