https://sputniknews.gr/ellada/201903272752389-theatro-ellada-parastaseis-krisi/
Ματθαίος Παπαοικονόμου-Σιδέρης
Το ελληνικό θέατρο βρίσκεται αντιμέτωπο με μια διαφορετικού είδους «κρίση» απ' αυτή που θα φανταζόταν κανείς. Ο καθηγητής και κριτικός θεάτρου, Σάββας Πατσαλίδης, περιέγραψε στο Sputnik τις εξελίξεις και τις προκλήσεις για τη θεατρική παραγωγή στην Ελλάδα.
Ένα παράδοξο φαινόμενο καταγράφεται τα τελευταία χρόνια στο ελληνικό θέατρο: Παρά την οικονομική κρίση, έχουμε μια «έκρηξη» στις θεατρικές παραγωγές. Πάνω από 1.000 παραστάσεις ανεβαίνουν κάθε χρόνο, μόνο στην Αθήνα!
Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου που εορτάζεται σήμερα, ζητήσαμε από τον κ. Σάββα Πατσαλίδη, κριτικό θέατρου και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στη δραματική σχολή του ΚΒΘΕ να μας μιλήσει για το τοπίο που διαμορφώνεται σήμερα στο ελληνικό θέατρο.
Στην Αθήνα, πριν 10 χρόνια, ανέβαιναν περίπου 350 με 400 παραστάσεις τον χρόνο. Πέρυσι, είχαμε πάνω από 1.300 παραστάσεις! Ο αριθμός βάζει την Αθήνα στην πρώτη γραμμή της θεατρικής παραγωγής, να συναγωνίζεται με τις κορυφαίες θεατρουπόλεις του κόσμου, όπως το Βερολίνο και το Παρίσι, επισημαίνει ο κ. Πατσαλίδης.
Ανάλογη τάση καταγράφεται και στη Θεσσαλονίκη, παρότι οι αριθμοί είναι εντελώς διαφορετικοί, με τον ετήσιο αριθμό των παραστάσεων να υπολογίζεται ετησίως σε 180 — 230.
Πώς ερμηνεύεται η ποσοτική έκρηξη μεσούσης και της οικονομικής κρίσης;
«Δείχνει αντιφατικό αν σκεφτεί κανείς ότι το θέατρο είναι μια πολύ ακριβή τέχνη», παραδέχεται ο κ. Πατσαλίδης.
Η τάση αυτή, όμως, αποτυπώνει και την ταυτότητα του θεάτρου ως παράγωγου της κρίσης. «Το θέατρο βελτιώνεται, προβληματίζεται και ωριμάζει κάτω από συνθήκες κρίσης και δοκιμασίας», υπογραμμίζει, αποδίδοντας το γεγονός στο γνώρισμα του θεάτρου «να αντιδρά απέναντι σε πράγματα που το απειλούν».
Ερωτηθείς τι είδους παραστάσεις ανεβαίνουν στα ελληνικά θέατρα, ο καθηγητής και κριτικός αναφέρει ότι «έχουμε όλα τα ρεύματα».
Υπάρχει το εμπορικό θέατρο, το θέατρο «που κοιτά το ταμείο» ανεβάζοντας παραστάσεις δοκιμασμένες. Υπάρχουν προσαρμογές έργων κλασικού ρεπερτορίου. Υπάρχουν, τέλος, οι λεγόμενες «εναλλακτικές ή πειραματικές» παραστάσεις που σύμφωνα με τον κ. Πατσαλίδη είναι και οι περισσότερες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δικαιολογούν πάντα τον εν λόγω χαρακτηρισμό.
«Αυτό που συμβαίνει με τις πιο νέες και πειραματικές προτάσεις είναι ότι δεν πείθουν ως προς τις προθέσεις τους. Αναφομοίωτα δάνεια ενσωματώνονται σε μια παράσταση χωρίς να υπάρχει κάποιο βάθος. Το αποτέλεσμα είναι πως όταν τα φώτα κλείνουν, η παράσταση ξεχνιέται. Δεν αφήνουν πίσω τους ίχνη», παρατηρεί.
Εκεί έγκειται για τον ίδιο το μεγαλύτερο πρόβλημα του νέου ελληνικού θεάτρου. «Βιάζεται να μιμηθεί, αλλά δεν έχει την υπομονή να αφομοιώσει αυτά που μιμείται με αποτέλεσμα να παραμένει διαρκώς στην επιφάνεια των πραγμάτων».
Το πρόβλημα αποτυπώνεται και στην εξέλιξη της θεατρικής παράδοσης της χώρας. «Είναι σημαντικό να μπορεί ένας καλλιτέχνης να δανείζεται. Στη συνέχεια, όμως, πρέπει να φιλτράρει αυτό που δανείζεται μέσα από τα δεδομένα της εγχώριας παράδοσης, ώστε και αυτή να βελτιώνεται», εξηγεί.
Δίνει ως παράδειγμα ότι πολλοί νέοι Έλληνες σκηνοθέτες στρέφονται στο γερμανικό μοντέλο θεάτρου. Ωστόσο, αυτό «δεν έχει ριζώσει στον δικό μας χώρο». «Έρχεται σαν δάνειο, αποβάλλεται σαν δάνειο και η εγχώρια παράδοση δεν προχωρά».
Μας παροτρύνει να δούμε το παράδειγμα του Κάρολου Κουν που «μπόρεσε να παντρέψει τα ξένα δάνεια που τον γοήτευαν με τις αγωνίες του εγχώριου θεάτρου και δημιούργησε έναν λαϊκό μοντερνισμό που το ελληνικό θέατρο χρειαζόταν».
Για τον κ. Πατσαλίδη, το πρόβλημα εντοπίζεται στη βιασύνη για διαρκή παραγωγή που δεν επιτρέπει τον στοχασμό πάνω στη δημιουργία. Διαπιστώνει, επίσης, ότι πολλές παραστάσεις δεν εμβαθύνουν αλλά μένουν σε μια επιφάνεια. «Από 1.300 παραστάσεις, ποιες μένουν, ποιες θυμάται;» θέτει το ρητορικό ερώτημα.
«Θα πρέπει να μας προβληματίσει ότι ενώ έχουμε τέτοια παραγωγή, οι ξένοι δε μας γνωρίζουν. Γνωρίζουν μόνο το αρχαίο θέατρο», επισημαίνει.
Παρόλα αυτά, αναγνωρίζει ότι το ταλέντο δε λείπει. «Υπάρχει σκηνοθετικό και υποκριτικό ταλέντο στο ελληνικό θέατρο. Απλώς δεν επενδύεται σωστά και με υπομονή», εκτιμά.
Παρότι το φαινόμενο δεν είναι σημείο των καιρών, η οικονομική κατάσταση δε διευκολύνει τα πράγματα. Πολλοί σκηνοθέτες και ηθοποιοί αναγκάζονται να κάνουν περισσότερες από μια δουλειές κάθε χρόνο. Η πολυδιάσπαση αυτή, όμως, έχει και το σχετικό τίμημα. «Οι περισσότερες δουλειές είναι διεκπεραιωτικές», παρατηρεί ο κ. Πατσαλίδης και αναρωτιέται πώς μέσα σε μόλις δύο μήνες θα μπορέσεις να πειραματιστείς, να δοκιμάσεις τις ιδέες σου, να δουλέψεις σε βάθος.
«Κατά πόσον το ελληνικό θέατρο αντλεί τη θεματολογία του από την επικαιρότητα», είναι το επόμενο ερώτημα που θέσαμε στον κ. Πατσαλίδη.
Επικαλείται τον Αριστοτέλη που έλεγε πως ό,τι αφορά την πόλη, είναι πολιτικό. Έτσι και το θέατρο είναι πάντα πολιτικό με την έννοια ότι αφορά την πόλη και αγγίζει θέματα που ενδιαφέρουν τον άνθρωπο και τον πολίτη.
Υπάρχει το λεγόμενο «θέατρο — ντοκουμέντο», εξηγεί, το οποίο βλέπουμε σε όλη την Ευρώπη, και «εστιάζει πιο έντονα στην κρίση και τα συμπτώματά της». Αποτελεί, όμως, μειοψηφικό κομμάτι του ελληνικού θεάτρου.
Το θέατρο, όμως, ασχολείται εν γένει με θέματα που απασχολούν τον ευρύτερο κοινωνικό χώρο, όπως τη διαφθορά ή την κατάρρευση του οικογενειακού ιστού. Προβλήματα, δηλαδή, που μας αφορούν.
«Το θέατρο είναι σεισμογράφος του κοινωνικού σώματος και μάλιστα ο πιο άμεσος», υπογραμμίζει ο κ. Πατσαλίδης. «Είναι ένα σφουγγάρι που θα απορροφήσει αμέσως όλες τις παθογένειες του ελληνικού σώματος. Απλώνεται σαν βεντάλια πάνω από το κοινωνικό σώμα, το καθρεπτίζει και το σχολιάζει».
Ο θεατής, βγαίνοντας από μια παράσταση θα πρέπει να είναι «πιο πλούσιος», να έχει μάθει κάτι, να έχει προβληματιστεί. Εκεί έγκειται για τον ίδιο, η αποτυχία πολλών παραστάσεων. «Εάν δεν με κάνουν πιο πλούσιο, γιατί να πάω θέατρο και να μη μείνω στην τηλεόραση;» αναρωτιέται.
Σε κάθε περίπτωση, ο κόσμος συνεχίζει να πηγαίνει θέατρο, εκτιμά ο κ. Πατσαλίδης. Παρόλα αυτά, το θέατρο, όπως λέει, «δεν κατέχει τον ρόλο που είχε παλιά», γεγονός που αποδίδει στο ότι η κοινωνία έχει γίνει πλέον «θεατρόμορφη».
«Η ίδια η κοινωνία είναι ένα θέατρο, είναι μια κοινωνία της εικόνας. Ο κόσμος παίζει ρόλους. Οι πολιτικοί παίζουν θέατρο και το θέατρο περνάει στο περιθώριο», δηλώνει.
Παλιότερα,, ο θεατρικός συγγραφέας είχε χρόνο να σκεφτεί και έδειχνε προς το αύριο. «Σήμερα το θέατρο τρέχει πίσω από την πραγματικότητα. Τρέχει προσπαθώντας να προλάβει μια πραγματικότητα που του διαφεύγει διότι είναι καβάλα στην υψηλή τεχνολογία, η οποία είναι πιο μπροστά από την ανθρώπινη φαντασία».
Το ερώτημα, άλλωστε, που κυριαρχεί στο παγκόσμιο θέατρο είναι ακριβώς το «τι είναι πραγματικό». «Σήμερα το "πραγματικό" ορίζεται από άλλους φορείς και όχι από το θέατρο: από το ίντερνετ, το κινητό, την τηλεόραση. Η τεχνολογία ορίζει τη σχέση μας με την πραγματικότητα και πέταξε έξω το θέατρο».
Υπό το πρίσμα αυτό, υπάρχει άραγε ο κίνδυνος το θέατρο να καταστεί παρωχημένο;
Ο κ. Πατσαλίδης εμφανίζεται σίγουρος ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί. «Το θέατρο έχει μια συνταγή επιβίωσης. Πάντα επιβιώνει, ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές. Απλώς οι προκλήσεις και το μέγεθος είναι που αλλάζουν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου