Οι μεγαλύτερες αδερφές της είχαν παντρευτεί με τις συνηθισμένες δυσκολίες,και τώρα η μικρότερη κόρη έμενε σαν ένα σιωπηλό βάρος στην καρδιά των γονιών της.Όλος ο κόσμος φαινόταν πως ενόμιζε ότι αφού δε μιλούσε,ούτε και αισθανόταν.Για τούτο συζητούσαν ελεύθερα μπροστά της.Μα αυτή είχε εννοήσει από τα πρώτα παιδικά της χρόνια,πως ο θεός την είχε στείλει σα μια κατάρα στο σπίτι του πατέρα της.Για τούτο,απόφευγε τους ανθρώπους,και προσπαθούσε να ζήσει μακριά από τον κόσμο.Αισθανόταν πως,αν όλοι τη λησμονούσαν, δε θα την ένοιαζε καθόλου. Μα, ποιος μπορεί να λησμονήσει τον πόνο; Μέρα και νύχτα η καρδιά των γονιών της πονούσε για λογαριασμό της.Ξεχωριστά, η μητέρα της την κοίταζε σαν ένα ψεγάδι,σα μια ασχήμια πάνω στον ίδιο τον εαυτό της.Για μια μητέρα,η κόρη είναι ένα μέρος του εαυτού της πιο αναπόσπαστο απ'όσο μπορεί να 'ναι ο γιος.Κι ένα ελάττωμα σ' αυτήν είναι μια πηγή προσωπικής ντροπής.Ο Μπανικάνθα,ο πατέρας της Σούμπχας,την αγαπούσε,μπορεί να πω,καλύτερα από τις δυο άλλες του κόρες.Η μητέρα της την κοίταζε με αποστροφή σαν ένα λεκέ απάνω στο ίδιο της το σώμα.
Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ,απόσπασμα από το διήγημα "Η βουβή",Ινδικά διηγήματα,εκδ.Ηριδανός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου