Ἄρχοντες νὰ ἠξεύρετε μικροί τε καὶ μεγάλοι:
ὁ μεθυστὴς ἐξύπνησε, τρίβει τοὺς ὀφθαλμούς του.
Κίτρινον εἶδεν οὐρανὸν γεμάτον πεταλούδας·
μὲ τὸ πηγούνι τὲς μετρᾷ, φυσᾷ κι᾿ ἀναχασμᾶται.
Πιθάριν μου γλυκύτατο, λιθάριν λυχνιτάριν,
πιθάριν μου ἐκλαμπρότατον, καλῶς ἱστορισμένο,
τῆς λύπης ἡ παρηγοριά καὶ τῆς χαρᾶς ἡ δόξα,
αὐθεντικὸν τὸ σχῆμα σου, φιλόσοφος ἡ γνώμη.
Καλῶς ἐπλάσθης ἐξ ἀρχῆς εἰς σχῆμα τοῦ ῥοδίου.
Ὡς γοῦν τὸ ῥόδον δροσερὸν κοκκινοπορφυρίζει
καὶ γέμει τὴν γλυκήτητα, τὴν δρόσον τοῦ λαιμοῦ μου.
Εἰς τοῦτο μόνον μὲ λυπεῖς, πὼς οὐκ αὐξάνεις, κλῆμα,
νὰ ὑπερβῇς τοῦ Ἀραρὰτ τὰ ὑψηλὰ τὰ ὄρη.
Ἐλαίαν τὴν καλόκαρδον θαυμάζουσιν οἱ πάντες,
ἀλλ᾿ οὖν εἰς ὅλα τὰ φυτὰ τὸ κλῆμα βασιλεύει.
Ὁ μοῦστος ὁλοζώντανος πηδᾷ καὶ κοντοβήχει.
Καὶ τοὺς νεκροὺς ἐξανιστᾷ ὁ εὔοσμος ὁ οἶνος
καὶ τοὺς ἀρρώστους ὁ καλὸς εἰς δύναμιν ἐγείρει.
Ἂν εὕρω τζίπουρον εἰς γῆν, σκύπτω, μυρίζομαί το,
κι᾿ ἡ εὐωδία του νικᾷ τὸν μόσχον τῆς Συρίας.
Ὁ ἄρτος οὐκ εὐφραίνει με, μόνον τὸ κρασοβόλιν
καὶ τὸ λαγομαγείρευμα τὸ λέγουσιν κρασάτο.
Κρασίν μου δοκιμώτατον εἰς πᾶσαν ἰατρείαν,
τῶν νέων ἡ θηριακή, τὸ αἷμα τῶν γερόντων,
κινεῖς τὰ οὖρα συνεχῶς, εὐφραίνεις τὴν καρδίαν,
ἀναβιβάζεις πνεύματα, τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀνδρίζεις.
Στίχ. 22-34
Χριστέ μου, νὰ ἐγένετο βουτζὶν ἀντὶ ἡλίου,
πρὸς τὴν εὐρυχωρίαν του νὰ εἶχεν καὶ τὸ βάθος,
καὶ νά ῾ταν ὁλογέματον καλὸν κρασὶ ἀκράτον.
Νὰ ἐγένετον ὁ οὐρανὸς καράβιν
καὶ αἱ νεφέλαι ἄρμενον, τιμόνιν τὸ φεγγάριν,
καραβοκύρης ἄνεμοι καὶ ναῦται αἱ ἀστέρες,
καὶ νὰ τὸν ἔκρουε σεισμὸς καὶ νά ῾πεφταν οἱ πίροι,
ὁ βοῦτζος νὰ ἐβρόντιζε καὶ ν᾿ ἄστραπτεν ἡ κοῦπα,
καὶ νὰ ποταμοφόριζεν ὁ ἄδολος ὁ οἶνος
καὶ νὰ ἦλθεν εἰς τὸ στόμα μου ἡ ἄβυσσος ἐκείνη·
ἂν τύχῃ νὰ ἐγέμιζεν ὁ στόμαχός μου ὁ δόλιος
καὶ ἡ πτωχὴ ἡ κοιλία μου νά ῾θελεν κυματίσει,
καὶ θάνατον τολμῶ εἰπεῖν ποσῶς δὲν ἐφοβούμουν.
Στίχ. 91-93
Ἂν ἔπιναν οἱ ἄγγελοι κρασίν ὥσπερ ἐμένα,
καὶ νὰ ἐκάθιζα ὁμοῦ μετὰ τῶν ἀρχαγγέλων,
εἰς ἑκατὸν νυχθήμερα ἤθελά τους μεθύσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου