Σαλβατόρε Κουασιμόντο
Μετάφρ. Παν.Χρ. Χατζηγάκης
Εἶσαι ἀκόμα ὁ ἄνθρωπος τοῦ λιθαριοῦ καὶ τῆς σφεντόνας,
ἄνθρωπε τοῦ καιροῦ μου. Μέσα στὸ σκάφος ἤσουνα
μὲ τὰ φτερὰ τὰ μοχθηρά, τοῦ θάνατου τὰ σύνεργα,
--σὲ εἶδα-- στ' ὄχημα τοῦ πυρὸς καὶ στὶς ἀγχόνες,
στῶν μαρτυρίων τοὺς τροχούς. Σὲ εἶδα: ἤσουν ἐσύ,
μὲ τὴν ἐπιστημονική σου ἀκρίβεια στὸν ὄλεθρο ταγμένη,
δίχως ἀγάπη, δίχως καὶ Χριστό. Ἀκόμα σκότωσες,
σὰν πάντα, ὅπως σκοτῶναν οἱ πατέρες,
ὅπως τὰ ζῷα σκότωναν ὅταν σὲ πρωταντίκρυζαν.
Κι ὄζει τὸ αἷμα αὐτό, ὅπως καὶ τὴν ἡμέρα
πού εἶπε ὁ ἀδερφὸς στὸν ἀδερφό του:
«Ὑπάγωμεν εἰς πεδιάδα». Κι ἡ παγερὴ ἠχώ, ἐπίμονη,
ἔφθασεν ὡς ἐσὲ καὶ στάλαξεν ἐντός σου.
Ξεχάστε, ὦ τέκνα, τὰ νέφη τὰ αἱμάτινα
πού ὑψώθηκαν ἀπὸ τὴ γῆ, ξεχάστε τοὺς πατέρες:
οἱ τάφοι τοὺς ποντίζονται στὴν τέφρα,
τὰ μαυροπούλια, ὁ ἄνεμος, σκεπάζουν τὴν καρδιά τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου