Κυριακή 31 Μαρτίου 2019

Ο σκοτεινός κόσμος των αδελφών Γκριμ

Αποτέλεσμα εικόνας για παραμυθια γκριμ
Της Ελένης Λογοθέτη
Πάνε περισσότερα από  200 χρόνια από τότε που τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά.
Η Ωραία Κοιμωμένη, η Σταχτοπούτα, η Χιονάτη και η μικρή Γοργόνα είναι οι αθώες, γλυκές και εύθραυστες ηρωίδες που όλοι γνωρίζουμε από τα παιδικά μας βιβλία και τις ταινίες του Disney.
Αν όμως σήμερα, τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ παρουσιάζονται από τρυφερά έως και γλυκερά, οι πρωτότυπες γερμανικές εκδοχές τους ήταν ωμές έως και σοκαριστικές.
O Γιάκομπ και ο Βίλχελμ Γκριμ απομακρύνθηκαν γρήγορα από τις νομικές σπουδές τους για να αφοσιωθούν στη μελέτη του μεσαιωνικού παραμυθιού. Κάνοντας εκτεταμένη έρευνα και συλλέγοντας λαϊκούς μύθους και θρύλους, οι αδελφοί Γκριμ δημοσίευσαν το υλικό τους, σε παιδική λογοτεχνική μορφή,με σκοπό να δώσουν στα παιδιά περισσότερο μια λαογραφία παρά ένα φανταστικό παραμύθι.
Όμως,  η κουλτούρα των λαών που κατοικούσαν την κεντρική και βόρεια Ευρωπη των 18ο αιώνα, δεν ήταν ακριβώς... αναίμακτη και ευγενική. Ο σκοταδισμός, η μαγεία, η βία και γενικώς η βαρβαρότητα στα ήθη και έθιμα της εποχής αποτυπώνονταν γλαφυρά στα "Παιδικά και οικογενειακά παραμύθια", που δημοσιεύτηκαν το 1812 και έλαβαν αρνητικότατες κριτικές.
Οι δύο παραμυθάδες, κατανοώντας ότι ποτέ δεν θα πουλούσαν το έργο τους σε ευπρεπείς, χριστιανικές οικογένειες,  έσπευσαν, να "στρογγυλέψουν" τις διηγήσεις τους, "γλυκαίνοντας" τους ήρωές τους, αφαιρώντας τη σεξουαλική ασυδοσία που επικρατούσε συχνά στην πλοκή, περιστέλλοντας δραστικά το στοιχείο της βίας και προσδίδοντας κάποια σταθερά ηθικά χαρακτηριστικά στα πρόσωπά τους.
Το πρωτότυπο εξώφυλλο του "Kinder - und Hausmärchen" (Παιδικά και οικογενειακά παραμύθια)
Μια φορα και έναν καιρό...
Η Ωραία Κοιμωμένη
Στην αρχική εκδοχή της ιστορίας, δεν είναι το φιλί ενός όμορφος πρίγκηπα που ξυπνά την ωραία Κοιμωμένη, αλλά το ότι γεννάει δύο δίδυμα παιδιά. Πως;
Ενώ δεν είχε τις αισθήσεις της, η πριγκίπισσα βιάζεται από ένα μονάρχη. Στη συνέχεια, ο βιαστής μονάρχης επιστρέφει θριαμβευτικά στον πύργο που κρυβόταν η ωραία κοιμωμένη και υπόσχεται να στείλει συνοδεία για να πάρει αυτήν και τα παιδιά της, ξεχνώντας να της αναφέρει ότι είναι παντρεμένος.
Όταν έφτασαν στο παλάτι, η γυναίκα του μονάρχη προσπαθεί να τους σκοτώσει όλους, αλλά ανατρέπεται από τον βασιλιά. Στο τέλος, η ωραία Κοιμωμένη παντρεύεται τον βιαστή βασιλιά και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

Η αρχική Κοκκινοσκουφίτσα δεν σώζει τη γιαγιά και σκοτώνει τον λύκο. Αντίθετα, καταλήγει ένα νόστιμο μεζεδάκι στα δόντια του, με ηθικό δίδαγμα, μην εμπιστεύεστε τους ξένους.

 Η Σταχτοπούτα ή Ο Βασιλιάς που ήθελε να παντρευτεί την κόρη του
 Στις παλαιότερες εκδόσεις της ιστορίας, η ελαφρώς πιο σκοτεινή Σταχτοπούτα σκοτώνει την πρώτη μητριά της, έτσι ώστε ο πατέρας της να παντρευτεί την πραγματική οικοδέσποινα του σπιτιού, δηάδή την κόρη του.  
Σε άλλη παραλλαγή της ιστορίας, με τίτλο Ο Βασιλιάς που ήθελε να παντρευτεί την κόρη του, η βασίλισσα  πεθαίνει και ο βασιλιάς ορκίζεται ότι ποτέ δεν θα παντρευτεί ξανά, εκτός αν βρει γυναίκα που να ταιριάζει απόλυτα στα ρούχα της νεκρής βασίλισσας του.
Τα ρούχα ταιριάζουν απόλυτα στην κόρη του! Έτσι, ο ίδιος επιμένει να την παντρευτεί. Η βασιλοπούλα- προσπαθώντας να βρει έναν τρόπο να αποφύγει το γάμο με τον πατέρα τηςιτου λέει ότι θα δεχτεί να τον παντρευτεί άν της φέρει ένα μπαούλο που θα κλειδώνει από έξω και μέσα και θα μπορεί να ταξιδεύει πάνω από στεριά και θάλασσα.
Τρελός από έρωτα για την κόρη του,ο βασιλιας το βρίσκει και της το παίρνει, αλλά η ίδια λέει ότι πρέπει να βεβαιωθεί ότι το σεντούκι λειτουργεί. Για να το αποδείξει, ο ίδιος την κλειδώνει μέσα στο μπαούλο και την πετάει στην θάλασσα.  
 Έτσι, η βασιλοπούλα δραπετεύει από τον πατέρα της, αλλά καταλήγει σε μια ξένη χωρα να εργάζεται ως υπηρέτρια. Από εδώ ακολουθεί η γνωστή ιστορία της Σταχτοπούτας, με τον πρίγκηπα, το γοβακι και το χαρούμενο, παιδικό τέλος του ρομαντικού γάμου. 
Στη Μικρή Γοργόνα, η Άριελ δεν παντρεύεται τον πρίγκηπα αλλά αυτοκτονεί πέφτοντας στη θάλασσα. Αφού δεν έχει πια ουρά πνίγεται σε μεταμορφώνεται σε αφρό των κυμάτων.
Το δέντρο του Κέδρου (The juniper tree , με στοιχεία από Χιονάτη)
Άγνωστη ιστορία των αδελφών Γκριμ, ίσως επειδή ήταν τόσο άγρια που απλά δεν έπαιρνε... επιδιόρθωση
Μια παντρεμένη ετοιμοθάνατη γυναίκα , προσεύχεται στον κέδρο της αυλής της για ένα παιδί "κόκκινο σαν αίμα και άσπρο σαν το χιόνι". Η γυναίκα αποκτά ένα γιο και πριν πεθάνει, ζητά από τον άντρα της να τη θάψει κάτω από το δέντρο . 
Ο χήρος ξαναπαντρεύεται αλλά η μητριά απεχθάνεται τον γιο του, επειδή θέλει η κόρη της να κληρονομήσει τον πλούτο της οικογένειας.
Έτσι, η κακιά μητριά δίνει στο αγόρι ένα μήλο το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σεντούκι. Όταν ο μικρός γιος σκύβει για να το πάρει, η μητριά χτυπά με δύναμη το καπάκι στον λαιμό του κόβοντας το κεφάλι του.
Για να μην την καταλάβει κανείς, βάζει το κεφάλι πίσω στην θέση του και τυλίγει ένα μαντήλι γύρω από το λαιμό του νεκρού αγοριού για να μην φαίνεται το κόψιμο.
 Η κόρη όμως της μητριάς, η Μάρτζορυ, χτυπάει κατά λάθος το κεφάλι του ετεροθαλούς αδερφού της ρίχνοντας το στο πάτωμα. Μητέρα και κόρη για να μην τις ανακαλύψουν, τεμαχίζουν το σώμα, το κάνουν στιφάδο και το δίνουν στον πατέρα που δεν ήξερε τίποτα, ο οποίος και τρώει το γιο του.
Η Μάρτζορυ όμως, κρατά τα κόκαλα του νεκρού αγοριού και τα θάβει κάτω από το δέντρο, όπου βρίσκεται θαμμένη και η μητέρα του.
Τελικά, το αγόρι μετενσαρκώνεται σε πουλί και ρίχνει μια πέτρα στο κεφάλι της μητριάς του. Η κακιά σκοτώνεται, τα μάγια λύνονται και το αγόρι ξαναζωντανεύει. 
Παρά τα ηθικό δίδαγμα και το αίσιο τέλος, ο κανιβαλισμός, οι δολοφονίες και αποκεφαλισμοί της ιστορίας ήταν πολλά μαζεμένα και αρκετά σοκαριστικά στοιχεία ακόμα και για μεγάλους.
Στο σήμερα
Με τον θάνατο των αδελφών Γκριμ, Βρετανοί και Γάλλοι εκδότες ανέλαβαν να ωραιοποιήσουν ακόμα περισσότερο το αρχικό υλικό και πλέον, στις μέρες μας, με τις χιλιάδες διασκευές που έχουν γίνει κι εξακολουθούν να γίνονται, αυτό που έχει απομείνει από τις πρωτότυπες καταγραφές των Γκριμ είναι απλά ο σκελετός των παραμυθιών.

Κάποτε στο Χάμελιν

Το έτος 1284 ένας μυστηριώδης άντρας εμφανίστηκε στο Χάμελιν. Φορούσε ένα πολύχρωμο πανωφόρι με έντονα, φωτεινά χρώματα και ισχυριζόταν ότι είναι σε θέση να παγιδεύει ποντίκια. Έτσι, υποσχέθηκε ότι για ένα συγκεκριμένο ποσό θα μπορούσε να ξεκάνει όλα τα ποντίκια και τους αρουραίους της πόλης. Οι πόλιτες συμφώνησαν και δέχτηκαν να πληρώσουν το ποσό. Τότε ο γητευτής των ποντικών έβγαλε μια μικρή φλογέρα από την τσέπη του κι άρχισε να παίζει. Τα ποντίκια και οι αρουραίοι άρχισαν αμέσως να βγαίνουν από τα σπίτια και μαζεύτηκαν γύρω του. Όταν κατάλαβε ότι τα είχε γητέψει όλα, κατευθύνθηκε προς τον ποταμό Βέσερ, σήκωσε τα πατζάκια του παντελονιού του και προχώρησε στο νερό. Τα ζώα τον ακολούθησαν και πνίγηκαν.
Τώρα που οι πολίτες είχαν λυτρωθεί από τη μάστιγα που τους ταλάνιζε, μετάνιωσαν που είχαν υποσχεθεί τόσα πολλά λεφτά σε αντάλλαγμα και χρησιμοποιώντας ένα σωρό δικαιολογίες αρνήθηκαν να τον πληρώσουν. Τελικά ο Αυλητής αποχώρησε, πικραμένος και θυμωμένος. Επέστρεψε στις 26 Ιουνίου, την ημέρα των Αγίων Ιωάννη και Παύλου, νωρίς το πρωί κατά τις 7 (αν και άλλοι επιμένουν πως ήταν μεσημέρι), ντυμένος αυτή τη φορά με κυνηγετικά ρούχα και βλέμμα που τρόμαζε – στο κεφάλι του φορούσε ένα παράξενο κόκκινο καπέλο. Φυσούσε στη φλογέρα του καθώς περπατούσε τους δρόμους, αλλά αυτή τη φορά δεν ήταν τα ποντίκια και οι αρουραίοι που βγήκαν από τα σπίτια να τον ακολουθήσουν, αλλά τα παιδιά: ένας μεγάλος αριθμός αγοριών και κοριτσιών από τα τέσσερα και πάνω. Ανάμεσά τους ξεχώριζε και η μεγαλύτερη κόρη του δημάρχου. Το πλήθος των παιδιών τον ακολούθησε κι αυτός τα οδήγησε σε ένα βουνό, όπου εξαφανίστηκαν όλοι μαζί.
Όλα αυτά τα είδε μια παραμάνα, η οποία κουβαλώντας ένα παιδί στην αγκαλιά της, τους ακολούθησε από απόσταση και μετά επέστρεψε γρήγορα, φροντίζοντας να μεταφέρει τα νέα στην πόλη. Οι ανήσυχοι γονείς έτρεχαν όλοι προς τις διαφορετικές πύλες της πόλης αναζητώντας τα παιδιά τους. Οι μητέρες φώναζαν κι έκλαιγαν με λυγμούς. Μέσα σε μία ώρα στάλθηκαν μαντατοφόροι προς κάθε κατεύθυνση να ρωτήσουν αν είχε δει κανείς τα παιδιά  – έστω ένα από αυτά – αλλά δίχως αποτέλεσμα.
Συνολικά εξαφανίστηκαν 130 παιδιά. Λέγεται πως δύο από αυτά ξέμειναν πίσω κι επέστρεψαν. Το ένα ήταν τυφλό και το άλλο κωφάλαλο. Το τυφλό παιδί δεν ήταν σε θέση να δείξει συγκεκριμένο τόπο, αλλά μπορούσε να εξηγήσει πως ακολούθησαν τον Αυλητή. Το κωφάλαλο παιδί ήταν σε θέση να δείξει τον τόπο, αλλά δεν είχε ακούσει το παραμικρό. Ένα μικρό αγόρι που φορούσε πουκάμισο με κοντά μανίκια, επέστρεψε για να πάρει το πανωφόρι του κι έτσι γλίτωσε την τραγωδία, διότι σαν επέστρεψε οι άλλοι είχαν ήδη εξαφανιστεί μέσα σε μια σπηλιά στο λόφο. Αν ρωτήσετε που βρίσκεται αυτή η σπηλιά, ακόμη και σήμερα, θα σας τη δείξουν.
Μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα και πιθανότατα ακόμα και σήμερα, ο δρόμος που διάβηκαν τα παιδιά για να περάσουν την πύλη της πόλης ονομάζεται Σιωπηλός Δρόμος, διότι σ’ αυτόν δεν επιτρέπονται ούτε ο χορός, ούτε η μουσική. Πράγματι, κάθε φορά που μια γαμήλια πομπή διασχίζει το συγκεκριμένο δρόμο, καθώς κατευθύνεται προς την εκκλησία, οι μουσικοί σταματούν να παίζουν. Το βουνό κοντά στο Χάμελιν όπου εξαφανίστηκαν στα παιδιά ονομάζεται Πόπενμπεργκ. Εκεί έχουν στηθεί δύο πέτρινα μνημεία σε σχήμα σταυρού, ένα από την αριστερή πλευρά και ένα από τη δεξιά. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι τα παιδιά οδηγήθηκαν μέσα από μια σπηλιά στην Τρανσυλβανία.
Οι κάτοικοι του Χάμελιν κατέγραψαν το γεγονός στα αρχεία της πόλης, όπως και κάθε σχετική εξαγγελία έκτοτε για την εξαφάνιση των παιδιών.
Σύμφωνα με τον Seyfried, στο αρχείο αναφέρεται η 22η ως μέρα εξαφάνισης και όχι η 26η Ιουνίου.
Στο δημαρχείο χαράχτηκαν οι παρακάτω γραμμές:
Το έτος 1284 μετά τη γέννηση του Χριστού
Οδηγήθηκαν μακρυά από το Χάμελιν
Εκατόν τριάντα παιδιά, γεννημένα στον τόπο αυτό
Αποπλανημένα από έναν αυλητή στα έγκατα του βουνούΚαι στη νέα πύλη γράψαμε: Centum ter denos cum magus ab urbe puellos
duxerat ante annos CCLXXII condita porta fuit.
[Η πύλη αυτή χτίστηκε 272 χρόνια αφότου ο μάγος παρέσυρε μακρυά τα 130 παιδιά της πόλης.]
Κατά το έτος 1572, ο τότε δήμαρχος ζήτησε να απεικονιστεί η ιστορία στα παράθυρα της εκκλησίας. Η συνοδευτική επιγραφή δεν διαβάζεται πια. Επιπλέον, προς ανάμνηση του γεγονότος εκδόθηκε ένα νόμισμα.

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2019

Never fall in love-Στον έρωτα μην παραδοθείς

Σχετική εικόνα

As the sun is rising 
and the moon is hiding 
the prophet cries 
his prophecy out 
"Never fall in love
Eventually it will die too " 

Ενώ ο ήλιος ανατέλλει
και το φεγγάρι χάνεται
ο προφήτης ουρλιάζει
την προφητεία του 
"Στον έρωτα μην παραδοθείς
Κι αυτός κάποτε πεθαίνει "

Πρέπει να μάθουμε πώς να πεθαίνουμε

Αποτέλεσμα εικόνας για rilke

http://www.kathimerini.gr/369612/article/politismos/arxeio-politismoy/o-sofos-kai-monaxikos-dromos-toy-rilke

Της Ολγας Σελλα

Εγραψε στη διάρκεια της έντονης και γεμάτης ζωής του έντεκα ποιητικές συλλογές και έντεκα χιλιάδες γράμματα. Ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε, ο ποιητής που επηρέασε βαθιά τη σύγχρονη γερμανική ποίηση, παρότι λάτρεψε τη μοναξιά σ' όλη τη διάρκεια της ζωής του, δεν σταμάτησε στιγμή να αλληλογραφεί με πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους -«αριστοκράτες και καθαρίστριες, εμπόρους και πολιτικούς, τη γυναίκα του, διάφορους πάτρωνες, εκδότες, φίλους, ερωμένες, άλλους ποιητές και καλλιτέχνες και άγνωστους θαυμαστές»- και απελευθερωμένος πια από τους περιορισμούς του στίχου να εκφράζει σκέψεις και απόψεις για κάθε ζήτημα της ψυχής και της ζωής.

Ο μελετητής Ulrich Baer επέλεξε αποσπάσματα μέσα από χιλιάδες σελίδες αμετάφραστων επιστολών, και συγκέντρωσε τα καλύτερα κείμενα και τις πιο εύστοχες φιλοσοφικές παρατηρήσεις στο βιβλίο «Η σοφία του Ρίλκε - Ο οδηγός του ποιητή για τη ζωή», που κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις «Πατάκης». Από αυτό το βιβλίο, η «Κ» προδημοσιεύει χαρακτηριστικά αποσπάσματα. Κείμενα μικρότερα ή μεγαλύτερα που αποκαλύπτουν τις σκέψεις του για την αγάπη και τη ζωή, την αρρώστια, τον θάνατο και την απώλεια, την παιδική ηλικία, τις δυσκολίες, τις χαρές και τη δουλειά, για την πίστη, την τέχνη και τη γλώσσα, για τη φιλία, τον γάμο και τη συνύπαρξη.

Ο ίδιος ο Ρίλκε από τα 17 του μόλις χρόνια είχε δηλώσει πως προτιμά να γράφει γράμματα παρά στίχους: «Θα μπορούσα να σας τα πω όλα αυτά σε στίχους - και παρότι οι στίχοι έχουν γίνει δεύτερη φύση μου, τα άτεχνα, απλά, κι όμως εκφραστικότατα, λόγια (ενός γράμματος) βγαίνουν πιο εύκολα απ' την καρδιά μου για να αγγίξουν τη δική σας καρδιά», έγραφε το 1893 στην πρώτη του αγάπη, Βαλερί φον Ντάβιντ-Ρόνφελτ. Καθόταν και αντέγραφε επιμελώς «σελίδες ολόκληρες από τα γράμματά του καθισμένος στο ψηλό γραφείο του, που ήταν ειδική παραγγελία για κείνον, εάν εντόπιζε έστω και ένα ορθογραφικό λάθος ή μια μικροσκοπική κηλίδα μελανιού πάνω σε μια σελίδα, και ξεκινούσε πάλι απ' την αρχή κάθε φορά που ο ειρμός της σκέψης του διακοπτόταν ή δεν ήταν ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα», σημειώνεται στον πλούσιο και κατατοπιστικό πρόλογο του βιβλίου για τον κόσμο και την αντίληψη του Ρίλκε.

Και ήταν τόσο συνεπής επιστολογράφος, ώστε λίγες μέρες πριν πεθάνει, στις 4 Δεκεμβρίου 1926, στα πεντηκοστά πέμπτα γενέθλιά του, από το νοσοκομείο ζήτησε να του τυπώσουν κάποιες κάρτες που έστειλε σε πάνω από 100 άτομα με τα οποία αλληλογραφούσε και που περίμεναν έστω μία λέξη του. Η κάρτα έγραφε: «Ο μεσιέ Ράινερ Μαρία Ρίλκε, σοβαρά άρρωστος, ζητεί να τον συγχωρέσετε. Δεν είναι σε θέση να επιληφθεί της αλληλογραφίας του».

Για τον έρωτα

«Να πάρουν τον έρωτα στα σοβαρά, να τον αντέξουν, και να τον μάθουν, όπως μαθαίνουμε ένα επάγγελμα - αυτό πρέπει να κάνουν οι νέοι. Οι άνθρωποι έχουν παρεξηγήσει, όπως τόσα άλλα πράγματα, τη θέση του έρωτα στη ζωή. Εκαναν τον έρωτα παιχνίδι και διασκέδαση, πιστεύοντας ότι τα παιχνίδια και οι διασκεδάσεις προσφέρουν μεγαλύτερη ευχαρίστηση από τη δουλειά. Τίποτε όμως δεν μας δίνει μεγαλύτερη χαρά και ευτυχία από τη δουλειά. Και ο έρωτας, ακριβώς επειδή είναι η πιο ακραία μορφή χαράς και ευτυχίας, δεν μπορεί παρά να αποτελεί δουλειά. Οποιος αγαπά λοιπόν πρέπει να προσπαθεί να φέρεται σαν να 'χει να φέρει εις πέρας ένα πολύ σπουδαίο καθήκον: πρέπει να περνά πολλή ώρα μοναχός, να εμβαθύνει στον εαυτό του, να συγκεντρώνεται και να συγκρατείται - πρέπει να δουλεύει: πρέπει να γίνει κάποιος!»

Για τη μοναξιά

«Οι πιο μοναχικοί είναι αυτοί που συμβάλλουν περισσότερο σε ό,τι κοινό ανάμεσα στους ανθρώπους. Ελεγα προηγουμένως πως απ' την πλατιά μελωδία της ζωής κάποιοι ακούνε περισσότερα, κάποιοι λιγότερα, αναλόγως τους αντιστοιχεί και μια μικρή ή ελάχιστη υποχρέωση στο πλαίσιο της μεγάλης αυτής ορχήστρας. Εκείνος που θα άκουγε όλη τη μελωδία θα ήταν ο πιο μοναχικός και ταυτοχρόνως ο πιο κοινός απ' όλους. Διότι θα άκουγε αυτό που δεν ακούει κανείς, κι αυτό θα συνέβαινε απλώς και μόνον επειδή συλλαμβάνει στην εντέλειά του ό,τι οι υπόλοιποι αφουγκράζονται σαν κάτι σκοτεινό και αποσπασματικό». - «Δεν έχω τίποτε να προσθέσω πέρα από τούτο δω, που ισχύει σε κάθε περίπτωση: ίσως τη συμβουλή να παίρνετε τη μοναξιά στα σοβαρά και, όποτε έρχεται, να την αντιλαμβάνεστε ως κάτι καλό.

Η αδυναμία των άλλων να την απαλύνουν δεν οφείλεται στο ότι είναι αμέτοχοι και κλειστοί αλλά, πολύ περισσότερο στο ότι: είμαστε πράγματι απέραντα μόνοι όλοι μας, και με εξαίρεση κάποιες πολύ σπάνιες εξαιρέσεις, απλησίαστοι. Πρέπει να μάθουμε να ζούμε με αυτό».

Για την ασθένεια

«Δεν φοβάμαι την αρρώστια γιατί δεν θέλω να γαντζωθώ πάνω της, θέλω μόνο να την περάσω, να την αντέξω. Μου φαίνεται πως δεν πρόκειται παρά για μια θλιβερή ανάγκη της φύσης να βρει μιαν άκρη μέσ' από όλες αυτές τις περιπλοκές, για να επιστρέψει τελικά στην ακεραιότητα και στην υγεία: για να τα καταφέρει. Πιστεύω πως τίποτε δεν είναι πιο ευάλωτο από την αρρώστια, αρκεί να μην την παρεξηγούμε και να μην την καλομαθαίνουμε κοντά μας».

Πρέπει να μάθουμε πώς να πεθαίνουμε

Για την απώλεια και τον θάνατο: «Αδιαμφισβήτητα υπάρχει ο θάνατος μέσ' στη ζωή και με εκπλήσσει που όλοι κάνουν πως το αγνοούν: ο θάνατος υπάρχει, τη δε αμείλικτη παρουσία του τη νιώθουμε κάθε φορά που επιβιώνουμε από μια μεταβολή, αφού πρέπει να μάθουμε να πεθαίνουμε αργά. Πρέπει να μάθουμε πώς να πεθαίνουμε: εδώ έγκειται η ζωή ολόκληρη. Να προετοιμάσουμε εκ του μακρόθεν το αριστούργημα ενός περήφανου και ανώδυνου θανάτου, ενός θανάτου όπου τίποτε δεν θα έχει αφεθεί στην τύχη, ενός θανάτου καλοδουλεμένου, ευτυχισμένου, ενθουσιώδους, που μόνο οι άγιοι ήξεραν πώς να τον επιτύχουν, ενός θανάτου που ωρίμαζε για πολύ καιρό και τώρα σβήνει ο ίδιος το φρικτό όνομά του, αφού δεν αποτελεί παρά μια χειρονομία αποκατάστασης των αναγνωρισμένων και διασωθέντων νόμων μιας ζωής, βαθιά ολοκληρωμένης μέσα στο σύμπαν της ανωνυμίας».

Για την τέχνη: «Ενα έργο τέχνης είναι εξισορρόπηση, ισορροπία, καθησύχαση. Δεν μπορεί να τα βλέπει όλα μαύρα ούτε ρόδινα, διότι ουσία του είναι η δικαιοσύνη. Η τέχνη παρουσιάζεται ως άποψη ζωής, όπου περίπου η θρησκεία, η επιστήμη και ο σοσιαλισμός. Το μόνο που τη διακρίνει από τις άλλες βιοτικές αντιλήψεις είναι ότι δεν είναι γέννημα του καιρού της και εμφανίζεται, κατά κάποιον τρόπο, ως η κοσμοθεωρία του ύστατου στόχου».

«Η σοφία του Ρίλκε - Ο οδηγός του ποιητή για τη ζωή», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πατάκης».

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019

Deck of cards - Τράπουλα

Σχετική εικόνα

The cards are dealt
no more shuffling
Choose carefully
the Queen , the King
the Ace , the Jack
I pulled the Joker,
see me laughing
inside my coffin

Μοιράστηκε η τράπουλα
σταμάτησε το ανακάτεμα
Διάλεξε προσεκτικά
την Ντάμα, τον Ρήγα
τον Άσο, τον Βαλέ
Τράβηξα Μπαλαντέρ,
δες με να γελώ
μέσα στο φέρετρό μου

Ελεεινός ζητιάνος

Αποτέλεσμα εικόνας για beggar painting

Δεν είμαι σε θέση, σαν ο ζητιάνος εκεί κάτω κλαίει
Να σταθώ ή να κινηθώ·ψεύδεται ,αν την αλήθεια λέει.

I am unable, yonder beggar cries,
To stand, or move; if he say true, he lies.

John Donne https://www.bartleby.com/357/182.html

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2019

Θέατρο τον καιρό της κρίσης

Εθνική Λυρική Σκηνή

https://sputniknews.gr/ellada/201903272752389-theatro-ellada-parastaseis-krisi/

Ματθαίος Παπαοικονόμου-Σιδέρης
  
Το ελληνικό θέατρο βρίσκεται αντιμέτωπο με μια διαφορετικού είδους «κρίση» απ' αυτή που θα φανταζόταν κανείς. Ο καθηγητής και κριτικός θεάτρου, Σάββας Πατσαλίδης, περιέγραψε στο Sputnik τις εξελίξεις και τις προκλήσεις για τη θεατρική παραγωγή στην Ελλάδα.

Ένα παράδοξο φαινόμενο καταγράφεται τα τελευταία χρόνια στο ελληνικό θέατρο: Παρά την οικονομική κρίση, έχουμε μια «έκρηξη» στις θεατρικές παραγωγές. Πάνω από 1.000 παραστάσεις ανεβαίνουν κάθε χρόνο, μόνο στην Αθήνα!

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου που εορτάζεται σήμερα, ζητήσαμε από τον κ. Σάββα Πατσαλίδη, κριτικό θέατρου και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στη δραματική σχολή του ΚΒΘΕ να μας μιλήσει για το τοπίο που διαμορφώνεται σήμερα στο ελληνικό θέατρο.

Στην Αθήνα, πριν 10 χρόνια, ανέβαιναν περίπου 350 με 400 παραστάσεις τον χρόνο. Πέρυσι, είχαμε πάνω από 1.300 παραστάσεις! Ο αριθμός βάζει την Αθήνα στην πρώτη γραμμή της θεατρικής παραγωγής, να συναγωνίζεται με τις κορυφαίες θεατρουπόλεις του κόσμου, όπως το Βερολίνο και το Παρίσι, επισημαίνει ο κ. Πατσαλίδης.


Ανάλογη τάση καταγράφεται και στη Θεσσαλονίκη, παρότι οι αριθμοί είναι εντελώς διαφορετικοί, με τον ετήσιο αριθμό των παραστάσεων να υπολογίζεται ετησίως σε 180 — 230.

Πώς ερμηνεύεται η ποσοτική έκρηξη μεσούσης και της οικονομικής κρίσης;

«Δείχνει αντιφατικό αν σκεφτεί κανείς ότι το θέατρο είναι μια πολύ ακριβή τέχνη», παραδέχεται ο κ. Πατσαλίδης.

Η τάση αυτή, όμως, αποτυπώνει και την ταυτότητα του θεάτρου ως παράγωγου της κρίσης. «Το θέατρο βελτιώνεται, προβληματίζεται και ωριμάζει κάτω από συνθήκες κρίσης και δοκιμασίας», υπογραμμίζει, αποδίδοντας το γεγονός στο γνώρισμα του θεάτρου «να αντιδρά απέναντι σε πράγματα που το απειλούν».

Ερωτηθείς τι είδους παραστάσεις ανεβαίνουν στα ελληνικά θέατρα, ο καθηγητής και κριτικός αναφέρει ότι «έχουμε όλα τα ρεύματα».

Υπάρχει το εμπορικό θέατρο, το θέατρο «που κοιτά το ταμείο» ανεβάζοντας παραστάσεις δοκιμασμένες. Υπάρχουν προσαρμογές έργων κλασικού ρεπερτορίου. Υπάρχουν, τέλος, οι λεγόμενες «εναλλακτικές ή πειραματικές» παραστάσεις που σύμφωνα με τον κ. Πατσαλίδη είναι και οι περισσότερες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δικαιολογούν πάντα τον εν λόγω χαρακτηρισμό.

«Αυτό που συμβαίνει με τις πιο νέες και πειραματικές προτάσεις είναι ότι δεν πείθουν ως προς τις προθέσεις τους. Αναφομοίωτα δάνεια ενσωματώνονται σε μια παράσταση χωρίς να υπάρχει κάποιο βάθος. Το αποτέλεσμα είναι πως όταν τα φώτα κλείνουν, η παράσταση ξεχνιέται. Δεν αφήνουν πίσω τους ίχνη», παρατηρεί.

Εκεί έγκειται για τον ίδιο το μεγαλύτερο πρόβλημα του νέου ελληνικού θεάτρου. «Βιάζεται να μιμηθεί, αλλά δεν έχει την υπομονή να αφομοιώσει αυτά που μιμείται με αποτέλεσμα να παραμένει διαρκώς στην επιφάνεια των πραγμάτων».

Το πρόβλημα αποτυπώνεται και στην εξέλιξη της θεατρικής παράδοσης της χώρας. «Είναι σημαντικό να μπορεί ένας καλλιτέχνης να δανείζεται. Στη συνέχεια, όμως, πρέπει να φιλτράρει αυτό που δανείζεται μέσα από τα δεδομένα της εγχώριας παράδοσης, ώστε και αυτή να βελτιώνεται», εξηγεί.

Δίνει ως παράδειγμα ότι πολλοί νέοι Έλληνες σκηνοθέτες στρέφονται στο γερμανικό μοντέλο θεάτρου. Ωστόσο, αυτό «δεν έχει ριζώσει στον δικό μας χώρο». «Έρχεται σαν δάνειο, αποβάλλεται σαν δάνειο και η εγχώρια παράδοση δεν προχωρά».

Μας παροτρύνει να δούμε το παράδειγμα του Κάρολου Κουν που «μπόρεσε να παντρέψει τα ξένα δάνεια που τον γοήτευαν με τις αγωνίες του εγχώριου θεάτρου και δημιούργησε έναν λαϊκό μοντερνισμό που το ελληνικό θέατρο χρειαζόταν».

Για τον κ. Πατσαλίδη, το πρόβλημα εντοπίζεται στη βιασύνη για διαρκή παραγωγή που δεν επιτρέπει τον στοχασμό πάνω στη δημιουργία. Διαπιστώνει, επίσης, ότι πολλές παραστάσεις δεν εμβαθύνουν αλλά μένουν σε μια επιφάνεια. «Από 1.300 παραστάσεις, ποιες μένουν, ποιες θυμάται;» θέτει το ρητορικό ερώτημα.

«Θα πρέπει να μας προβληματίσει ότι ενώ έχουμε τέτοια παραγωγή, οι ξένοι δε μας γνωρίζουν. Γνωρίζουν μόνο το αρχαίο θέατρο», επισημαίνει.

Παρόλα αυτά, αναγνωρίζει ότι το ταλέντο δε λείπει. «Υπάρχει σκηνοθετικό και υποκριτικό ταλέντο στο ελληνικό θέατρο. Απλώς δεν επενδύεται σωστά και με υπομονή», εκτιμά.

Παρότι το φαινόμενο δεν είναι σημείο των καιρών, η οικονομική κατάσταση δε διευκολύνει τα πράγματα. Πολλοί σκηνοθέτες και ηθοποιοί αναγκάζονται να κάνουν περισσότερες από μια δουλειές κάθε χρόνο. Η πολυδιάσπαση αυτή, όμως, έχει και το σχετικό τίμημα. «Οι περισσότερες δουλειές είναι διεκπεραιωτικές», παρατηρεί ο κ. Πατσαλίδης και αναρωτιέται πώς μέσα σε μόλις δύο μήνες θα μπορέσεις να πειραματιστείς, να δοκιμάσεις τις ιδέες σου, να δουλέψεις σε βάθος.

«Κατά πόσον το ελληνικό θέατρο αντλεί τη θεματολογία του από την επικαιρότητα», είναι το επόμενο ερώτημα που θέσαμε στον κ. Πατσαλίδη.

Επικαλείται τον Αριστοτέλη που έλεγε πως ό,τι αφορά την πόλη, είναι πολιτικό. Έτσι και το θέατρο είναι πάντα πολιτικό με την έννοια ότι αφορά την πόλη και αγγίζει θέματα που ενδιαφέρουν τον άνθρωπο και τον πολίτη.

Υπάρχει το λεγόμενο «θέατρο — ντοκουμέντο», εξηγεί, το οποίο βλέπουμε σε όλη την Ευρώπη, και «εστιάζει πιο έντονα στην κρίση και τα συμπτώματά της». Αποτελεί, όμως, μειοψηφικό κομμάτι του ελληνικού θεάτρου.

Το θέατρο, όμως, ασχολείται εν γένει με θέματα που απασχολούν τον ευρύτερο κοινωνικό χώρο, όπως τη διαφθορά ή την κατάρρευση του οικογενειακού ιστού. Προβλήματα, δηλαδή, που μας αφορούν.

«Το θέατρο είναι σεισμογράφος του κοινωνικού σώματος και μάλιστα ο πιο άμεσος», υπογραμμίζει ο κ. Πατσαλίδης. «Είναι ένα σφουγγάρι που θα απορροφήσει αμέσως όλες τις παθογένειες του ελληνικού σώματος. Απλώνεται σαν βεντάλια πάνω από το κοινωνικό σώμα, το καθρεπτίζει και το σχολιάζει».

Ο θεατής, βγαίνοντας από μια παράσταση θα πρέπει να είναι «πιο πλούσιος», να έχει μάθει κάτι, να έχει προβληματιστεί. Εκεί έγκειται για τον ίδιο, η αποτυχία πολλών παραστάσεων. «Εάν δεν με κάνουν πιο πλούσιο, γιατί να πάω θέατρο και να μη μείνω στην τηλεόραση;» αναρωτιέται.

Σε κάθε περίπτωση, ο κόσμος συνεχίζει να πηγαίνει θέατρο, εκτιμά ο κ. Πατσαλίδης. Παρόλα αυτά, το θέατρο, όπως λέει, «δεν κατέχει τον ρόλο που είχε παλιά», γεγονός που αποδίδει στο ότι η κοινωνία έχει γίνει πλέον «θεατρόμορφη».

«Η ίδια η κοινωνία είναι ένα θέατρο, είναι μια κοινωνία της εικόνας. Ο κόσμος παίζει ρόλους. Οι πολιτικοί παίζουν θέατρο και το θέατρο περνάει στο περιθώριο», δηλώνει.

Παλιότερα,, ο θεατρικός συγγραφέας είχε χρόνο να σκεφτεί και έδειχνε προς το αύριο. «Σήμερα το θέατρο τρέχει πίσω από την πραγματικότητα. Τρέχει προσπαθώντας να προλάβει μια πραγματικότητα που του διαφεύγει διότι είναι καβάλα στην υψηλή τεχνολογία, η οποία είναι πιο μπροστά από την ανθρώπινη φαντασία».

Το ερώτημα, άλλωστε, που κυριαρχεί στο παγκόσμιο θέατρο είναι ακριβώς το «τι είναι πραγματικό». «Σήμερα το "πραγματικό" ορίζεται από άλλους φορείς και όχι από το θέατρο: από το ίντερνετ, το κινητό, την τηλεόραση. Η τεχνολογία ορίζει τη σχέση μας με την πραγματικότητα και πέταξε έξω το θέατρο».

Υπό το πρίσμα αυτό, υπάρχει άραγε ο κίνδυνος το θέατρο να καταστεί παρωχημένο;

Ο κ. Πατσαλίδης εμφανίζεται σίγουρος ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί. «Το θέατρο έχει μια συνταγή επιβίωσης. Πάντα επιβιώνει, ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές. Απλώς οι προκλήσεις και το μέγεθος είναι που αλλάζουν».

Hide and seek - Κρυφτό

Αποτέλεσμα εικόνας για mask painting

Break my hand
Break my leg
Break my head , if you wish
But touch not my mask 

Σπάσε μου το χέρι
Σπάσε μου το πόδι
Σπάσε μου το κεφάλι , αν το θες
Μα τη μάσκα μου μην αγγίξεις

Ένας ποιητής αρχιεπίσκοπος

https://orthodoxia.info/news/%CF%83%CF%84%CF%85%CE%BB%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CF%8C%CF%82-%CF%87%CE%B1%CF%81%CE%BA%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CE%BA%CE%B7%CF%82-%CE%BF-%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B9%CE%B5%CF%80%CE%AF%CF%83%CE%BA%CE%BF%CF%80/

Tου Γιάννη Πυργιωτάκη* Χριστούγεννα. Μέρες οικογενειακές. Μέρες περίσκεψης και περισυλλογής. Αναδρομές, επανεκτιμήσεις, προβολές για το μέλλον στο πνεύμα των ημερών. Και μέσα στο ζεστό οικογενειακό περιβάλλον, ένα βιβλίο στο χέρι συμπληρώνει την θαλπωρή του σπιτιού. Κάτι διαφορετικό από τα βιβλία της «επαγγελματικής» απασχόλησης αυτή τη φορά. Κάτι πιο ζεστό, πιο ανθρώπινο. Και τώρα τελευταία όταν αποζητώ κάτι που με τέρπει και με στρέφει σε εσωτερικές αναζητήσεις και προσμονές, προστρέχω συχνά στον μεγάλο Κρητικό ποιητή, τον Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας, Στυλιανό Χαρκιανάκη, έναν από του μεγαλύτερους νεοέλληνες ποιητές κατά την κρίση μου.

Πλούσιος ο αμητός. Πάνω από τριάντα οι ποιητικές συλλογές, στο ενεργητικό του Αρχιεπισκόπου. Και βέβαια δεν είναι μόνον η ποσότητα. Αυτό που μετρά είναι η ποιότητα. Έχω στα χέρια μου την ποιητική συλλογή «Ο Βαθμός της Εκπλήξεως» (Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, 2001). Και είναι όντως μέγας ο βαθμός της εκπλήξεως που αισθάνομαι συλλαβίζοντας προσεκτικά με όλες μου τις αισθήσεις την ποίηση του ιερωμένου ποιητή από τη μια σελίδα στην άλλη, από το ένα ποίημα στο άλλο. Ύψιστη η τελειότητα.

Ένας βαθιά ερωτικός ποιητής με έναν καθολικό Παπαδιαμαντικό ερωτισμό που, όπως και στον κυρ-Αλέξανδρο, διαχέεται παντού και διαπερνά τα έμψυχα και τα άψυχα αυτού του κόσμου και συνθέτει ποιήματα μοναδικά, για τα πάντα. Γιατί στην ψυχή του ιερωμένου ποιητή δεν φαίνεται να υπάρχουν μικρά και μεγάλα, σημαντικά και ασήμαντα. Μέσα στον δικό του κόσμο, κόσμος το κάθε πράγμα.

Ένας μικρόκοσμος το κάθε πλάσμα, καθόλου υποδεέστερος του άλλου κόσμου, του κόσμου του άπειρου. Ποιος θα μπορούσε για παράδειγμα να φανταστεί ένα ποίημα γραμμένο για «το σκοτωμένο σκυλί πάνω στην άσφαλτο» (σελ. 169), για «μια κατσαρίδα σκοτωμένη στο πάτωμα» (σελ. 73) ή για ένα παπούτσι τρύπιο, πεταμένο στο δρόμο; Κι όμως, το καθένα από αυτά είναι μια ιστορία ολόκληρη. Έτσι και το τρύπιο παπούτσι κουβαλάει μια ιστορία, έναν ολόκληρο κόσμο. Και η ευαισθησία του ποιητή μπορεί να διεισδύσει σ’ αυτόν τον κόσμο και να τον αναπλάσει, να του δώσει πνοή. Και μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο το τρύπιο παπούτσι, αυτό το ευτελές (για μας τους άλλους) αντικείμενο κι αυτό τόσο σύνηθες θέαμα, που έπαυσε να προκαλεί (σε μας τους άλλους) μια οποιαδήποτε αίσθηση, παίρνει τις δικές του διαστάσεις, αξίζει να γίνει ποίημα και γίνεται από τον Αρχιεπίσκοπο Ποιητή:

Το αειπάρθενο της ζωής
Ένα παπούτσι τρύπιο έχει μια ιστορία
το ειδύλλιο με το δρόμο
οι καθημερινοί αποχαιρετισμοί
και οι εκ νέου συναντήσεις με το πόδι
μα πάνω απ’ όλα η μακρυνή ανάμνηση
σχεδόν διαλυμένη στα υγρά της βυρσοδεψίας
πως κάποτε το δέρμα αυτό το βαμμένο
ήταν επιδερμίδα που πονούσε και κρύωνε (σελ. 31).

Έτσι το τρύπιο παπούτσι μας οδηγεί στις πρωταρχικές του ρίζες, σ’ αυτό το μακρινό ζώο, που κάποτε είχε επιδερμίδα που πονούσε και κρύωνε. Και τώρα πονάει ο ίδιος και προκαλεί και σ’ όλους εμάς αυτή την περισυλλογή για το ζώο που χάθηκε. Εκεί λοιπόν που τα πράγματα παύουν να προκαλούν τη δική μας αίσθηση, λειτουργεί η ευαισθησία του ποιητή, ανακαλύπτει τις λειτουργικές σχέσεις, τις συνέχειες και τις ασυνέχειες μεταξύ των πλασμάτων και συνθέτει ποιήματα για τα χαμένα, τα ματαιωμένα και τα απρόσμενα.

Κι όποιος διαβάζει την «Δεντρόμορφη Παναγία», δεν μπορεί παρά να αισθανθεί πως για τον ποιητή φαίνεται να κατοικεί μέσα στο κάθε πλάσμα ο ίδιος ο Δημιουργός. Αντιλαμβάνεται ο προσεκτικός αναγνώστης πως στην εσώτερη αντίληψη του ιερωμένου ποιητή Δημιουργός και δημιούργημα συμπίπτουν, γι’ αυτό δεν υπάρχουν μικρά και μεγάλα, υπάρχουν μόνο δημιουργήματα. Γιατί «οι χυμοί της ζωής κυκλοφορούνε συγχρόνως/ αλληλέγγυα σ’ όλο το σώμα της δημιουργίας» (σελ. 150). Γι’ αυτό και ο Αρχιεπίσκοπος θρηνεί για το δέντρο που κόψανε άξαφνα κι απροσδόκητα μπροστά από το παράθυρό του.

Θρηνεί την καστανιά
«που για τόσα χρόνια ήταν η φυσική κουρτίνα
στο πλατύ μεγάλο παράθυρο
ακουμπισμένη κατάσαρκα στα τζάμια» (σελ. 48).
Κι όταν ο δεσμός τους ο ιερός κόπηκε μαζί με το δέντρο που βίαια κι απροσδόκητα κόψανε είναι ως να αφαίρεσαν ένα κομμάτι από τον ίδιο τον εαυτό του, ως να σταμάτησαν οι χυμοί της ζωής του ποιητή να επικοινωνούν με τους χυμούς του δένδρου. Δημιουργείται κενό και τότε δικαίως εκείνος διαμαρτύρεται, υψώνει τη φωνή του, πλέκει τον δικό του ύμνο για την «Δεντρόμορφη Παναγία»:
«Το κόψανε το δέντρο το ιερό
ημέρα Σάββατο δώδεκα Μαϊου
…..
Θα βάλω λοιπόν να σημάνουν αργά
δεκαπέντε χτυπήματα του καθεδρικού οι καμπάνες
όσα τα χρόνια που ζήσαμε μυστικά
η Καστανιά Παντάνασσα
κι εγώ χωρίς ανάσα.
Θα βάλω ακόμη τ’ άλλα δένδρα της αυλής
να χαμηλώσουν τα κλαδιά -μεσίστιες σημαίες
και τα πτηνά να βουβαθούνε ομοθυμαδόν
ενός λεπτού σιγή για τη δεντρόμορφη Παναγία» (σελ. 50).

Αυτή η σχέση δημιουργήματος και Δημιουργού κι αυτή η οριζόντια διασύνδεση των πλασμάτων, είναι σαν να μεταφέρει ξανά τον ποιητή Αρχιεπίσκοπο στο αρχικό εκείνο παιδικό στάδιο του «ανθρωπομορφισμού» και τον κάνει να δίνει ανθρώπινη μορφή και να επικοινωνεί με τα πάντα. Έτσι, με μια παιδική/Παπαδιαμαντικήν αγνότητα, μπορεί να συνομιλεί με κάθε πλάσμα και να γίνεται ένα μαζί του, μπορεί να κατανοεί τις λειτουργικές σχέσεις μεταξύ των στοιχείων της φύσης και να περιπλέκει χαριτωμένα παιχνιδίσματα. Παραθέτω ένα μικρό μόνο τέτοιο ποίημα-παιχνίδισμα:

Διαψεύσεις
«Νομίζαμε πως φεύγοντας ο ήλιος
Θα ‘παιρνε μαζί του τις σκιές.
Μα κείνες ενωθήκαν σαν βασίλεψε
Και κάμανε τη νύχτα»… (σελ. 165)

Συναντούμε συχνά στην ποίηση του Αρχιεπισκόπου αυτήν την μοναδική ευρηματικότητα, που πηγάζει από τις αρχέγονες σχέσεις των πραγμάτων και το αειπάρθενο της ζωής. Κι αυτά είναι συνήθως μικρά ποιήματα, σύντομα επιγράμματα με μεγάλη σημασία και βαθύ νόημα. Γιατί θα ήταν αστείο να περιορίσει κανείς το νόημα του ποιήματος μόνο στις σκιές με την κυριολεκτική τους σημασία. Υπάρχουν σκιές και σκιές που προκαλούν νύχτες και … νύχτες. Κι όποιος υποτιμήσει τις σκιές, βρίσκεται συχνά μακριά … νυχτωμένος. Και η αλληγορία δεν είναι σπάνια στην ποίηση του Αρχιεπισκόπου. Φτάνει μόνο να την αναζητήσει κανείς ανάμεσα στις γραμμές και μέσα στις αποσιωπήσεις του. Η ίδια αλληγορία υποκρύπτεται και σε πολλά άλλα τέτοια μικρά, επιγραμματικά σχεδόν, ποιήματα μεγάλης σημασίας. Ένα ακόμη:

Προσανατολισμός
«Όλα τα ποτάμια που κυλούν
ορμητικά ή ράθυμα
έχουνε μια μονάχα νοσταλγία:
τη θάλασσα» (σελ. 67).

Εκεί όμως που ευαισθησία του ποιητή υπερβαίνει τα όριά της είναι η βαθιά θλίψη για τα ανθρώπινα. Και καθώς μοιάζει να πλημμυρίζει το είναι του από εσωτερική μοναξιά, αλλά και μεγάλη πληρότητα, μπορεί να διεισδύει στα εσώτερα της ανθρώπινης ψυχής και της ανθρώπινης ύπαρξης σε όλες της σχεδόν τις εκδοχές και σε όλες τις ψυχικές της διακυμάνσεις και μεταπτώσεις. Δεσπόζει βέβαια η βαθιά κατανόηση του ανθρώπου και κυρίως του μοναχικού και του πονεμένου. Ο άνθρωπος της μοναξιάς βρίσκει καταφύγιο μέσα του. Γιατί

«Αν δεν είδες άνθρωπο σε μπαλκόνι
να θαυμάζει το κενό
θα πει πως δεν εγνώρισες
τα στοιχειώδη της ζωής:
την πλήξη
την απόγνωση
τη νοσταλγία» (σελ. 171).
Και περικλείει πολλή συμπάθεια και μεγάλη αγάπη για τον μοναχικό άνθρωπο η ψυχή του: «Δεν υπάρχει πιο πένθιμο θέαμα
από το να δεις άνθρωπο να τρώει μόνος του» θα πει (σελ. 150). Κι αυτό το αίσθημα της μοναξιάς φαίνεται να είναι το φρικτότερο των αισθημάτων.
«Η μοναξιά είναι μια αρρώστια
που παραμορφώνει
όχι μονάχα πρόσωπα
αλλά και τα έπιπλα και τα σπίτια» (σελ. 167).

Και ιδού η απόδειξη από το ποίημα Καστελλόριζο:
«Τα ερειπωμένα τώρα σπίτια δεν αναπνέουν
μήτε τολμάς να ψάξεις για πορτοπαράθυρα
όμως ολόλευκοι όγκοι σιωπής
με προτεταμένα μπαλκόνια στο πέλαγο
σαν στήθη που δεν ολοκλήρωσαν το θηλασμό
επικαλούνται τα ναυαγισμένα καΐκια…» (σελ. 141)

Κρυφή επιθυμία να εξοντωθεί αυτό το απεχθές αίσθημα που εξοντώνει τα πάντα. Γι’ αυτό ο καπνιστής καθώς στρίβει το τσιγάρο του καθισμένος μόνος του στο παγκάκι …
«Κάποια στιγμή τα δάχτυλα ξεχάστηκαν
κι άρχισαν να πιέζουν ασφυκτικά το τσιγάρο
λες και ο ταλαίπωρος νόμιζε ασυναίσθητα
πως έσφιγγε της μοναξιάς το λαρύγγι» (σελ. 191).

Αυτόν λοιπόν τον άνθρωπο της μοναξιάς και της απόγνωσης προσπαθεί να περιθάλψει και ως ιερωμένος και ως ποιητής. Τον δικό του πόνο κάνει τραγούδι, σ’ αυτόν αφιερώνει μεγάλο μέρος της ζωής και της ποίησής του. Ωστόσο όταν μιλάει για θάνατο, μιλά με τον ήρεμο λόγο του αυτονόητου, του αναμενόμενου, του βέβαιου που δεν προκαλεί αρνητικά συναισθήματα, αφού

«… όσο συχνότερα πεθαίνεις
τόσο βαθύτερα ζεις» (σελ. 156).

Και, συχνά, όταν μιλάει για το θάνατο -«τη μόνη απροσποίητη χειρονομία μας»- ο λόγος του είναι λόγος για τη ζωή. Συχνά δηλαδή ζωή και θάνατος συμπλέκονται σε μια υπερβατική κατάσταση. Και φαίνεται πως αυτοί οι άνθρωποι που δεν ενδίδουν σε τέτοιες διακρίσεις είναι ακριβώς αυτοί που θαυμάζει ο ποιητής. Έτσι μιλάει με πολύ θαυμασμό για τον καπετάνιο που πίνει απ’ την ίδια κούπα κρασί (δηλαδή ζωή) και θάνατο:

«Ο καπετάνιος που πεθαίνει στη στεριά
με την ψυχή λησμονημένη στο καϊκι
ήξερε να μεθά και να κινδυνεύει
πίνοντας απ’ την ίδια κούπα κρασί και θάνατο» (σελ. 207).
Επιφυλάξεις διατηρεί μόνο όταν ο θάνατος απειλεί αυτούς που δεν γνώρισαν ακόμη τη ζωή, τα παιδιά και τους έφηβους. Κι είναι κι αυτό ακόμη μια ένδειξη της εγγύτητας του ενός με το άλλο, της ταυτότητας και της διάκρισης των εννοιών της ζωής και του θανάτου. Έτσι συμβουλεύει:
«Μην πείτε στα παιδιά πως οι μεγάλοι πεθαίνουν
γιατί θα φοβηθούν να μεγαλώσουν» (σελ. 175). Κι όταν
ο θάνατος αναφέρεται στο στον έφηβο, δηλαδή τον
«νέο άνθρωπο που δεν πρόλαβε να σταθεί
και να ριζώσει έστω για λίγο στον ρέοντα κόσμο», ο ποι
ητής θέλει απλώς να εκφράσει τη θλίψη του γιατί «ο έφη
βος κεραυνοβολήθηκε
καθώς βρισκόταν εν καλπασμώ
προς το φως…» (σελ. 167-168).

Με την ίδια άνεση τραγουδά, έστω και σπανιότερα, τις χάρες και τις χαρές της ζωής. Έτσι μιλά με τη λεβεντιά του δεξιοτέχνη χορευτή για τον «πεντοζάλη άνεμο που τρώει/ τα σωθικά του Κρητικού στην ξενιτιά» (σελ. 56). Κι ακόμη εκφράζεται με κάποια περιφρόνηση, για τους δειλούς και τους άτολμους, γι’ αυτούς που στην κρίσιμη ώρα αντί να πάρουν θέση ξεκάθαρη, κάνουν αυτό που βολεύει κάθε φορά, δηλαδή κοινώς «κάνουν την πάπια», θέλοντας να διδάξει πως πρέπει να τολμάς, να παραμένεις αταλάντευτος.
«Αλίμονο σ’ αυτούς
που δεν αμφισβητήθηκαν
γιατί θα πει πως ταυτιστήκαν
μ’ όλους τους ανθρώπους
Αλίμονο σ’ αυτούς
που δεν διώχτηκαν
γιατί θα πει πως δεν πολέμησαν
μήτε με σκιές….» (σελ. 117).

Μάνα και Παναγιά φαίνεται να συγκινούν ιδιαίτερα τον ιερωμένο ποιητή και αποτελεί αυτό ένα ακόμη κοινό σημείο με τον Μεγάλο Αλλοδαπό της Αθήνας, τον Άγιο των Ελληνικών Γραμμάτων, Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Οι δυο τους χωρίς να ταυτίζονται φαίνεται να έχουν πολλά κοινά σημεία. Κι αυτή η αδυναμία προς τη μάνα γίνεται και για τον ιερωμένο ποιητή συχνά λόγος ποιητικός. Πολλά τα ποιήματα που μιλάνε για Κείνη την φτωχιά και περήφανη μάνα, αυτήν που ήξερε να θυσιάζεται για «να θρέψει τα λιμώττοντα ορφανά Της». Τη μάνα που

«Ήτανε μαραμένα τα χέρια Της
σαν άνθη που τα κόψαν την αυγή
και τα λησμόνησαν
χωρίς νερό στο ανθογυάλι» (σελ. 37).
Ακόμη κι όταν αυτή πια δεν υπάρχει, εκείνος προσπαθεί καρτερικά μια μάταιη επικοινωνία μαζί της.
«Αν και ξέρω πως λείπεις
και το τηλέφωνό σου δεν θ’ απαντήσει
σχηματίζω αργά, τελετουργικά τον αριθμό
που μεσίτευε άλλοτε τη φωνή σου
έχοντας την ικανοποίηση του τυφλού
που χτυπά το ραβδί
και νομίζει πως βλέπει το δρόμο.
Παρόλο που έφυγες
και ξέρω πως δεν θα γυρίσεις
μιλώ στο κενό χωρίς να φοβούμαι
πως τα λόγια μου πάνε χαμένα
γιατί γνωρίζω πως συλλαβίζοντας τ’ όνομά σου
σου εξασφαλίζω μια μορφή αθανασίας
παράλληλα στη θλίψη και στο θάνατο…» (σελ. 23).

Και σε ένα άλλο ποίημα ανοίγει μαζί της άλλο διάλογο:

Επιμνημόσυνο
«Γιατί νομίζεις σου ΄βαλα το κάδρο;
απλούστατα
για να μην απλωθεί η μορφή Σου
σ’ ολόκληρο τον τοίχο
για να μην εκταθεί η μορφή Σου
μέσα κι έξω απ’ το σπίτι
και δεν μπορούν πια να Σ’ αγκαλιάζουν
τα δακρυσμένα μάτια μου …» (σελ. 40).
Ας μου επιτρέψει ο Αρχιεπίσκοπος τη δική μου έμμετρη απάντηση στο πρόσωπό του:
Στον Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας ΣΤΥΛΙΑΝΟ
Και νομίζεις θα βρεθεί στ’ αλήθεια κάδρο
να θέσει όρια στη μορφή Σου;
Απλούστατα
και με χίλια κάδρα
η μορφή Σου θ’ απλώνεται απεριόριστα στους τοίχους.
Με χίλια κι άλλα χίλια κάδρα
η μορφή Σου θα εκτείνεται μέσα κι έξω απ’ το σπίτι
και θ’ αγκαλιάζει τους ουρανούς και το Σύμπαν.
Και χίλια κι άλλα χίλια μάτια
θα Σ’ ατενίζουν βουρκωμένα
αναζητώντας ταπεινά το
έλεος και την ελπίδα στο πρόσωπό Σου.

Θα μπορούσε κανείς να πει χίλια κι άλλα χίλια λόγια για τον μεγάλο νεοέλληνα ποιητή. Και είναι μεγάλος γιατί έχει τη δική του ταυτότητα. Μπορεί κάποιοι στίχοι του να θυμίζουν καμιά φορά Καβάφη ή Βρεττάκο, αλλά ο Αρχιεπίσκοπος είναι ο εαυτός του. Έχει τη δική του ποίηση, τη δική του ποιητική ταυτότητα, όπως διαμορφώθηκε από τη μακροχρόνια ποιητική του δημιουργία. Αυτήν την ποιητική του ταυτότητα υπηρετεί με συνέπεια και συνέχεια. Έτσι ο ιερωμένος ποιητής δεν περιορίζεται μόνο να ιερουργεί από το Άγιο Βήμα, Άξιος και Πανάξιος λειτουργός του Κυρίου, αλλά το ίδιο άξια και πανάξια ιερουργεί την Τέχνη από την ωραία πύλη της ποιήσεως, γιατί όπως θα ομολογήσει ο ίδιος το ποίημα είναι οδύνη, το ποίημα είναι πάθημα.

«Το ποίημα συλλέγεται με χούφτες τρεμάμενες
όπως τα δάκρυα στο μαντήλι

το μαργαριτάρι από πληγωμένο κοχύλι» (σελ. 204).
Του ευχόμαστε να έχει υγεία για να ιερουργεί πολλά χρόνια ακόμη και στους δύο ναούς: Το ναό του Κυρίου και το ναό της ποίησης.

* O Γιάννης Πυργιωτάκης είναι καθηγητής και πρ. Αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Κρήτης

**Το κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Πατρίς» Ηρακλείου τον Δεκέμβριου του 2007

Τὸ σχοινὶ τοῦ Πατριάρχη - Ὁ Σαμουήλ

Αποτέλεσμα εικόνας για Τὸ σχοινὶ τοῦ Πατριάρχη 
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/aristotelhs_balawriths_poems.htm#%CE%A4%CE%9F_%CE%A3%CE%A7%CE%9F%CE%99%CE%9D%CE%99_%CE%A4%CE%9F%CE%A5_%CE%A0%CE%91%CE%A4%CE%A1%CE%99%CE%91%CE%A1%CE%A7%CE%97

Τὸ σχοινὶ τοῦ Πατριάρχη

Πῶς μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος;... ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου, 
τὰ φτερωτά σου τὰ ὄνειρα;... Γιατί στὸ μέτωπό σου 
νὰ μὴ φυτρώνουν, γέροντα, τόσες χρυσὲς ἀχτίδες,
ὅσαις μᾶς δίδ᾿ ἡ ὄψη σου παρηγοριαὶς κ᾿ ἐλπίδαις;...
Γιατί στὰ οὐράνια χείλη σου νὰ μὴ γλυκοχαράζῃ, 
πατέρα, ἕνα χαμόγελο;... Γιατί νὰ μὴ σπαράζῃ 
μέσα στὰ στήθη σου ἡ καρδιά, καὶ πῶς στὸ βλέφαρό σου 
οὔτ᾿ ἕνα δάκρυ ἐπρόβαλε, οὔτ᾿ ἔλαμψε τὸ φῶς σου;...

Ὁλόγυρά σου τὰ βουνὰ κ᾿ οἱ λόγγοι στολισμένοι 
τὸ λυτρωτή τους χαιρετοῦν... Ἡ θάλασσ᾿ ἀγριωμένη 
ἀπὸ μακρὰ σ᾿ ἐγνώρισε καὶ μ᾿ ἀφρισμένο στόμα 
φιλεῖ, πατέρα μου γλυκέ, τὸ ἐλεύθερο τὸ χῶμα, 
ποὺ σὲ κρατεῖ στὰ σπλάγχνα του... Θυμᾶται τὴν ἡμέρα, 
πατέρα μου, σ᾿ ἐδέχτηκε... Θυμᾶται στὸ λαιμό σου 
τὸ ματωμένο τὸ σχοινί, καὶ στ᾿ ἅγιο πρόσωπό σου 
τ᾿ ἄτιμα τὰ ραπίσματα,... τὸ βόγγο, τὴ λαχτάρα, 
τοῦ κόσμου τὴν ποδοβολή.... Θυμᾶται τὴν ἀντάρα, 
τὴν πέτρα ποὺ σοῦ ἐκρέμασαν, τὴ γύμνια τοῦ νεκροῦ σου, 
τὸ φοβερὸ τὸ ἀνέβασμα τοῦ καταποντισμοῦ σου...

Δὲν ἐλησμόνησε τὴ γῆ ποὺ σὤγινε πατρίδα,
Οὔτε τὸ χέρι ποὺ εὔσπλαχνο μ᾿ ὁλόχρυση χλαμύδα
Τὴ σάρκα σου ἐσαβάνωσε τὴ θαλασσοδαρμένη
Ὅταν, Πατέρα μου, ἄκαρδοι, γονατισμέν᾿ οἱ ξένοι
Τὸ αἷμα σου ἔγλυφαν κρυφὰ ῾ς τὰ νύχια τοῦ φονιᾶ σου...
Τώρα σὲ βλέπει γίγαντα, πατέρα, ἡ θάλασσά σου...
Τὸ λείψανό σου τὸ φτωχό, τὸ ποδοπατημένο,
Τ᾿ ἀνάστησε ἡ ἀγάπη μας κ᾿ ἐδῶ μαρμαρωμένο
Θὰ στέκῃ ὁλόρθο, ἀκλόνητο, κ᾿ αἰώνια θὰ νὰ ζήσῃ,
Νἆναι φοβέρα ἀδιάκοπη ῾ς Ἀνατολὴ καὶ Δύση...

Πενήντα χρόνοι πέρασαν σὰν νἄτανε μιὰ μέρα!...
Γιὰ σᾶς ποὺ εἶσθε ἀθάνατοι φεύγουν γλυκαῖς, Πατέρα
Πετοῦν οἱ ὧραις ἄμετραις῾ς τοῦ τάφου τὸ λιμάνι...
Γιὰ μᾶς... καὶ μόνη μιὰ στιγμὴ ἀρκεῖ νὰ μᾶς μαράνῃ...
Πενήντα χρόνοι ἐπέρασαν κι᾿ ἀκόμ᾿ ἡ ἀνατριχίλα
βαθειὰ μᾶς βόσκει τὴν καρδιά... Μὲ τὰ χλωρὰ τὰ φύλλα
ἀνθοβολεῖ κι᾿ ὁ τάφος σου καὶ᾿ ς τὸ μνημόσυνό σου
ὑψώνεται῾ς τὸν οὐρανὸ τὸ νεκρολίβανό σου
μὲ τῶν ἀνθὼν τὴν μυρωδιὰ καὶ μὲ τὸ καρδιοχτύπι
τοῦ κόσμου, ποὺ ἐζωντάνεψες... Γέροντα, τί σοῦ λείπει;...
Πῶς μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος;... Ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου;...
Ποιὸς εἲν᾿ ὁ πόθος σου ὁ κρυφὸς καὶ ποιὸ τὸ μυστικό σου;...

Εἶχαν ξυπνήσει ἀνέλπιστα οἱ νεκρωμένοι δοῦλοι...
Κι᾿ ἀπὸ τὸ γέρο Δούναβη ὡς τ᾿ ἄγριο Κακοσούλι
Ἔβραζε γῆ καὶ θάλασσα... σεισμός, φωτιά, τρομάρα,
Σπαθὶ καὶ ξεθεμέλιωμα καὶ δάκρυ καὶ κατάρα...
Ἐβρόντουν κι᾿ ἄστραφταν παντοῦ τα κλέφτικα λημέρια
Γοργὰ τοῦ Χάρου ἐθέριζαν τ᾿ ἀχόρταγα τὰ χέρια
Κ᾿ ἦτον ὁ πόλεμος χαρά, τὰ φονικὰ παιχνίδια...
Μὲ μιᾶς θολώνουν τοῦ Ὄλυμπου τὰ χιονισμένα φρύδια
Καὶ μαῦρα νέφη ἁπλώνονται ῾ς τοῦ Κίσσαβου τὴ ράχη.
Ἀνατριχιάζουν τὰ κλαριὰ καὶ τὰ νερὰ κ᾿ οἱ βράχοι
Μένουν παράλυτα, νεκρά, σὰν νἆχε διαπεράσει
Κρυφὸ μαχαίρι αὐτὴ τὴ γῆ κ᾿ ἐσκότωσε τὴν πλάση...

Εἶχε προβάλει ἀπὸ μακρὰ πουλὶ κυνηγημένο
Σὰ σύγνεφο μὲ τὸ βοριᾶ καὶ μαυροφορεμένο,
Σκοτείδιασε τὸν οὐρανὸ μὲ τὰ πλατειὰ φτερά του,
Καὶ μὲ φωνὴ ποὺ ἐξέσχιζε σκληρά τα σωθικά του,
Ἐρέκαξε κ᾿ ἐμούγκρισε... «Χτυπάτε, πολεμάρχοι!...
Ἀπ᾿ ἄκρη ῾ς ἄκρη ὁ χαλασμός... Κρεμοῦν τὸν Πατριάρχην!»...

Τοῦ μυστικοῦ διαλαλητῆ πέφτει ῾ς τὴ γῆ ῾ς τὸ κῦμα
Τὸ φλογερὸ τὸ μήνυμα κι᾿ ἀπὸ ἕνα τέτοιο κρῖμα
Ἐφύτρωσε ἄσβεστη φωτιὰ καὶ μὲ τὴ δύναμή σου
Ἐθέριεψε, ἐζωντάνεψε τ᾿ ἄτιμο τὸ σχοινί σου
Κ᾿ ἔγεινε φίδι φτερωτὸ ῾ς τὸν κόρφο τοῦ φονιᾶ σου...
Καλόγερε, πῶς δὲν ξυπνᾷς νὰ ἰδῇς τὰ θαύματά σου;...

Ἀναστηλώνεται ὁ Μοριᾶς... ἡ Ρούμελη μουγκρίζει...
Ἱδρώνουν αἷμα τὰ βουνά, τὸ δάκρυ πλημμυρίζει...
Παντοῦ παράπονο βαθύ, κι᾿ ἀλαλαγμοὶ καὶ θρῆνοι...
Διαβαίνει ἡ μαύρ᾿ ἡ ἄνοιξη... τὰ ρόδα μας, οἱ κρίνοι
Λησμονημένοι τήκονται καὶ τὰ πουλιὰ σκασμένα
Ἀφήνουν ἔρμη τὴ φωλιὰ καὶ φεύγουνε ῾ς τὰ ξένα...
Σ᾿ τοῦ Γερμανοῦ τὸ μέτωπο κρυφὰ γλυκοχαράζει
Τοῦ Γένους τὸ ξημέρωμα... Πᾶσα ματιά του σφάζει...
Διωγμέν᾿ ἀπὸ τὸν Κάλαμο, μὲ τὴν ψυχὴ ῾ς τὸ στόμα,
Χιλιάδες γυναικόπαιδα δὲ βρίσκουν φοῦχτα χῶμα
Νὰ μείνουν ἀκυνήγητα καὶ ὁ Χάρος δεκατίζει...
Ρυάζεται ὁ Βάλτος, σὰ θεριὸ τὴ χαίτη του ἀνεμίζει...
Φλόγα παντοῦ καὶ σίδερον... δὲν θ᾿ ἀπομείνῃ λόθρα...
῾ς τὴν Κιάφα νεκρανάσταση...῾Σ τοῦ Πέτα καταβόθρα...
Πέτρα δὲ μένει ἀσάλευτη... κλαρὶ χωρὶς κρεμάλα...
Ἐρημιὰ καὶ ξεθεμέλιωμα ῾ς τὴν Τρίπολη,῾ς τοῦ Λάλα...
Κι᾿ ὅταν τὸ χέρι ἐχόρταινε καὶ ἔπεφτε στομωμένο
Νὰ ξανασάνῃ τὸ σπαθὶ ῾ς τὴ θήκη ξαπλωμένο,
Ἐφώναζε ὁ ἀντίλαλος... «Χτυπᾶτε, πολεμάρχοι!...
Ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη ὁ χαλασμός... Κρεμοῦν τὸν Πατριάρχη!».

Φριμάζουν τὰ Καλάβρυτα... Καπνίζει τὸ Ζητούνι...
κ᾿ ἡ Μάνη ἡ ἀνυπόμονη τεντώνει τὸ ρουθοῦνι
Σὰν τὸ καθάριο τ᾿ἄλογο, νὰ μυρισθῇ τ᾿ ἀγέρι
Ποῦ, ταχυδρόμος τ᾿ οὐρανοῦ, μὲ τὰ φτερά του φέρει
Τοῦ Διάκου τὴ σπιθοβολὴ καὶ τὴν ἀναλαμπή του...
Ὁ γυιὸς τ᾿ Ἀνδρούτζου ῾ς τὴ Γραβιὰ στηλώνει τὸ κορμί του
Κ᾿ ἐπάνω του, σὰν νἄτανε θεόκτιστο κοτρώνι,
Συντρίβεται ἡ Ἀρβανητιὰ μὲ τὸν Ὁμὲρ Βρυώνη...
Φεγγοβολοῦν τὰ πέλαγα ῾ς τὴν Τένεδο,῾ς τὴν Σάμο
Καὶ κάθε κῦμα πὤρχεται νὰ ξαπλωθῇ ῾ς τὸν ἄμμο
Ξερνώντας αἷμα καὶ φωτιά, φωνάζει... «Πολεμάρχοι!...
Ἐκδίκηση... ἄσπλαχνη... παντοῦ... Κρεμοῦν τὸν Πατριάρχη!».

Τὸ Σούλι τὸ ἀνυπόμονο ψηλὰ ῾ς τὸ Καρπενήσι
Τοῦ Βότζαρή σου τὴν ψυχὴ γιὰ νὰ σὲ προσκυνήσῃ
Σοῦ στέλλει αἱματοστάλαχτη… ῾Σ τὸν τάφο του κλεισμένο
Τὸ Μισολόγγι σκέλεθρο, γυμνό, ξεσαρκωμένο,
Δὲν παραδίδει τἄρματα, δὲν γέρνει τὸ κεφάλι...
Κρατεῖ γιὰ νεκροθάφτη του τὸ Χρῆστο τὸν Καψάλη,
Τὸ ράσο τοῦ Δεσπότη του φορεῖ γιὰ σάβανό του,
Καὶ φλογερὸ μετέωρο πετᾷ ῾ς τὸν οὐρανό του
Καὶ θάφτεται ὁλοζώντανο… ῾Σ τὸ διάβα του τρομάζουν
Τ᾿ ἀστέρια ποὺ τὸ κύτταζαν, καὶ ταπεινὰ μεριάζουν...
Κλαρὶ δὲ φαίνεται χλωρὸ καὶ τὸ στερνὸ χορτάρι
Πὤμεν᾿ ἀκόμα πράσινο, τ᾿ ἀράπικο ποδάρι
Τὸ μάρανε, τὸ σκότωσε... Χορτάσαν οἱ κοράκοι…
῾Σ τὴ Ράχοβα, ῾ς τὸ Δίστομο μὲ τὸν Καραϊσκάκη
Ἀδελφωμένο πολεμᾷ τῆς Λιάκουρας τὸ χιόνι...
Θερίζει τ᾿ ἄσπλαχνο σπαθὶ κι᾿ ὁ πάγος σαβανώνει...

Πλαταίνει πάντα ἡ ἐρημιὰ καὶ τὸ σχοινί σου σφίγγει
Τοῦ λύκου μας τοῦ ἑφτάψυχου τ᾿ ἀχόρταγο λαρύγκι...
Ὁ κόσμος ἀνταριάζεται... Καὶ τὰ σκυλόδοντά του
Ξερριζωμένα πνίγονται μὲ τὰ ρυασήματά του
῾Σ τοῦ Ναβαρίνου τὰ νερά... καὶ φεύγει... Ἀνάθεμά τον!...
Ἐσκόρπισαν τὰ σύγνεφα μὲ τ᾿ ἀστραπόβροντά των
Καὶ κούφια ἀπέμεινε ἡ βοὴ τοῦ μαύρου καταρράχτη...
Μ᾿ αὐτά... μ᾿ αὐτὰ τὰ κόκκαλα, τὰ τρίμματα, τὴ στάχτη
Ἐχτίσαμε, πατέρα μου, τὴ πτωχικὴ φωλιά μας.

Κ᾿ ἐκεῖθε ἐφύτρωσε ἡ μυρτιὰ καὶ τὰ δαφνόκλαρά μας,
Π᾿ ἀνθοβολοῦν τριγύρω σου. Γιατί τὰ δάχτυλά σου
Ἀκίνητα δὲν εὐλογοῦν τὰ μαῦρα τὰ παιδιά σου;...
Σ᾿ τ᾿ ἀνδρειωμένα σπλάχνα σου, μακρὰν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα
Ἐρρίζωσε τόσο βαθειά του Χάρου ἡ φαρμακάδα,
Π᾿ οὔτε τοῦ Ρήγα ἡ συντροφιά, καλόγερε, δὲ φθάνει
Τὰ σφραγισμένα χείλη σου ν᾿ ἀνοίξῃ νὰ γλυκάνῃ...
Οὔτε τὸ φῶς τὸ ἀκοίμητο ποὺ ῾ς τὸ πλευρό σου χύνει
Αὐτό μας τὸ περήφανο, τὸ φλογερὸ καμίνι;...
Οὔτε, τὰ δέντρα, τὰ πουλιά, τὰ πράσινα χορτάρια...
Οὔτε τὰ βασιλόπουλα, τοῦ θρόνου μας βλαστάρια,
Ποὺ θἄρχωνται νὰ χαιρετοῦν τοῦ ποιητοῦ τὴ λύρα,
Καὶ νὰ ρωτοῦν πῶς ἔγεινε τὸ ράσο σου πορφύρα;...

Τί θέλεις, γέροντ᾿, ἀπὸ μᾶς;... Δὲ νοιώθεις μιὰ ματιά σου
Πόσαις θὰ ἐφλόγιζε καρδιαὶς κι᾿ ἀπὸ τὰ σωθηκά σου
Πόση θὰ ἐβλάσταινε ζωή;... Πῶς δὲν ξυπνᾷς, πατέρα;...
Δὲ φέγγει μεσ᾿ ῾ς τὸ μνῆμα σου οὔτε μιὰ τέτοια μέρα;...

Τὸ μάρμαρο μένει βουβό... καὶ θὲ νὰ μείνει ἀκόμα,
Ποιὸς ξέρει ὡς πότ᾿ ἀμίλητο τὸ νεκρικό σου στόμα...
Κοιμᾶται κι ὀνειρεύεται καὶ τότε θὰ ξυπνήσῃ,
Ὅταν στὰ δάση, στὰ βουνά, στὰ πέλαγα, βροντήσῃ 
Τὸ φοβερό μας κήρυγμα... «Χτυπᾶτε, πολεμάρχοι! 
Μὴ λησμονεῖτε τὸ σχοινί, παιδιά, τοῦ Πατριάρχη!».


 Î‘ποτέλεσμα εικόνας για Ὁ Σαμουήλ

Ὁ Σαμουήλ

Καλόγερε, τί καρτερεῖς κλεισμένος μὲς στὸ Κούγκι;
Πέντε νομάτοι σοῦ ῾μειναν κ᾿ ἐκεῖνοι λαβωμένοι!
Κι εἶναι χιλιάδες οἱ ἐχθροὶ ποὺ σ᾿ ἔχουνε ζωσμένον!
Ἔλα νὰ δώσεις τὰ κλειδιά, πέσε νὰ προσκυνήσῃς,
κι ἀφέντης ὁ Βελῆ Πασᾶς δεσπότη θὰ σὲ κάμη!
Ἔτσι ψηλὰ ἀπ᾿ τὸ βουνὸ φωνάζει ὁ Πήλιος Γούσης.
Κλεισμένος μὲς στὴν ἐκκλησιὰ βρίσκετ᾿ ὁ Σαμουήλης,
κι ἀγέρας παίρνει τὴ φωνὴ τοῦ Πήλιου τοῦ προδότη.

Χωρὶς ψαλμοὺς καὶ θυμιατά, χωρὶς φωτοχυσία,
γονατισμένοι, σκυθρωποί, μπρὸς στὴν Ὡραία Πύλη,
πέντε Σουλιῶτες στέκονται μὲ τὸ κεφάλι κάτου.
Βουβοί, δὲν ἀνασαίνουνε, καὶ βλέπεις κάπου-κάπου
ὅπου ἕνα χέρι σκώνεται καὶ κάνει τὸ σταυρό του.
Ἀκίνητα στὸ μάρμαρο σέρνονται τὰ σπαθιά τους,
σπαθιὰ ποὺ τόσο ἐδούλεψαν γιὰ τὸ γλυκό τους Σούλι!

Δὲ φαίνετ᾿ ὁ καλόγερος, μόνος του στ᾿ ἅγιο Βῆμα
προσεύχετο κ᾿ ἑτοίμαζε τὴ μυστικὴ θυσία.
Σφιχτὰ-σφιχτὰ στὰ χέρια του ἐβάστα τὸ Ποτήρι
καὶ μύρια λόγι᾿ ἀπόκρυφα ἔλεγε τοῦ Θεοῦ του.
Τὰ μάτια κατακόκκινα ἀπ᾿ τὲς πολλὲς ἀγρύπνιες
ἐκοίταζαν ἀκίνητα τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα.
Τί θάλασσα, ποὺ κύματα ἔχει κρυφὲς ἐλπίδες!
Σιγᾶτε βρόντοι τουφεκιῶν, πάψτε φωνὲς πολέμου,
Κι ὁ Σαμουὴλ τὴν ὕστερη τὴν κοινωνιὰ θὰ πάρει!
Κ᾿ ἐκεῖ ποὺ κοίταζ᾿ ὁ παπὰς τὴ Σάρκα τοῦ Θεοῦ του,
ἐκύλησ᾿ ἀπ᾿ τὰ μάτια του στοῦ ποτηριοῦ τὰ σπλάγχνα
σὰν τὴ δροσούλα διάφανο κρυφὰ-κρυφὰ ἕνα δάκρυ.

- Θεέ μου καὶ πατέρα μου, θαμμένος ἐδῶ μέσα
ἐδίψασα... Χωρὶς νερὸ ἡ θεία κοινωνιά σου
θὰ ἔμεν᾿ ἀτελείωτη... Δέξου, γλυκέ μου Πλάστη,
αὐτὸ τὸ μαῦρο δάκρυ μου, μὴ τὸ καταφρονέσης.
ἀμόλυντο καὶ καθαρὸ βγαίν᾿ ἀπ᾿ τὰ φυλλοκάρδια.
δέξου το, Πλάστη, δέξου το, ἄλλο νερὸ δὲν ἔχω.

Ἤτανε ἥλιος κ᾿ ἔλαμψε τὸ ἱερὸ τὸ σκεῦος.
Τὸ αἷμα ἐζεστάθηκε, ἄχνισε, ζωντανεύει.
Ἀναγαλλιάζει ὁ Σαμουὴλ ποὺ εἶδε τὴ Θεία Χάρη
καὶ τρέμοντας ἀγκάλιασε τὸ θεϊκὸ ποτήρι
καὶ τό ῾σφιξε στὰ χείλη του κι ἄκουσε ποὺ χτυποῦσε
σὰν νἄτανε λαχταριστὴ καρδιά, ζωὴ γιομάτη.

Ἀνοίγ᾿ ἡ Πύλη τοῦ Ἱεροῦ, σκύφτουν τὰ παλληκάρια.
τ᾿ ἀνδρειωμένα μέτωπα τὸ μάρμαρο χτυπᾶνε
καὶ καρτεροῦν ἀκίνητά τοῦ γέροντα τὰ λόγια.
Ἐπρόβαλ᾿ ὁ καλόγερος. Τὸ πρόσωπό του φέγγει
σὰ χιονισμένη κορυφὴ στοῦ φεγγαριοῦ τὴ λάμψη.
Στὰ λαβωμένα χέρια του βαστοῦσ᾿ ἕνα βαρέλι
πού ῾κλειε μέσα θάνατο, φωτιὰ κι ἀπελπισία.

Ἐκεῖνο μόνο τό ῾μεινε, ἐκεῖνο μόνο φθάνει!
Ἐμπρὸς στὴν Πύλη τοῦ Ἱεροῦ μονάχος του τὸ στένει
καὶ τρεῖς φορὲς τὸ βλόγησε καὶ τρεῖς φορὲς τὸ φχέται.
Σὰν νά ῾ταν Ἅγια Τράπεζα, σὰν νά ῾ταν Ἀρτοφόρι
ἐπίθωσ᾿ ὁ καλόγηρος ἐπάνω τὸ ποτήρι,
καὶ σιωπηλὸς κι ἀτάραχος ἄναψε θειαφοκέρι...
Τὰ γόνατά του ἐχτύπησαν ὁρμητικὰ τὴν πλάκα,
ἐσήκωσε τὰ χέρια του, τὸ πρόσωπό του ἀνάφτει
κι οἱ πέντε τὸν ἐκοίταζαν βουβοὶ μέσα στὰ μάτια:


Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης  

Κανένας

Αποτέλεσμα εικόνας για nobody paintings

https://allpoetry.com/I'm-nobody!-Who-are-you-

Είμαι ο Κανένας! Ποιος είσαι; 
Είσαι κι εσύ  Κανένας; 
Τότε  είμαστε δύο! 
Μη το πεις ! Ξέρεις θα το διαλαλήσουν! 

Πόσο θλιβερό - να είσαι - Κάποιος! 
Πόσο κοινό - όπως ένας βάτραχος - 
Να λες το όνομα κάποιου- ολόκληρο τον Ιούνιο - 
Σε ένα αξιοθαύμαστο έλος!

Emily Dickinson