Το Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή είναι ένα ηθικοδιδακτικό-παραινετικό ποίημα που συνέταξε ο Γιούστος Γλυκός (ή Γλυκύς) στην Κορώνη. Αποτελείται από 632 δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους και η γλώσσα του είναι η δημώδης της εποχής, μπολιασμένη με κάποια λόγια στοιχεία. Η ημερομηνία συγγραφής του είναι η 5η Μαΐου του 1520.
105
Δὲν εἶστε σεῖς πὀζήσετε μὲ δόξαν καὶ μὲ πλοῦτον,
καὶ πῶς τὸ καταδέχεσθε κ’ εἶστε εἰς τὸν τάφον τοῦτον;
Παιδιά, γονεῖς μου, ἀδέλφια μου, καὶ οὐδὲν σᾶς ἐγνωρίζω,
ἀπὸ τοὺς ἄλλους ποὺ εἶναι αὐτοῦ δὲν σᾶς ἀποχωρίζω!
Ἐβλέπω ’τι ὅλοι ὁμοιάζετε ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλον
110
καὶ δὲν γνωρίζεται ὁ μικρὸς ποσῶς ὀκ τὸν μεγάλον,
καὶ οὐδὲν ἠξεύρω ποιούς νὰ βρῶ καὶ τίνες νὰ ρωτήσω,
τὸ ποιούς πρέπει ν’ ἀγκαλιαστῶ καὶ ποιούς νὰ χαιρετίσω,
ποιούς νὰ φιλήσω ὡς ἐδικοὺς καὶ ποιούς νὰ προσκυνήσω,
καθένα πρὸς τὴν τάξιν του καὶ ὡς πρέπει νὰ τιμήσω.
115
Πλούσιοι, κριτάδες καὶ ἄρχοντες καὶ στρατηγοὶ μεγάλοι,
ρηγάδες καὶ ἄλλους βασιλεῖς, τοὺς εἶχαν αὐτοῦ βάλει,
ποίοι εἶναι; Νὰ δείξωμεν ’ς αὐτοὺς τιμὴν καὶ δουλοσύνην,
καὶ πάλι εἰς τοὺς μικρότερους σπλάχνος καὶ καλωσύνην·
μήπως καί, οὐδὲν γνωρίζοντα, σφάλωμεν καὶ ἐντραποῦμεν,
120
’τι ἀφίνομε τοὺς βασιλεῖς καὶ τοὺς μικροὺς τιμοῦμεν.
Ἐδῶ σημάδια οὐδὲν βαστοῦν ὀχ τὰ βασιλικά τους,
γιὰ νὰ τοὺς ἐγνωρίσωμεν, μόνον τὰ φυσικά τους·
καὶ τὰ σημεῖα τὰ φυσικὰ εἰς ὅλους εἶναι ἐπίσης,
καί, ἂν ἔναι ὅτι ’ναι μιᾶς λογῆς, πῶς νὰ τοὺς ἐγνωρίσῃς;
125
Οἱ βασιλεῖς κ’ οἱ πένητες εἰς τὴν ζωὴν χωρίζουν,
καί, ὡσὰν φθαροῦσιν εἰς τὴν γῆν, βλέπω δὲν τοὺς γνωρίζουν·
ὅλα τὰ στιάτα μοιάζουσιν, ὁμοίως καὶ τὰ κεφάλια,
καὶ οὐδὲν γνωρίζει ἐδῶ τινὰς νὰ εἰπῇ ποιά ἦσαν τὰ κάλλια.
Καὶ ποῦ εἶναι τὰ παλάτια τους, ποῦ ἐχάθη ἡ βασιλειά τους,
130
ποῦ ἐσκόρπισαν οἱ ἀνθρῶποι τους, ποῦ ἐδιέβη ἡ φαμελιά τους;
Καὶ ποῦ εἶναι τὰ φουσσᾶτα τους, καὶ ποῦ εἶναι οἱ στρατιῶτες,
οἱ στρατηγοὶ κ’ ἡ δύναμις, ποὺ εἶχαν ’ς τὸν κόσμον τότες;
Ποῦ ἐφθάρησαν οἱ θησαυροί, τὰ πλούτη τὰ μεγάλα,
οἱ παρρησιὲς κ’ οἱ δόξες τους καὶ τὰ λαμπρὰ τους τ’ ἄλλα;
135
Ποῦ εἶναι τὰ τόσα ἄρματα, τὰ πλήθη τῶν ἀλόγων,
δὲν εἶναι αὐτοὶ πὀτρόμασσαν τὸν κόσμον μ’ ἕνα λόγον;
Δὲν εἶναι αὐτοὶ ὁποὺ τὸ συχνὸ ’ς τοὺς κάμπους ἐτεντῶναν
καὶ μὲ γεράκια καὶ σκυλιὰ πάντοτ’ ἐξεφαντῶναν;
Καὶ τώρα πῶς ἐγίνησαν καὶ τοὺς καταφρονοῦσιν
140
καὶ ὡσὰν καὶ τοὺς ἐπίλοιπους πατοῦν τους καὶ περνοῦσιν!
Δὲν εἶναι αὐτοὶ ποὺ μ’ ὁρισμὸν τὸν κόσμον ἐταράσσαν,
καὶ νέοι πῶς ἤλθασιν αὐτοῦ; Γιατί δὲν ἐγεράσαν
’ς τὴν δόξαν καὶ τὴν βασιλειὰν καὶ τὴν πολλὴν ἀξίαν,
ἀμμ’ ἤλθασιν καὶ κείτονται ’ς τὴν τόσην μοναξίαν;
145
Δὲν εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἐδόξαζαν νὰ ζοῦν περίσσους χρόνους
κ’ ἐκεῖ ’ς τὰ πέρατα τῆς γῆς νὰ στήσουν ἄλλους θρόνους;
Κ’ ἰδέτε τοὺς ταλαίπωρους πόσον καιρὸν ἐμεῖναν·
χρόνους πολλοὺς ἐδόξαζαν καὶ οὐδὲν ἐζῆσαν μῆναν,
ὅτι ἔφθασεν ἀπάνω τους τοῦ Χάρου τὸ δρεπάνι
150
καὶ τὸν καθένα ἐθέρισεν, καὶ οὐδὲ ἦτον οὐδ’ ἐφάνη.
Καὶ τὰ φουσσᾶτα τὰ πολλὰ κ’ ἡ δύναμις ἡ τόση
καὶ ὁ βιὸς δὲν ἐδυνήθηκεν γιὰ νὰ τοὺς ἐγλυτώσῃ·
καὶ τὰ πολλὰ πλευσίματα πὀγίνετον ὁ στόλος,
ποὺ ἀκούοντά τον ἔτρεμε κ’ ἔφευγε ὁ κόσμος ὅλος,
155
ποσῶς δὲν τοὺς ἐβόηθησαν νὰ μὲν ἐλθοῦν ’ς τὸν ᾍδη,
ἀμμ’ ἤλθασιν καὶ κείτονται μὲ τοὺς λοιποὺς ὁμάδι.
Ποῦ εἶναι οἱ πολέμοι πὄκαμαν κ’ οἱ νῖκες ποὺ νικῆσαν,
καὶ τώρα δὲν γνωρίζονται νὰ εἰπῇ τινὰς τὸ ποιοί ’σαν!
Δὲν εἶναι αὐτοὶ τοὺς ἔτρεμεν ὁ κόσμος κ’ ἡ οἰκουμένη,
160
καὶ πῶς ἐκαταστάθησαν γυμνοὶ καὶ ἀραχνιασμένοι;
Ποῦ ἐσβήσθησαν οἱ αὐθεντιές, ποῦ εἶναι τὰ μεγαλειά τους,
ποῦ ἐγίνησαν οἱ σάρκες τους, ποὺ ἐπέσαν τὰ μαλλιά τους;
Γυμνὰ κεφάλια ’πέμειναν καὶ κόκκαλα κομμάτια,
φόβος καὶ τρόμος φαίνονται τὸ στόμα καὶ τὰ μάτια!
165
Καὶ τ’ ἄλλα μέλη τοῦ κορμιοῦ ποιός νὰ τ’ ἀποχωρίσῃ,
τό ’να ’πὸ τ’ ἄλλο καθαρὰ νὰ ἰδῇ καὶ νὰ γνωρίσῃ;
Ποῦ εἶναι οἱ ἐλπίδες πὄλπιζαν, τὰ θάρρη πὀθαρροῦσαν,
τὰ βούλοντα νὰ κάμουσιν κ’ ἔλεγαν κ’ ἐμετροῦσαν;
πῶς ἦτον νὰ τ’ ἀφήσουσιν, πῶς δὲν τὰ κατωρθῶσαν,
170
σὰν δούλους πῶς τοὺς ἤφεραν ἐδῶ καὶ τοὺς ἐχῶσαν;
Θάνατε, πῶς τὸ ἐτόλμησες ; Χάρο, πῶς τὸ θυμήθης;
τὴν δύναμίν τους τὴν πολλὴν πῶς δὲν τὴν ἐφοβήθης;
Καὶ ἂν ἔναι ὅτι τοὺς βασιλεῖς δὲν βλέπεις νὰ προσέχῃς,
τοὺς ἄλλους τοὺς ἐπίλοιπους πῶς πρέπει νὰ τοὺς ἔχῃς;
175
Ἐπεὶ λοιπὸν ’ς τοὺς βασιλεῖς μὲ τέτοιαν τόλμην πάγεις,
ὅλους, ὡσὰν ἐβλέπομεν, βούλεσαι νὰ μᾶς φάγῃς!
Ὀϊμέ, καὶ πῶς νὰ κάμωμεν, πῶς νὰ σὲ λυτρωθοῦμεν,
τί γιατρικὸν νὰ εὑρίσκαμεν νὰ μὲν σὲ φοβηθοῦμεν;
Εἰς τὲς πληγές σου, ὡς λέγουσιν, δὲν βρίσκεται βοτάνι,
180
καὶ ὅποιον λαβώσῃς παρευθὺς χρειά ’ναι γιὰ ν’ ἀποθάνῃ.
Λοιπὸν ποῦ νὰ ’σφαλίστημαν νὰ μὲν παραδοθοῦμεν,
καὶ τὶ ἄρματα νὰ βρίσκαμεν γιὰ νὰ διαφεντευθοῦμεν;
Σὰν ποῦ νὰ καταφύγωμεν, μήπως καὶ οὐδὲν μᾶς εὕρῃς,
ἀλλὰ καὶ γῆν καὶ θάλασσαν ἐσὺ ὅλην τὴν ἠξεύρεις!
185
Κ’ ἐκεῖ ὅπου ψήνει τὸ ψωμὶν ὁ ἥλιος, σὰν τὸ λέγουν,
ὅσοι εἶν’ ἐκεῖ πάντ’ ἀπὸ σὲ νύκτα κ’ ἡμέραν κλαίγουν.
Δὲν ἔχει ὁ κόσμος ποὔπετε κανένα καταφύγι,
ποὺ νὰ πορέσῃ νὰ κρυφθῇ ἄνθρωπος, νὰ σοῦ φύγῃ,
οὐδὲ σκουτάρια ἢ ἄρματα ποὺ νὰ μᾶς διαφεντέψουν
190
καὶ τέχνη ὁποὺ σαγίττες σου ’ς ἐμᾶς νὰ μὲν κοντέψουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου