Γεννήθηκε στη Victoria της Αυστραλίας, στις 22 Σεπτεμβρίου του 1957. Τα πρώτα του βήματα τα έκανε στα υπόγεια της Μελβούρνης, έπειτα στις underground γειτονιές του Λονδίνου και στους δρόμους του “διχασμένου” Βερολίνου της δεκαετίας του ’80.
Είναι μια από τις πιο εμβληματικές μορφές της post-punk και γενικότερα έχει αφήσει το δικό του στίγμα στην ιστορία της μουσικής. Θα μπορούσε να πει κανείς, πως είναι ο άνθρωπος που κατάφερε να εξερευνήσει με την φαντασία του, τις πιο σκοτεινές γωνίες του ανθρώπου μυαλού με την συνοδεία της μπάσας φωνής του. Θλίψη, νοσταλγία, πόνο, αγάπη, πάθος είναι μερικά από την πληθώρα συναισθημάτων που προκαλούν οι στίχοι και η μουσική του Nicholas Edward Cave! Η μπάντα που τον έκανε ευρέως γνωστό και τον ανέλιξε ψηλά στην “πυραμίδα της μουσικής”, είναι οι “The Bad Seeds” που ιδρύθηκαν το 1983. Βεβαίως, ο Nick Cave από το 1978 μέχρι το 1983 συμμετείχε στο συγκρότημα “The Birthday party” (αρχική ονομασία ήταν The boys next door) γνωστό στους κύκλους της gothic μουσικής, με προκλητικούς στίχους και βίαιο ήχο με επιρροές από τη Jazz, Blues και τη Punk. Το 2006, επίσης, ίδρυσε το garage rock συγκρότημα των Grinderman, οι οποίοι είναι γνωστοί και ως mini Seeds.
Ο ποιητής του ερέβους, έχει μεγάλο ιστορικό στην μουσική και καταλαβαίνουμε, πως είναι ακούραστος καλλιτεχνικά αφού μετράει 16 δίσκους με τους The Bad Seeds. Η τελευταία τους επιτυχία ήταν το Skeleton tree, το οποίο έγινε το no1 σε 8 χώρες και μπήκε στο top5 σε άλλες 11 χώρες. Δεν έχουν λόγο, λοιπόν, να σταματήσουν οι Nick Cave and the Bad Seeds αφού η δεκτικότητα του κόσμου είναι πολύ μεγάλη, πράγμα που αποδεικνύεται από το γεγονός του ότι, έχουν πουλήσει 5,000,000 δίσκους παγκοσμίως. Πράγματι, η επιρροή τους εδώ και 34 χρόνια, έχει υπάρξει μεγάλη και είναι ένα από τα πιο δυναμικά και συναρπαστικά συγκρότημα του κόσμου επί σκηνής. Η συνεχής εναλλαγή των μελών των The Bad Seeds ήταν το μυστικό πίσω από τον πολυδιάστατο χαρακτήρα, με τον οποίο τα μέλη υλοποιούσαν τις ιδέες του Nick Cave.
Αν θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε τα 3 κομμάτια του Cave, που είναι άξια σεβασμού σίγουρα θα ήταν το Mercy Seat (1988), ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα και trademark τραγούδια του. Ο τίτλος μάλιστα έχει διττή σημασία: παραπέμπει στον θεό αλλά και στην ηλεκτρική καρέκλα του βαρυποινίτη. Μετά από αυτό το κομμάτι έπαψε να είναι εφευρετικός και ταλαντούχος καλλιτέχνης και έγινε απλά ο… Nick Cave. Το 1994 επιστρέφουν στην μουσική σκηνή οι The Bad Seeds με τον δίσκο “Let Love in”, στον οποίο εμπεριέχεται το τραγούδι Loverman. Σε αυτή τη φάση της ζωής του, ο Nick Cave βιώνει τον έρωτα, όχι όμως σαν θείο δώρο, αλλά ως δαίμονα και τραγουδάει αναλόγως. Κραυγές άλλοτε δαιμονισμένες και άλλοτε παραληρηματικές, συνοδευόμενες από τη γλυκιά πιανιστική μελωδία του τραγουδιού, απογειώνουν το κομμάτι και το κάνουν ένα από τα καλύτερα του Cave.
Ο Arthur ο 15χρονος γιός του, βρίσκει τραγικό θάνατο τον Ιούλιο του 2015 και βιώνει τον μεγαλύτερο εσωτερικό πόνο που μπορεί να βιώσει άνθρωπος. Το κομμάτι που δίνει το όνομα του στο δίσκο, “Skeleton tree” (2016), σφύζει από συναίσθημα, η ερμηνεία του είναι πραγματικά σπαρακτική και η συνολική ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική. Οι στίχοι του κομματιού είναι ιδιαίτερα μελαγχολικοί (αφού είναι αφιερωμένο στον γιό του) και ο τρόπος με τον οποίο ο Cave τους αρθρώνει είναι στοιχειωτικός. Συμπερασματικά, είναι ανάγκη να ομολογηθεί, πως ο Nick Cave έχει την ικανότητα μέσω των στίχων, του να εντάξει τους ακροατές του να στην ψυχοσύνθεση του και να τους κάνει να βιώσουν τα συναισθήματα του (το οποίο είναι πολύ δύσκολο να επετεύχθη από κάποιον καλλιτέχνη).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου