Πέτρος Θωμαΐδης
Όταν όμως το ακόρεστο και διαρκώς ανικανοποίητο των μαζικά αποικισμένων στο υποσυνείδητο υποβολιμιαίων επιθυμιών γεμίζει «φολίδες» και «οπλές» τον εαυτό, τότε το όνομα γίνεται πια «λεγεών» και το κατακερματισμένο υποκείμενο μεταμορφώνεται σε χοίρο που ορμά μιμητικά στα βάραθρα του μηδενισμού και του αφανισμού.
Ο κατά Κακλέα «Ρινόκερος» του Ιονέσκο έχει μέσα του τους ντοστογιεφσκικούς δαίμονες των ύστατων ορίων του ανθρώπου.
Ακούγεται σαν να έχει διαβάσει Ζιάκα και Γιανναρά και έχει τον δικό του, στάσιμο εν κινήσει και αεικίνητο εν στάσει, πίπτοντα και εγειρόμενο, εγειρόμενο και πίπτοντα, παθιασμένο νέο Αδάμ, που αρνείται το ρινοκερικό «φυσικό» καρπό και «φιλελεύθερο» πειρασμό.
Αυτόν τον νέο Αδάμ, που, ακόμη και όταν δεν πείθει την Εύα να τον συντροφεύσει, επιλέγει να ζήσει έξω από τη χλωρίδα του «παράδεισου» των νάρκισσων ρινόκερων, υποδύεται στο έργο που παίζεται στο Θέατρο Κιβωτός (Πειραιώς 115) ο πυρίφλεκτος και διαφανής προφήτης και άγγελος της «μεγάλης απόφασης», Άρης Σερβετάλης.
Ο μονόλογος του πρωταγωνιστή στον επίλογο του έργου εμπερικλείει όλη τη θεολογία του προσώπου. Λέξεις όπως «εικόνα» και «ουρανός» διευρύνουν τις συντεταγμένες από το επίπεδο του προσωποκεντρικού υπαρξισμού. Αυτές άλλωστε οι «εικόνες» έχουν πάντα ονόματα, τα μικρά μας ονόματα, με τα οποία κοινωνεί ο καθένας μας («μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού…»), επειδή ακριβώς το πρόσωπο είναι εικόνα του μετεχόμενου Αρχετύπου Προσώπου και γι’ αυτό μόνο έτσι διασώζεται: Χριστοκεντρικά.
Μέχρι πού έφθασε ο Ιονέσκο και από πού και μετά συνέχισαν ο Κακλέας και ο Σερβετάλης στον «Ρινόκερο» της Κιβωτού, δεν μπορώ να το προσδιορίσω. Αυτό που έπαθα πάντως ως θεατής ρινόκερος της Κιβωτού ήταν ότι ζήλεψα τους αληθινούς, μη «selfies», ανθρώπους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου