Αυτού που βούλεσαι να πας, κι' όπου ξεπερατειέσαι,
αν εύρης νιους χαιρέτα τους, και νιαις κουβέντιασέ τους,
κι' αν εύρης και μικρά παιδιά γλυκά παργόρησέ τα.
Μην κάμης νιαις να κλάψουνε και νιους ν' αναστενάξουν,
μην κάμης και μικρά παιδιά και θυμηθούν τη μάννα.
Μην πης πως έρχεται Λαμπρή, πως έρχονται γιορτάδες.
Πες του Χριστού πως χιόνιζε και τη Λαμπρή θα βρέχη,
και την ημέρα τ' άη Θωμά θα σέρνουν τα ποτάμια.
Πως δε θα βγούνε τα παιδιά με ταις γλυκειάϊς μαννάδες,
ούτε θα βγουν τ' άδρόγενα να πολυαγαπημένα.
184
"Παράγγειλε μου, μάτια μου, το πότε θέλεις να ρθης,
να στρώσω ρόδα 'ς τα βουνά, τριαντάφυλλα 'ς τους κάμπους.
-Κι' α στρώσης ρόδα, μάζω τα, τριαντάφλα, μύρισέ τα,
κ' εγώ πίσω δεν έρχομαι και πίσω δεν γυρίζω.
Πήγα 'ς της Άρνης τα βουνά, 'ς της Άρνης τα λαγκάδια,
π' αρνειέται η μάννα το παιδί, και το παίδι τη μάννα,
π' Αρνειώνται και ταντρόγενα και πλια δεν ανταμώνουν."
185
"Ευτού που κίνησες να πας 'ς το μακρινό ταξίδι,
θέλω να ειπής 'ς τη μάννα σου πότε θα ρθης 'ς το σπίτι,
νά χω κ' εγώ μια παντοχή, νά χω και την ελπίδα,
λελούδια να χω 'ς την αυλή, τριαντάφυλλα στρωμένα,
να σου χω γιόμα μυστικό, και δείπνο να δειπνήσης,
να χω νερό για να λουστής, ρούχα καλά ν' άλλαξης,
να στρώσω και την κλίνη σου, να πέσης να πλάγιασης.
-Λελούδια συ να τα χάρης, τριαντάφυλλα να τά χης,
κι' αν έχης γιόμα, γέψου το και δείπνο δείπνησέ το,
κι' αν έχης και νερό ζεστό, λούσου το μοναχή σου,
κι' αν εχης ρούχα φόρεσ' τα, κοιμήσου 'ς το κρεβάτι.
Το δρόμον οπού πέρασα, δεν τον ξαναδιαβαίνω.
Θα πάω 'ς της Άρνης τα βουνά, 'ς της Αρνεσιάς τη βρύση,
κ' έχω της γης για στρώματα, σεντόνια έχω το χώμα,
και γεύομαι τον κουρνιαχτό, δειπνάω από το χώμα,
και πίνω τ' ωριοστάλαχτο της πλάκας το φαρμάκι.
-Σαν αποφάσισες να πας, να μην ξαναγυρίσης,
άνοιξε τα ματάκια σου να μ' αποχαιρετήσης,
να μας αφήσης το χε γεια και το μεγάλον πόνο."
186
Αϊτός ξεβγαίνει από τη γη, καϊμένα εϊν' τα φτερά του,
κι' άλλος αϊτός τον ρώταγε, κι' άλλος αϊτός του λέγει.
"Για πες μας, πες μας, σταυραϊτέ, τι κάνουν οι δικοί μας;
-Είδες εμέ το σταυραϊτό πως είναι τα φτερά μου;
Έτσι ειν' της μάννας τα παιδιά, των αδερφιών ταδέρφια,
έτσι είν' των κακορίζικων τα πρώτα τους αιταίρια,
τα πρώτα τους και τα καλά, τα πολυαγαπημένα."
Για κάτσετε, σιγήσετε, να ιδούμε ποιος μας λείπει.
Μας λείπει ο κάλλιος του σπιτιού κι' ο πρωτονοικοκύρης,
που ήταν 'ς το σπίτι φλάμπουρο, 'ς την εκκλησιά φανάρι,
το φλάμπουρο τσακίστηκε, και το φανάρι εσβήστη.
Κρίμα 'ς εκείνον που έπεσε, κι' αλλιά 'ς εκειόν πόστάθη.
187
Είχα μηλιά 'ς την πόρτα μου και δέντρο 'ς την αυλή μου,
και τέντα κατακόκκινη το σπίτι σκεπασμένο,
και κυπαρίσσι ολόχρυσο κ' ήμουν ακουμπισμένη,
είχα κι' ασημοκάντηλο 'ς το σπίτι κρεμασμένο.
Τώρα η μηλιά μαράθηκε, το δέντρο ξερριζώθη,
και η τέντα η κατακόκκινη, και κείνη μαύρη εγίνη,
το κυπαρίσσι το χρυσό έπεσε κ' ετσακίστη,
τασημοκάντηλο έσβησε, το σπίτι δε φωτάει.
188
Ποιος ήταν κείνος πόβανε φωτιά 'ς το περιβόλι,
κ' εκάη η φράχτη τάμπελιοϋ κ' εκάη το περιβόλι,
κ' εκάησαν τα δυο δεντρά, που ήσαν αδερφωμένα;
Καϊ τό να κάη κ' έπεσε, και τάλλο κάη κ' έστάθη.
Κείνο που κάη κ' έπεσε, εβγήκε από τοις έννοιαις,
κείνο που κάη κ' έμεινε, πολλά χει να πέραση.
Θα το φυσήξη κι' ο βοριάς, και θα το βρέξη ο νότος,
θα ρήξη ξεροπάγουνο να κάψη την καρδιά του.
189
Θιαμαίνομαι, ξενίζομαι και μοναχός θιαμάζω,
πως δε ραγίζουν τα βουνά, δε πέφτει τάστρι κάτου
από τον πόνο τς αδερφής κι' απ' τον καϊμό της μάννας
κι' από το βαριοστεναμό του μαύρωνε χηράδω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου