athensreviewofbooks
Από τον ΔΗΜΗΤΡΗ ΕΛΕΥΘΕΡΑΚΗ
Το πρώτο διάβασμα των ποιημάτων του Τάκη Παπατσώνη προκαλεί στον μεθοδικό αναγνώστη της ποίησης ένα παρόμοιο ίσως αίσθημα με εκείνο που έχει ο μαθητής του Δημοτικού την πρώτη ώρα του μαθήματος των Θρησκευτικών, ή ο πρωτοετής φοιτητής της Φιλοσοφικής που προσπαθεί να διαβάσει ένα βιβλίο φιλοσοφίας με «βατό» τίτλο, λόγου χάριν την Εισαγωγή στη μεταφυσική του Χάιντεγκερ. Αν ο φιλέρευνος αναγνώστης είναι τόσο υπομονετικός όσο και περίεργος, θα άξιζε πιθανώς τον κόπο να σταθεί σε κάποια ποιήματα της πρώτης συλλογής του Παπατσώνη με τίτλο Εκλογή Α΄ (1934), όπως λ.χ. στο ποίημα «Ταραχή», που σήμερα βρίσκεται στις αρχικές σελίδες της συγκεντρωτικής έκδοσης των ποιημάτων του που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος. Όντας, ο μεθοδικός αναγνώστης, κάποιος που έχει ενηλικιωθεί στο οικοτροφείο της μοντέρνας ποίησης, θα είναι πιθανώς έτοιμος να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του δαίμονα της «δυσκολίας», όπως επίσης και αρκετά ειλικρινής ώστε να παραδεχθεί ότι το μεγαλύτερο μέρος της ποίησης που αγαπά και διαβάζει προέρχεται από έναν κόσμο αρκετά διαφορετικό από τον δικό του. Γεγονός που σημαίνει ότι οι έννοιες και τα πράγματα της βιωμένης εμπειρίας κινούνται, για κάθε ποιητή, μέσα σε έναν κύκλο πολλαπλών συνδηλώσεων, στην καλύτερη περίπτωση κατανοητών με την καταβολή ενός κόπου που είναι απαραίτητος, γιατί ο κόπος αυτός συνήθως οδηγεί στην απόλαυση.
«Βγήκαν δυνάμεις του Αέρος και βοΐζουν/ επάνω από την πόλη μας… Ξέσπασε η Έριδα μετά το Δειλινόν, αλλά τη Νύχτα/ έφθασε σε κορύφωμα», εξαγγέλλει στους πρώτους στίχους το ποίημα. Οι εικόνες της νύχτας, του ξημερώματος, του δειλινού –όλες οι ώρες της ημέρας– μαζί με δυνατές εικόνες από τη φύση, «δασώδεις Κήπους», «Λίμνες, Καρπούς στητούς, θεόδοτους,/ χρωματιστούς, χυμώδεις και Λεοπαρδάλεις λαστικές/ με μάτια φλογοβόλα» («Αφθαρσία»), όλα αυτά τα πράγματα –με κεφαλαίο το αρχικό γράμμα τους– διατρέχουν ολόκληρο το σώμα της ποίησης του Παπατσώνη. Ωστόσο ο Παπατσώνης δεν είναι αγροτικός ποιητής· όπως δείχνει ήδη στα ποιήματα της Εκλογής Α΄, είναι ένας ποιητής του οικοδομημένου ναού –της χριστιανικής Εκκλησίας– που εμφανίζεται ως αναλογία της Φύσης, η οποία περιλαμβάνει το σύνολο του πνευματικού και του αισθητού κόσμου. Με αυτή την προϋπόθεση ξεκινά ήδη από τη δεκαετία του 1910 ένας «νεωτερικός» ποιητής που είναι συνομήλικος με τον Άγρα, τον Καρυωτάκη και τον Λαπαθιώτη:
Η Παναγία με τη ρομφαία στα σωθικά εθρήνει
και τάβλεπε όλα σκοτεινά από την πικρήν οδύνη.
Που ο Άγγελός της στις φωτιές παράδερνεν, ο Γιος της,
των παρανόμων ταπεινός και πράος και γλυκός Σώστης.
Και εμείς, οι ευγενικοί θνητοί, φριχτά ας ταπεινωθούμε
με το φαρμάκι της Νηστείας και τέφραν ας λουσθούμε.
Και η θλίψη μας, μακριά από κάθε γήινα ζιζάνια,
ας υψωθεί ως κερί λιγνό, χλωμό, προς τη μετάνοια.
«Κατάνυξις Μεγάλης Παρασκευής» (1914)
Ξανακοιτάζοντας το ποίημα «Ταραχή», είναι λογικό να αναρωτηθούμε ποια έριδα προαναγγέλλουν οι εναρκτήριοι στίχοι. Το γεγονός δεν είναι καθόλου σαφές, αλλά δεν ξεκαθαρίζεται κι αργότερα με τις αναφορές: Μάχη των Θεών και Πάλη των Στοιχείων. Πιθανώς η λύση να κρύβεται στους καταληκτικούς στίχους, τους οποίους θα επιχειρήσω να παραφράσω: είναι προτιμότερο να εξαρτάται κανείς από μια Δύναμη με δέλτα κεφαλαίο, από την «πέρα Ισχύ», ακόμη και με τρόπο «σφαλερό», παρά να παραμένει «ελεύθερος άνθρωπος», έρμαιο δηλαδή της πλάνης του «περί της βουλήσεως και όλων των αυτονομιών της».
Η ποιητική του Παπατσώνη φαίνεται λοιπόν να προϋποθέτει δύο θεμελιώδεις ιδέες: ότι ο άνθρωπος είναι «έρμαιο των Πλανών» («Ταραχή»), ζει μέσα στην αυταπάτη όπως «οι πλείστοι των ανθρώπων,/ που απ’ τον δασώδη Κήπο δεν έχουμε εκβληθεί» («Οι εκβεβηλμένοι»), μια αυταπάτη που «δεν ξέρω να ’ναι τίποτε παραπάνω, από κεντρί της φιλαυτίας/ από μαστίγιο του υπεραιρομένου» («Σχήμα περί της πλάνης»)· και ότι η «θειότητα του ανθρώπου» μαζί με την «Πράξη των Χαρίτων», η οποία πραγματώνεται με την «Απόλυση την αιφνίδια της αισχράς Αμαρτίας/ υπό του Πρεσβυτέρου, σε ώρα Εξαγοράς» («Η εξαγορά»), αποτελούν τον δρόμο προς τη θέαση της Αλήθειας, η οποία απορρέει από την «Τάξη την θεσπεσία» («Παροιμία»). «Δεν είναι φωτεινότερο πράγμα από την Αλήθεια» διαβάζουμε στον πρώτο στίχο του εναρκτήριου ποιήματος της συγκεντρωτικής έκδοσης, όπου το αντίθετο της αλήθειας δεν είναι το ψέμα, αλλά ένας θάνατος «δίχως καν την στιλπνότητα/ Κρίσεως μελλοντικιάς μετά Σαλπίγγων» («Σχήμα»). Υπό το φως της Αληθείας εξαφανίζεται σαν το «στοιχειό» οποιαδήποτε πλάνη, με την «επιφοίτηση δυνάμεων άλλων από τις ταπεινές μας»: «είναι όπως ο Πάπας, όταν αποφαίνεται για Άρθρα της Πίστεως./ Ε, τότε βέβαια, το παραδέχομαι το μέγα Αλάθητο» («Σχήμα περί της πλάνης»).
Με αυτή τη λιτή, σχεδόν προφορική φράση ανακοινώνει ο Παπατσώνης τον Δεκέμβριο του 1930 από τις σελίδες της Αλεξανδρινής Τέχνης το θρησκευτικό του credo, την εποχή που ο Κωνσταντίνος Καβάφης δημοσιεύει στο ίδιο έντυπο ποιήματα όπως «Ο Δαρείος» και το «Μύρης· Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.». Μέχρι κάποιο βαθμό, τα ποιήματα του Παπατσώνη εκείνης της δεκαετίας επιχειρούν μια συνομιλία με την ποίηση του Αλεξανδρινού με σοβαρές αξιώσεις. Ήδη το 1924 βρίσκουμε στη Νέα Τέχνη την ενθουσιώδη παραίνεση του Παπατσώνη ότι «είναι καιρός να βουτηχθούμε ολόκληροι σε ποιήσεις σαν την καβαφική, να ζωογονηθούμε, βαφτιζόμενοι σ’ έναν γλυκύ θάνατο»[1], ενώ το 1932 ο Καβάφης αποτιμάται ως «μοναδικός ποιητής παγκόσμιας αξίας που κατόρθωσε να γεννήσει ο ελληνισμός»[2]. Για να τελειώσουμε με το υποκειμενικό κοίταγμα του Παπατσώνη στην καβαφική ποίηση –υποκειμενικό, δηλαδή πρωτογενώς λογοτεχνικό και, για τους επαγγελματίες θεωρητικούς της λογοτεχνίας, φυσικά εσφαλμένο– αξίζει να παραθέσουμε την κατακλείδα της μελέτης του «Συμβολή σε κριτική του έργου του κ. Καβάφη»[3], όπου συμπυκνώνει τα τρία βασικά γνωρίσματα της ποίησης του Καβάφη:
«Ψυχαναλυτική μέθοδος, θρησκευτικότητα, λατινικά [Ο Παπατσώνης αναφέρει εδώ τα λατινικά, επειδή προηγουμένως έχει υποστηρίξει ότι «ορισμένες φράσεις του Καβάφη, σε μια γαλλική ή νεολατινική μετάφραση θα έπρεπε ν’ αποδοθούν στα λατινικά»]. Οι αναγνώστες μου, τους βλέπω πολύ πρόθυμους να κραυγάσουν, πως πρόκειται για τις τρεις κηλίδες που με διακρίνουν. Και μάλιστα θρησκευτικότητα με λατινικά αποτελεί στον εύκολο νου την Εκκλησία της Ρώμης. “Ρήμα καυχήσεώς μου” είναι, αν πω πως και οι τρεις κηλίδες μου ανήκουν. Προκειμένου δε για την έννοια της θρησκευτικότητας πρέπει να επαναλάβω, πως είναι η παράλληλη προς την Ερωτική έννοια».
Καβαφικούς απόηχους μπορούμε να βρούμε σε αρκετά ποιήματα του Παπατσώνη, όπως το γνωστό «Περιηγητές στη Λειτουργία» του 1929, όπου η εισβολή των ξένων περιηγητών στην εκκλησία, η οποία είναι «προικισμένη με την απάθεια του θείου», όπως παρατήρησε ο Νίκος Φωκάς,[4] ανοίγει ένα πεδίο έντασης ανάμεσα στο εσωτερικό και το εξωτερικό βλέμμα, το βλέμμα του πιστού και του περιηγητή, ή του χριστιανού και του εθνικού, όπως συμβαίνει στο καβαφικό ποίημα «Μύρης· Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.». Στο ποίημα «Παροιμία» του 1932, ο σύντομος στίχος εκβάλλει, κατά το καβαφικό πρότυπο, στον διδακτισμό με την αναφορά στο δεύτερο πρόσωπο. Πίσω από τον στίχο «αν σου έγινε συνήθεια τον βίο σου να μετράς» ακούγεται, βέβαια, ο απόηχος του καβαφικού «Μονοτονία», πλαισιωμένος από την ειρωνική αντίθεση ανάμεσα στην ψευδαίσθηση των απατηλών φαινομένων και την πραγματικότητα της θεσπέσιας, δηλαδή της υπερβατικής τάξης. Οι λέξεις «Ώρες», «Ίχνη», «Σελήνες», «Λάμψη», «Τάξη», με κεφαλαίο κι εδώ το πρώτο στοιχείο, λαμβάνουν, όπως εξηγεί ο ποιητής, «την αρχαία τους ιερότητα», «για να ξεφύγουν από την τριβή που η επιπόλαια χρήση τούς έφερε» και να έλθουν «πλησιέστερα στη βαθύτερη ουσία που συμβολίζουν μέσα στο ποίημα»[5].
Εάν στην ποίηση του Καβάφη αποτυπώνεται, όπως παρατηρεί ο Νάσος Βαγενάς, «η μοίρα του ανθρώπου, που αναζητεί την απελευθέρωσή του από τους εσωτερικούς διχασμούς και τους εξωτερικούς καταναγκασμούς, χωρίς να κατορθώνει να το επιτύχει, γιατί η ζωή δεν είναι τίποτε άλλο από μια ειρωνική σύζευξη αντιθέσεων»[6], ο Παπατσώνης προχωρεί προς τη λύση των αντιθέσεων εξαιτίας της πεποίθησής του ότι πίσω από την κατ’ επίφαση αντινομία των φαινομένων κρύβεται η αρμονία των αόρατων πραγμάτων. Εδώ, βέβαια, συναντιέται με τη μεγάλη δυτική θεολογική και λογοτεχνική παράδοση, με κορυφαίους συνομιλητές τον Δάντη, τον Άγιο Ιωάννη του Σταυρού, τον Φρήντριχ Χαίλντερλιν, τον Πωλ Κλωντέλ και τον Τ.Σ. Έλιοτ (ο Παπατσώνης μεταφράζει το 1933 την Έρημη Χώρα με τίτλο Ερημότοπος). Εξαιτίας αυτής της εκλεκτικής συγγένειας, ο στίχος του Παπατσώνη απηχεί το μέταλλο της φωνής των προμοντερνιστών ποιητών της αλλαγής του αιώνα, χωρίς όμως να φθάνει την ιστορικο-πολιτική αναστοχαστικότητα του Έλιοτ ή τη μετρημένη –και στα εκφραστικά της μέσα– παρατηρητικότητα του Καβάφη.
Για να γυρίζουμε στις αρχικές μας σκέψεις, θα χρειαστεί να κοιτάξουμε το ποίημα «Μεγάλη αναμονή της επιούσης» (1930), όπου ο Παπατσώνης απεικονίζει τον άνθρωπο που, μέσα σε μια συνθήκη διαρκούς αναμονής, ελπίζει, πίσω από το φάσμα των απατηλών φαινομένων, για «τα μεγαλεία των μικρών πραγμάτων και τα πολλά των ολίγων»:
Καμωμένος από πηλούς, από φθαρτές ουσίες
ο άνθρωπος, δεν έχει σταθερή ενατένιση, ούτε ομοιάζει
άνθρωπος προς άνθρωπο· σπουδαίες διαφορές τον κόσμο χωρίζουν.
Γι’ αυτό βλέπεις άλλον ν’ αρκείται στον κόσμο
που μοναχός του δημιουργεί, ενώ άλλος παρέκει
τα περιμένει έξωθεν όλα, είτε από τον πλησίον, είτε από τον ουρανό.
Πικρά λυπούμαι το αδύνατο τούτο μέρος των ανθρώπων.
Καμωμένοι δεν είναι όλοι να θαμπώνονται από κάθε στιγμή
της ημέρας ή της νύχτας, από κάθε δίπλα της δημιουργίας,
από κάθε αποσκίαση του βουνού, από κάθε τροπή του καιρού.
Γράφω για όσους δεν έχουν το κράτος να ξεδιαλύνουν
τα μεγαλεία των μικρών πραγμάτων και τα πολλά των ολίγων.
Γι’ αυτούς απομένει το μέγα θέλγητρο της αναμονής.
Γι’ αυτούς απομένει ο λαμπρός Ήλιος της Επιούσης.
Κάθε νύχτα περιμένουν. Περιμένουν το μέλλον της Ημέρας,
τρέφουν την ελπίδα που θα τους κομίσει το μέγα Απρόοπτο,
την αψηλή φαντασία, τη νέα σπουδή, το βαθύ πάθος,
ό,τι κάνει να σπαράζουνε επί καλού τους ή κακού τους οι ψυχές.
Φθάνει να τους κομίσει κάτι ογκώδες νέο, ας είναι τραγικό,
ας είναι αγαθό, μόνο η φριχτή ηρεμία να μην είναι πια,
η πραϋντική, η ηρεμία της βλακείας και της ανοστιάς.
«Η ηρεμία της βλακείας και της ανοστιάς». Όπως κάθε σοβαρός ποιητής, ο Παπατσώνης λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους και, χωρίς να μας παραπλανά, καταθέτει τη δική του αλήθεια (κι όχι Αλήθεια). Άλλοτε τρυφερός κι άλλοτε ανυπόμονος, ο λόγος του δοκιμάζεται στο μέτρο της ποίησης, για να επιτύχει ή να αποτύχει· και, στο μέτρο της δικαιοσύνης, συνήθως επιβεβαιώνεται χωρίς να χαρίζεται:
ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΙ
Άνδρα κλειστέ, μικρής ψυχής, είναι ήδη κακό
για σένα η παράνοια να σε δέρνει και η κακεντρεχής
απομώρανση. Αλλά ό,τι υγιεινό, ό,τι ευτυχές,
ό,τι άρτιο σε κατανόηση, να το καταστρέφεις,
δεν σου το συγχωρώ. Και ακόμη δεν σου συγχωρώ
την τύφλωση να θεωρείς την πράξη σου αγαθή.
Τι λαβυρίνθους δημιουργεί η βλακεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου