Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2019

Η μπλούζα απ' την Κίνα λίμερικ


Αποτέλεσμα εικόνας για hand washing clothes painting
Γλυκιά κοπελίτσα που την έλεγαν Μίνα
"Με ωτοστόπ", σκέφτηκε ,"θα πάω Ραφήνα 
Με άπλετη χάρη σηκώνει το χέρι
Μα την εκουτσούλησε κακό περιστέρι
Τώρα θα πλύνει την μπλούζα απ' την Κίνα

A mosquito limerick

Αποτέλεσμα εικόνας για mosquito clipart

Mr. Proboscis was a mosquito 
he had a dream to go to Quito 
So he tried to find a plane
but he got caught in a rain 
Now he lives in a stale burrito 

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2019

Bitten - Τσιμπημένος

Αποτέλεσμα εικόνας για flea bites clipart


I should have known better,that's for sure
Had to be responsible and more mature
In order to steal a head of cheese 
I slept on a bed full of bloody fleas 
Instead of  food, for their bites I need a cure 

Απ' τη βλακεία μου πώς θα γλιτώσω
και πότε επιτέλους θα μεγαλώσω ;
Για να κλέψω κασέρι εκρύφτηκα
Σε κρεβάτι με ψύλλους κοιμήθηκα
Τώρα αντί για τυράκι, αλοιφές πάω ν'απλώσω

Ἀποστροφὴ

Αποτέλεσμα εικόνας για disgust painting

http://www.myriobiblos.gr/greekliterature/karyotakis_apostrofi.html

Κ.Γ. Καρυωτάκης


Ἀπὸ Ἅπαντα τὰ Εὑρισκόμενα. Φιλολογικὴ Ἐπιμέλεια Γ.Π. Σαββίδη. Ἔκδ. ΕΡΜΗΣ, Αθήνα 2004.


Φθονῶ τὴν τύχη σας, προνομιοῦχα
πλάσματα, κοῦκλες ἰαπωνικές.
Κομψά, ρόδινα μέλη, πλαστικὲς
γραμμές, μεταξωτά, διαφανῆ ροῦχα.

Ζωή σας ὅλη τὰ ὡραῖά σας μάτια.
Στὰ χείλη μόνο οἱ λέξεις τῶν παθῶν.
Ἕνα ἒχετ' ὄνειρο: τὸν ἀγαθὸν
ἄντρα σας καὶ τὰ νόμιμα κρεβάτια.

Χορὸς ἡμιπαρθένων, δύο δύο,
μ' ἀλύγιστο τὸ σῶμα, θριαμβικά,
ἐπίσημα καὶ τελετουργικά,
πηγαίνετε στὸ ντάνσιγκ ἢ στὸ ὠδεῖο.

Ἐκεῖ ἀπειράριθμες παίρνετε πόζες.
Σὰν τὴ σελήνη πρὶν ρομαντικές,
αὔριο παναγίες, ὅσο προχτές,
ἀκούοντας τὴ «Valenzia», σκαμπρόζες.

Ἕνα διάστημα παίζετε τὸ τέρας
μὲ τὰ τέσσερα πόδια κολλητά.
Τρέχετε καὶ διαβάζετε μετὰ
τὸν ὁδηγό σας «διὰ τὰς μητέρας».

Ὤ, νὰ μποροῦσε ἔτσι κανεὶς νὰ θάλλει,
μέγα ρόδο κάποιας ὥρας χρυσῆς,
ἢ νὰ βυθομετρούσατε καὶ σεῖς
μὲ μία φουρκέτα τ' ἄδειο σας κεφάλι!

Ἀτίθασα μέλη, διαφανῆ ροῦχα,
γλοιώδη στόματα ὑποκριτικά,
ἀνυποψίαστα, μηδενικὰ
πλάσματα, καὶ γι' αὐτὸ προνομιοῦχα...

Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2019

Πέθανε ο στιχουργός και ποιητής του συγκροτήματος Grateful Dead

Πέθανε ο στιχουργός των Grateful Dead, Ρόμπερτ

https://www.huffingtonpost.gr/entry/pethane-o-stichoeryos-ton-grateful-dead-rompert-chanter_gr_5d8a62dfe4b0532fa13863c3?utm_hp_ref=gr-culture

Ο Ρόμπερτ Χάντερ, ο στιχουργός και ποιητής του συγκροτήματος Grateful Dead, πέθανε, την Δευτέρα, 24 Σεπτεμβρίου, σε ηλικία 78 ετών. Χαρακτηρίζεται ως δημιουργός των ωραιότερων τραγουδιών του συγκροτήματος.

Η οικογένεια του σε ανακοίνωση που εξέδωσε και μεταδόθηκε από το Rolling Stone ανέφερε:

«Με μεγάλη μας θλίψη επιβεβαιώνουμε πως ο αγαπημένος μας Ρόμπερτ, έφυγε, την Κυριακή το βράδυ. Πέθανε ήρεμα στο κρεβάτι του σπιτιού του. Η σύζυγός του, Μορίν, ήταν συνέχεια δίπλα του και του κρατούσε το χέρι. Για τους οπαδούς του που τον αγάπησαν και τον στήριζαν όλα αυτά τα χρόνια, το παρήγορο είναι πως τα λόγια του είναι γύρω μας και έτσι δεν έχει πραγματικά φύγει. Σε αυτή την δύσκολη στιγμή πόνου και οδύνης, σας παρακαλούμε να τον τιμήσετε με τον τρόπο που όλοι ξέρουμε, μαζί και ακούγοντας την μουσική του. Ας γεμίσει τραγούδια ο αέρας».

Ο Χάντερ έγραψε τα περισσότερα από τα τραγούδια των Grateful Dead μαζί με τον Τζέρι Γκαρσία. Ηταν γνωστός για την λογοτεχνική ευαισθησία που επιδείκνυε στα τραγούδια του. Ανάμεσα στα πολλά τραγούδια που έγραψε ήταν η μεγαλύτερη τους επιτυχία, σε ραδιόφωνο και βίντεο κλιπ, «Touch of Gray».

Παράλληλα έγραψε τραγούδια με τον Μπομπ Ντίλαν, όπως το «Silvio», το 1988, καθώς και την συμμετοχή του σε ολόκληρο το άλμπουμ, «Together through life», το 2009.

Το 1994 όταν οι Grateful Dead, έγινα δεκτοί στο Rock and Roll Hall Of Fame, ο Ρόμπερτ Χάντερ, έγινε το πρώτο μέλος μουσικού συγκροτήματος που καταφέρνει κάτι τέτοιο, χωρίς ο ίδιος να συμμετέχει στην εκτέλεση των τραγουδιών.

Το 2013 βραβεύτηκε από την Americana Music Association, για την προσφορά του στο τραγούδι, ως στιχουργός.

Το 2015 έγινε δεκτός στο Songwriters Hall Of Fame, μαζί με τον  συνοδοιπόρο του, στους Grateful Dead, Τζέρι Γκαρσία.

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2019

Δες την ένωση στο χωρισμό

https://www.poetry-chaikhana.com/Poets/S/Sarmad/HeIareone/index.html

Αυτός και εγώ είμαστε ένα ,
     όπως η λέξη και το νόημά της.
Δες την ένωση στο χωρισμό,
     όπως το μάτι και η όραση.
Ούτε για μια στιγμή δεν είναι Χωριστός από μένα -
Δες μας μαζί παντού,
     όπως το λουλούδι και το άρωμα.

He and I are one,
     like the word and its meaning.
Behold union in separation,
     like the eye and vision.
Not for a moment is He separate from me --
Behold us together everywhere,
     like flower and fragrance.

Sarmad

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2019

Το σκίρτημα της Ελισάβετ

Αποτέλεσμα εικόνας για Το σκίρτημα της Ελισάβετ
http://www.myriobiblos.gr/greekliterature/papatsonis_skirtima.html

Τάκης Παπατσώνης


Ἀπὸ τὴ Συλλογὴ «ΕΚΛΟΓΗ Α’, URSA MINOR, ΕΚΛΟΓΗ B’».
Ἔκδ. ΙΚΑΡΟΣ Ἀθήνα 1988.


Ὁμοία πρὸς τὸ εὔοσμον Μῆλον μεταξὺ τῶν ἄλλων δασωδῶν ἄγριων ξύλων
ἢ ὁμοία πρὸς Κρίνον ἐν τῷ μέσῳ Ἀκανθῶν, στὴν φλέγουσα ζέστη τοῦ Ἰουνίου.

Διάβηκε ἐχτάσεις ἀνηφορικὲς καὶ ἀνέβη στὸ Ὅρος ἡ Παναγία, νὰ ἰδεῖ τὴν Ἐλισάβετ.
Στὴν αὐγινὴ δρόσο τὴ βουνίσια ξανάσαινεν ἡ φύση ἀνακουφιστικά, ἐκεῖ ψηλά.
Μπροστὰ στοῦ ἀγροτικοῦ λευκοῦ σπίτιοῦ τὴν θύρα ἦτο ἁπλωμένη τέντα ἀπὸ πανὶ
καὶ σκιὰν ἔδιδε εὐχάριστη στοὺς ἐνοικοῦντες ἁγίους ἀναχωρητές.
Τὴν ἡσυχία καὶ τὴν γαλήνη τοῦ βουνίσιου βίου ἦρθε ἡ ἀνυπόκριτη νὰ ἐπισκεφθεῖ Χαρά,
κουρασμένη ἀλαφρά, λαχανιασμένη ἀπὸ τὴν ἀνηφόρα, ἡ Χαρὰ τοῦ χαμογέλιου.
Δροσερὸ σὰν νὰ κάλυψε κατάλευκο συννεφάκι τὰ θάμπη καὶ τὲς φλόγες τοῦ ἥλιου,
ἦτο ἡ στιγμὴ ποὺ ἀσπάσθηκαν κάτω στὴν τέντα, τρυφερά, ἡ Μαριὰμ τὴν Ἐλισάβετ!
Ὁ δὲ Θεὸς στὸ σκιερὸ σκήνωμα παρθενικῆς κοιλίας ἔδιδεν ἀσπασμὸ τοῦ Βαφτιστῆ του,
κλεισμένου σὲ παρόμοιο σκήνωμα, γεροντικό. Καὶ οἱ δυό τους κρύβαν,
ὁ μὲν τὴ θεία του οὐσίαν, ὁ δὲ τῆς προφητείας τὸ δῶρο, σὲ νηπιακῆς μορφῆς τὸ πέπλον,
ἀγέννητα ἔμβρυα, οὔτε νήπια κάν. Παρθένος καὶ Γερόντισσα, ἰδοὺ τες, ἀπὸ Θεοῦ, Μητέρες.

Τρεῖς μῆνες ἔμεινεν ἡ Παναγία στὴ θεϊκὴ ἐρημιά, στὸ ἀγροτικὸ σπίτι του Ζαχαρία,
μέσα της κλείνουσα ὅλο καὶ ταπείνωσην, ὅλο καὶ ἀγάπη κι' ἐπουράνιο θάμπος,
τὸ Λόγο τὸν ἀχώρετο, τὸ Σύμπαν τὸ δημιουργικό, τὸν Ἄρχοντα τῶν Ἀγγέλων.

Καὶ τὰ βουνίσια δέντρα ἐσείοντο, στὸ μάκρος ὅλου τοῦ Καλοκαιριοῦ, σκορπίζοντας δροσιές.
Καὶ τὸν λαμπρὸ διαδέχετο Ἥλιο τὸ λαμπρότερο νυχτερινὸ Φεγγάρι μετὰ τῶν λοιπῶν Ἀστέρων.
Καὶ ἦτο δοξολογία τὸ πᾶν τριγύρω πρὸς τὴν παντοκράτειρα Ρίζα τοῦ βασιλέα Δαυίδ!

Σήμερον εἶναι ἀπάνω ἀπ' ὅλα ἡ πανηγυρικὴ μνήμη τοῦ ὕμνου τῆς ταπεινωσύνης,
ποὺ δόξασεν ἡ Παναγία τὸν γιὸ καὶ Θεό της μὲ τὸ «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου».
Σὲ ἐρημικιὰ βουνοκορφὴν ὅλο φυτεία, μιὰ Ἐκκλησιδίτσα ἂν ὀρθωνόταν, ἤθελα, νὰ τὴν κατοικῶ μ' ἕναν Ἱερέα καὶ μὲ τὸν Κύριο σκέπη καὶ βοηθό μου,
σὲ διαρκῆ καὶ αἰώνια θύμηση τῆς Παναγίας ποὺ ἀνέβη τὸ Ὄρος, παντοτινῆς μου ἔκστασης περιλουσμένος ξωτικιὰ γαλήνη, ἐντὸς 'Ονείρου ὑμνητικοῦ.


Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2019

King Death - Θάνατος βασιλεύς

Αποτέλεσμα εικόνας για king death painting

Yes Death indeed , you are the lord 
you rule , you reign over the world 
everyone and everything dies ,men, animals,plants
anything alive in your hands faints 
they all bow to your everlasting power 
There there , hail undisputed king !
revel in thy victory , make us all your subjects 
until the last living being to you will be submitted 
And then , when there will be nothing left to do
you Death , finally , will die too


Ναι Θάνατε,συ είσαι ο άρχοντας
τον κόσμο διαφεντεύεις,εξουσιάζεις
όλοι και όλα πεθαίνουν,άνθρωποι ,ζώα,φυτά
ο,τιδήποτε ζωντανό στην αγκάλη σου χάνεται
τα πάντα υποκλίνονται στην ατέρμονη ισχύ σου
Ορίστε λοιπόν,χαίρε βασιλιά αδιαφιλονίκητε
πανηγύρισε τη νίκη σου,κάνε μας όλους υπηκόους σου
μέχρι που και το τελευταίο ζωντανό πλάσμα σε σένα να υποκύψει
Και τότε, μη έχοντας άλλο τι να κάνεις
κι εσύ Θάνατε , επιτέλους, θα πεθάνεις.

Το μυρμηγκάκι

Αποτέλεσμα εικόνας για ant painting

http://www.wakapoetry.net/ari-hitotsu/

Το μυρμηγκάκι
Ένα καλό κορίτσι
βγάζει απ'τα ρούχα 

A single ant gets
A good girl
Out of her clothes!

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2019

Κάθε μέρα, οι ιερείς εξετάζουν λεπτομερώς το νόμο


https://www.poetry-chaikhana.com/Poets/I/IkkyuSojunIk/Everydayprie/index.html


Ikkyu (Ikkyu Sojun)


Κάθε μέρα, οι ιερείς εξετάζουν λεπτομερώς το νόμο
και ασταμάτητα ψέλνουν περίπλοκες σούτρα.
Πριν από αυτό, όμως, θα πρέπει να μάθουν
πώς να διαβάζουν τις ερωτικές επιστολές που έστειλε ο άνεμος
και η βροχή, το χιόνι και το φεγγάρι.

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2019

Honest mistake - Αθώο λάθος (limerick)

Αποτέλεσμα εικόνας για wife hits husband

I cannot say why my wife did that 
Trying to hit me twice with a bat!
Had to call the police station 
But officer I have a question 
Was it my mistake to call her fat ?


Δε ξέρω πώς  το έκανε η γυναίκα μου αυτό
δύο φορές θέλησε να με χτυπήσει με λοστό!
Στο τμήμα έπρεπε να τηλεφωνήσω
Όργανο μπορώ να σας ρωτήσω 
Μήπως να της πω πως πάχυνε δεν ήτανε σωστό;

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2019

Επική σύγκριση

Ιλιάδα – Οδύσσεια: Σημειώσατε  Χ!

https://www.fosonline.gr/plus/vivlio/article/66876/iliada-odysseia-simeiosate-x
Τα ομηρικά έπη είναι ασφαλώς η «αρχή του παντός» όσον αφορά την αφηγηματική του δυτικού πολιτισμού. Χωρίς τα έργα του Ομήρου θα μας έλειπε κάτι θεμελιώδες για να συνεχίσουμε να διηγούμαστε ιστορίες. Θα έπρεπε να επινοήσουμε τα πολύτιμα εργαλεία, τα οποία μας προσέφερε τόσο γενναιόδωρα ο μέγας ραψωδός: Αφηγηματικές τεχνικές, γλωσσικά σχήματα, ποιητικός ρυθμός και πόσα άλλα… Παράξενο αλλά από την εποχή του Ομήρου μέχρι σήμερα ελάχιστα πράγματα προσθέσαμε στο άρμα της λογοτεχνίας.

Όσον αφορά τα δύο έπη, η Οδύσσεια είχε ανέκαθεν την πρωτοκαθεδρία ως έργο ωριμότητας ενός απαράμιλλου ποιητή και παραμυθά. Αν δεν το προτιμούσαν οι διανοούμενοι ο Τζόις δεν θα έγραφε τον δικό του Οδυσσέα με ορμητήριο το Δουβλίνο. Θα επέλεγε ίσως ένα στιβαρό Ιρλανδό αντάρτη και θα τον βάφτιζε Αχιλλέα, δίνοντάς μας την δική του εκδοχή για το Ομηρικό σύμπαν.

Οι φιλολογικοί κύκλοι έχουν ήδη εντοπίσει τις θεμελιώδεις διαφορές ανάμεσα στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια. Η δραματική πυκνότητα της πρώτης σε σχέση με τον ευφάνταστο στοχαστικό ύφος της δεύτερης δίνει από τη μια το στίγμα της ρωμαλέας αφηγηματικής νιότης και από την άλλη το άρωμα της μυθοπλαστικής σοφίας. Λίγοι στέκονται στο καφκική γοητεία της Ιλιάδας όπου περιγράφεται μια πόλη που δεν πέφτει ποτέ σ’ ένα κύκλο υποδειγματικών περιγραφών.

Οι περιγραφές αυτές ωστόσο εμπίπτουν πιθανότατα σε μια βαθύτερη πρόθεση ειρωνείας – οι μελετητές την έχουν ήδη επισημάνει ως επική ειρωνεία. Η Ιλιάδα μάλλον δεν είναι τόσο αφελώς επική. Ο νους που την συνθέτει έχει σύμφωνα με πολλούς μια υπονομευτική διάθεση απέναντι στην ακμάζουσα βασιλεία της εποχής την οποία λοιδορεί εμμέσως πλην σαφώς δια μέσου των βασιλικών ανδραγαθημάτων. Υπ ‘ αυτή την έννοια λοιπόν προετοιμάζει το έδαφος για το παραμύθι της Οδύσσειας, παραμύθι μαγικού ρεαλισμού. Θα ήταν προτιμότερο να δούμε από την αρχή την Ιλιάδα, το παραγνωρισμένο αυτό αριστούργημα. Έτσι θα δούμε με καινούργια μάτια τον κόσμο που μας περιβάλλει και που φαίνεται να αλλάζει συνεχώς αλλά στην ουσία μένει πάντα ο ίδιος.

Ὕμνος ΛΓ´- Ρωμανού του Μελωδού

Αποτέλεσμα εικόνας για Ῥωμανὸς ὁ Μελωδός

http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/prayers/romanus_melodus_hymn_33.htm

Μετάφραση: Νίκος Καροῦζος, ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Ἐποπτεία, τεῦχος 15, 1977

Ἔνθρονος ἀπάνω στὰ οὐρανόθρεφτα, τὰ ἡλιοφόρα πλάτη
καὶ ἐπὶ γῆς ἀπέριττος ἀπάνω σ᾿ ἕνα γαϊδαράκο,
ἐσὺ Χριστέ μου ὁ Θεὸς ὁ ἔνσαρκος,
δεχόσουνα μαβιὰ δοξολογήματα νηπίων καὶ ἀγγέλων:
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις.
α.
Ὄντας αὐτὸς ποὺ τὸ θάνατο τὸν ἔδεσες πίστομα
καὶ τὸν Ἅδη τὸ λαίμαργο ὁποὔχεις νεκρώσει
στὸν κόσμο λουλουδιάζοντας ἀνάσταση,
τὰ νήπια βαγιόκλαδα ἀνεμίζοντας, τὰ νήπια,
Χριστὲ ἐσένα ἀνυμνοῦσαν ἀκόρεστα
ὡς φορέα ὑπέρτατης νίκης πνευματικῆς
κραυγάζοντας σήμερα «Ὡσαννὰ στὸν ὑπαίθριο υἱὸ τοῦ Δαυίδ»·
ἄλλη δὲ θάρθει, λέγασι, μαυρίλα μας ὁποὺ
νὰν τὰ χαλάσουν τόσα σμήνη ἀπὸ βρέφη
γυρεύοντας τὸ βρέφος τῆς Μαρίας νὰ ἀφανίσουν,
ἀφοῦ ἐσὺ σταυρώνεσαι ὁ μέγας ἔρημος
γιὰ ὅλους τοὺς κακόμοιρους ἀνθρώπους
ἀπ᾿ τῶν βρεφῶν ἀρχίζοντας τὴν ἔμορφη
τὴ ζήση μέχρι τοὺς ξεκρέμαστους γερόντους·
σπαθὶ κανένα δέ μας πιάνει τώρα πιά,
γιατί ἡ λόγχη θὰ στομώσει στὴν πλευρά σου·
γι᾿ αὐτὸ κ᾿ ἐμεῖς ἀγαλλιώντας ψάλλουμε:
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις.
β.
Ἰδοὺ τοῦ πνεύματος ὁ ἡγεμόνας ὁ ἡσύχιος καὶ πράος,
καβάλα σ᾿ ἕνα γαϊδαράκο φτάνει ὁλοπρόθυμα
νὰ πάθει καὶ τὰ πάθη νὰ νεκρώσει.
Ὁ Λόγος ὁ προαιώνιος ποὺ φτάνει μὲ τὴν Ἄνοιξη
καβάλα σ᾿ ἕνα ἄλογο πλάσμα λαχταρώντας
τῶν λογικῶν πλασμάτων τὴν ἀπολύτρωση·
παράξενο ποὺ ἤτανε νὰ βλέπεις
ἀπάνω στοῦ φτωχούλη γαϊδαράκου τὴν ἀθώα ράχη
ἐκεῖνον ποὺ φέρεται στοὺς χρυσίζοντες
ὤμους τῶν αἰθέριων Χερουβίμ,
ἐκεῖνον ὅπου ὕψωσε κάποτε
στὸν οὐρανὸ ὡς ἡνίοχο θαύματος
τὸν Ἠλία σ᾿ ἕνα περίλαμπρον ἅρμα ἀπὸ φωτιά·
μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο φτώχεψε τὴ θεϊκιά του δύναμη
καὶ τιποτένιος φανερώθηκε ὁλότελα ὁ Κύριος τῶν Ὄντων
ἐνθαρρύνοντας ὅλους τοὺς ἄμοιρους ὁποὺ φωνάζαν:
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις.
γ.
Συθέμελα σείστηκε ἡ πόλη Ἱερουσαλὴμ ὅπως κάποτε
σεισμὸς μεγάλος ταρακούνησε τὴν Αἴγυπτο·
καὶ ἐκεῖ σειστῆκαν τ᾿ ἄψυχα, μὰ ἐδῶ σειστῆκαν οἱ ἀνθρῶποι
μὲ τὸ δικό σου φτάσιμο·
ὄχι βέβαια γιατί προκάλεσες ὡς ταραξίας τὴν ἔξαψη,
ἐσὺ φυτεύεις πάντα τὴν εἰρήνη,
ἀλλὰ γιατὶ τὶς ἄτιμες τῶν υἱῶν τοῦ σκότους μηχανὲς
ξέρεις ἐσὺ ὁ Θαλερὸς τοῦ Σύμπαντος νὰ ἐξουδετερώνεις,
διώχνοντας ὅλους τοὺς κακοὺς ἀπ᾿ ὅπου κι ἂν τοὺς ἀπαντήσεις,
καθὼς εἶσαι ὁ ὑπέρτατος Κύριος
τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου·
εἶναι πεσμένα ἀπὸ παλιὰ στὴν ἄκαρπη σιγὴ τὰ εἴδωλα τοῦ σκότους,
τὴν ὥρα τούτη ὅσοι τὰ λατρεύουν κλυδωνίζονται,
ὅπως ἀκοῦνε τῶν θεάρεστων νηπίων τὶς ἑόρτιες φωνές:
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις.
δ.
«Ποιὸς εἶν᾿ ἐτοῦτος;» ἔλεγαν ἐκεῖνοι
ποὺ παρασταῖναν ἀφειδώλευτα πὼς δὲ σὲ ξέρουν·
λὲς καὶ δὲν εἶχαν γνώση οἱ μισόθεοι
ποιὸς ἤτανε τοῦ ἀστραπόλαλου προπάτορα Δαυὶδ
ὁ ἄχραντος υἱός, ὁ πράος κατιόντας,
ὁποὺ συλλήβδην ἀπ᾿ τοῦ μαύρου χάροντα
τοὺς ἔσωσε τ᾿ ἁρπάγια.
Εἶναι νωπὸς ἀκόμη βγαίνοντας ὁ Λάζαρος ἀπ᾿ τ᾿ ἄσπρα σάβανά του κι ὅμως
ποτὲ δὲν τόμαθαν αὐτοί, δὲν ξέρουν ποιὸς τὸν ἔχει ἐγείρει·
ὁ πόνος δὲν τοὺς ἔπαψε στοὺς ὤμους τους ἐκείνων
ὁποὺ βαστῆξαν ἀσηκώνοντας τὸ γυιὸ τῆς χήρας κι ὅμως
δὲν εἶδαν τάχα ποιὸς τὸν ἅρπαξε ἀπ᾿ τῆς θανῆς τὴ μέγγενη·
τὸ δράμα τοῦ Ἰάειρου πατέρα, τὴν αὐλή,
δὲν ἄφησαν ὀπίσω τους ἀκόμη τοῦτοι κι ὅμως
τὴν πεθαμένη νιά, τὴν κόρη, ποιὸς τὴ γιόμισε
ζωὴ καὶ πάλι δὲν τὸ βλέπουν·
ὡστόσο τοῦτα τἄζησαν αὐτόπτες πλὴν τοὺς λείπει
ἡ ξαστεριὰ τῆς ἄκακης καρδιᾶς γιὰ νὰ φωνάξουν:
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις.
ε.
Ἀχάριστοι στὸν πλάστη τους ποὺ δείχτηκαν οἱ ἄνομοι,
τῆς ἄγνοιας ντυθῆκαν τὴν ὑποκρισία
σὰν τάχα νὰ μὴν ἤξεραν ἐκεῖνον ὁποὺ σκόπευαν
ἀδίσταχτα νὰ χαντακώσουν·
α, βέβαια, δὲν ἤξεραν οἱ μαῦροι γυιοὶ τοῦ ψεύδους...
Διόλου παράξενο μ᾿ αὐτούς, ὁποὺ τὴν ὡς τώρα
τὴ γηραιὰ τὴν ὕβρη τους ἀνακαινίζουν·
ἂς θυμηθοῦμε πὼς ὅταν ὁ θεολάλητος Μωυσῆς
τοὺς ἐξασφάλισε τὴν ἔξοδο ἀπ᾿ τὴν Αἴγυπτο,
μὲ πίκρες καὶ μὲ βάσανα τὸ νόστο στὴν κοιτίδα ὁδηγώντας,
οἰκτρὰ περιφρονήθηκε ἀπὸ δαύτους,
ὡς τώρα κι ὁ Χριστός, ποὺ ἀπ᾿ τὸ θάνατο τοὺς ἔσωσε γιὰ πάντα,
καταφρονήθηκε φρικτὰ σήμερις ἀπ᾿ τοὺς ἴδιους·
τὸ Μωυσῆ ἀρνήθηκαν οἱ λατρευτὲς τοῦ μόσχου καὶ τῆς ὕλης,
τὸν Ἰησοῦ ἀρνήθηκαν οἱ φίλοι τοῦ Βελίαρ·
αὐτοὶ λοιπὸν δὲν ἤθελαν στὰ ὕψη νὰ βοήσουν:
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις.
στ.
Τὰ βρέφη βάγια σείοντας υἱὸ σὲ τραγουδοῦσαν,
υἱὸ Δαυὶδ σὲ φώναζαν, υἱὸ σὲ καρτεροῦσαν·
εὔλογη τούτη ἡ φρενίτιδα Κύριε!
Εἶσαι ἐσὺ ὁποὺ τοῦ νοητοῦ Γολιὰθ ἀχρήστεψες τὸ ὄνειδος,
τοῦ χάρου τὴ γιγάντιαν ἁρπάγη·
κείνου γυναῖκες χορευτά, τοῦ πρόγονου, τὰ νικητήρια ψάλλαν:
«Σαοὺλ χιλιάδες χάλασε, μὰ ὁ Δαυὶδ μυριάδες».
Ἔτσι ὁ Νόμος· ὓστερ᾿ ἀπ᾿ αὐτὸν ἡ χάρη ἡ δική σου Ἰησοῦ μου.
Ὁ Νόμος ἤτανε Σαούλ, μὲ φθόνο καὶ σκληράδα ὁ διώκτης,
ἀλλ᾿ ὁ Δαυὶδ τὴ χάρη σου βλασταίνει διωκόμενος·
γιατί ἐσὺ τοῦ γίνηκες ἡ φώτιση κι ὁ δρόμος·
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις.
ζ.
Ἅρμα φωτὸς ὁ ἥλιος μας κι αὐτὸς διάκονός σου,
ἀχτιδοβόλο ὄχημα τὸν οὐρανὸ φαιδρύνει,
κυρίαρχος καὶ θερμουργὸς κι ὅμως κ᾿ ὑποταγμένος
στοῦ πλάστη τὰ κελεύσματα, τὰ θεῖα μαθηματικά σου,
κι ὡστόσο τώρα σ᾿ ἔτερψε ὁ παλιογαϊδαράκος;
δόξα στὸ μέγα ἔλεος, δόξα στὴν ταπεινότη!
Δὲν τὸ ξεχνῶ πὼς κάποτε τυλίχτηκες μὲ σπάργανα στὴ φάτνη
καὶ τώρα νὰ λοιπὸν ἐσὺ τὸ θρόνο τ᾿ οὐρανοῦ ὁποὺ κατέχεις
ἀπάνω στὸ φτωχούλικο κι ἀνήξερο πουλάρι
μὲ λάμψη ἐποχήθηκες.
Ἀναλογίες τραγουδῶ· τὴ φάτνη ἐκεῖ πέρα
κυκλόφερναν οἱ ἄγγελοι μέσ᾿ τὰ μαλάματά τους,
τὸ πουλαράκι οἱ ταπεινοί σου μαθητὲς ἐδῶ
τὸ βάσταγαν ἀπ᾿ τὴ μουσούδα·
«Δόξα» καὶ τότε ἄκουγες, «Δόξα» καὶ τώρα κράζουν:
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις.
η.
Τὴ δύναμή σου τὴ φανέρωνες μονάχα μὲ ταπεινοσύνη·
μήγαρις ἤτανε καὶ τίποτ᾿ ἄλλο νὰ καθήσεις
ἀπάνω στὸ φτωχούλη γαϊδαράκο;
Κι ὅμως τὴν ἔσειξες ὁλάκερη τὴν Ἱερουσαλὴμ
ὅπως ἂν ἔφτανες ἐκεῖ μὲ δόξα τυλιγμένος.
Ἤτανε καὶ τῶν μαθητῶν σου τὰ ἱμάτια
τὰ λαϊκὰ ποὺ δείχναν εὐλαβῆ ταπείνωση
κι ἀληθινός σου θρίαμβος καὶ μυρωμένη δόξα
ὁ ὕμνος τῶν παιδιῶν ὁ ἀναμάρτητος
καὶ τῶν μαζῶν ἡ ἰαχὴ ἡ σύγκορμη καὶ οὐρανομήκης,
ἡ ἰαχὴ τοῦ «Ὡσαννά» ὁποὺ σημαίνει: σῶσε μας ἐσὺ
ὁ προαιώνιος κάτοικος τοῦ ὕψους,
ἐσὺ ὁ δυσανάβατος, τοῦ κόσμου σῶσε ἐσὺ
τοὺς ἀναρίθμητους καὶ καταφρονεμένους,
κοιτάζοντας μὲ εὐμένεια τὴν ἐλπίδα μας,
κι ἀπειράγαθος ὄντας ἐλέησέ μας,
δόνησε τὰ σπλάγχνα σου γιὰ μᾶς τοὺς ἄμοιρους
καθὼς ἐμεῖς δονοῦμε τὰ κλωνάρια τῶν βαγιῶνε
στὸν ἀγέρα κραυγάζοντας:
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις.
θ.
Ἔχουμε νὰ ξοφλήσουμε τὸ χρέος ποὺ μᾶς ἄφησε
κληρονομιὰ καταραμένη ὁ δύστυχος προπάτορας Ἀδάμ,
τρώγοντας τὸν καρπὸ τὸν ὄχι του πρεπούμενο,
κι ἀπὸ τότε εἴμαστε σύνολη ἡ ἀνθρωπότητα ὀφειλέτες·
τοῦτο σημαίνει πὼς δὲν ἄρκεσε στὴ θεία βούληση
ὁ πρωτόπλαστος ὀφειλέτης
κι ὁ δανειστὴς ὁ παντοδύναμος
τὸ χρέος τὸ γυρεύει κι ἀπ᾿ τοὺς ἀπογόνους,
ἀδειάζοντας ὁλότελα τὸ σπίτι τοῦ χρεώστη,
βγάζοντας ὅλους ἔξω ἀπὸ δαῦτο·
γι᾿ αὐτό σου κράζουμε ὅλοι ὦ πανίσχυρε:
«πάμφτωχοι εἴμαστε καὶ τὸ ξέρεις ὦ Ἅγιε,
πλούσιος εἶσαι καὶ σβῆσε μας τὸ χρέος·
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις.
ι.
Ἔχεις ἔρθει στὴ σάρκα τὴν ἀνθρώπινη γιὰ τὴ σωτηρία μας
καὶ μάρτυρας γι᾿ αὐτὸ ποὺ λέω ὁ προφήτης σου ὁ Ζαχαρίας,
ὁ ποὺ σὲ ὀνόμασε κάποτε κορυφὴ τῆς πραότητας,
κορυφὴ τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς σωτηρίας.
Κουραστήκαμε, νικηθήκαμε καὶ εἴμαστε ἀπὸ παντοῦ διωγμένοι,
πιστέψαμε πὼς ὁ Νόμος ἠθελάτανε ὁ μόνος λυτρωτής μας,
μὰ ὁ ἴδιος αὐτὸς καὶ γιὰ καλὰ μᾶς ἔχει ὑποδουλώσει·
ἀκόμη κ᾿ οἱ προφῆτες μας μονάχα τὴν ἐλπίδα μᾶς ἀφῆκαν·
γι᾿ αὐτὸ κ᾿ ἐμεῖς στὰ γόνατα προσπέφτουμε
μαζὶ μὲ τὰ ἀθώα νήπια
καὶ σοῦ ζητοῦμε γοερὰ τὸ ἔλεος οἱ καταφρονεμένοι,
δέξου γιὰ χάρη μας τὸ σταυρικό σου κι ἄδικο θάνατο
καὶ σχίσε τὸ χειρόγραφο τοῦ χρέους·
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις».
ια.
«Ὢ πλάσμα τῆς παλάμης μου» ὁ πλάστης ἀποκρίθηκε
σ᾿ αὐτοὺς ποὺ μὲ τέτοια λόγια τὸν ἱκετεῦαν·
«τὄξερα πὼς ὁ Νόμος δὲ γινότανε νὰ σὲ σώσει
κι αὐτὸς εἰν᾿ ὁ λόγος ποὺ ντύθηκα τὴ σάρκα
ἐρχόμενος στὸν κόσμο τῆς πραγματικότητας·
τὄξερα πὼς ὁ Νόμος δὲν εἶχε τὴ δύναμη νὰ σὲ λυτρώσει,
γιατί δὲν εἰν᾿ ὁ Νόμος ὁποὺ σ᾿ ἔπλασε κι ἀκόμη
δὲ γινότανε νὰ σὲ σώσουν οἱ προφῆτες οἱ ὁσοιδήποτε,
γιατί κι αὐτοὺς ἐγὼ τοὺς ἔπλασα ὅπως καὶ σένα·
ἐγὼ λοιπὸν ἔχω τὸ χρέος νὰ σὲ σώσω, μονάχα,
ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ βαρύτατο χρέος ποὺ σὲ παιδεύει·
θὰ μὲ πουλήσουν καὶ θὰ δεῖς ἐσὺ τὴ λευτεριά σου,
θὰ μὲ σταυρώσουν ἐμένανε γιὰ νὰ γλυτώσεις ἐσὺ
ἀπ᾿ τοῦ θανάτου τὴν ποινὴ καὶ κακουχία,
ὁ θάνατός μου θἆναι σὰν ἕνα θεώρημα θυσίας
νὰ σὲ διδάσκει καὶ χαρούμενος νὰ ψάλλεις:
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις.
ιβ.
Μήγαρις γιὰ τοὺς ἀγγέλους τὴν ἀγάπη μου σπατάλησα;
μὰ γιὰ σένα τὸ φτωχὸ κι ἀνήμπορο
ξεχύνω ὁλάκερο τὸν ἔρωτά μου·
καὶ πλούσιος ὄντας ἔγινα φτωχὸς κ᾿ ἐγὼ κατὰ τὸ μέτρο σου·
εἶναι πολὺς ὁ πόθος μου γιὰ νὰ σὲ λευτερώσω·
τὴ δόξα μου τὴν ἔκρυψα στὰ φύλλα τοῦ ἐλέους
καὶ πείνασα καὶ δίψασα καὶ φτώχηνα γιὰ σένα,
στὰ ὄρη ψάχνοντας ἀπάνω, στὰ κρημνὰ καὶ στὰ φαράγγια,
γυρεύοντας ἐσένα τὸν πλανώμενο· κι ὀνομάστηκα πρόβατο
βαθιὰ πονώντας σε μὲ τὸ θέλγητρο τῆς ἁγνότητας νὰ σὲ σώσω
καὶ τσοπάνης ὀνομάστηκα καὶ γιὰ σένα
τὴ ζωή μου θὰ παραδώσω,
θέλοντας ἀπ᾿ τὸ χέρι τοῦ λύκου νὰ σὲ λυτρώσω·
κι αὐτὰ ὅλα τὰ πάσχω ἀπὸ ἔρωτα γιὰ σένα
ποὔχω λαχτάρα νὰ φωνάζεις ἀπ᾿ τὰ βάθια σου:
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις».
ιγ.
Μὰ ἤτανε καιρὸς τὰ θεῖα ρήματα
στὰ πράγματα νὰ κάνουν τόπο·
κι ὡς ἔφτασε στὴν πόλη μέσα ὁ Ἰησοῦς
καὶ τῆς ἀλήθειας τοὺς ἐχθροὺς τοὺς ἔκανε ν᾿ ἀφρολυσσάξουν,
ἀπ᾿ τῶν παιδιῶν τὸ τόσο δοξολόγημα,
ὑψώνοντας τὸ βλέμμα του τὸ ἅγιο τὴν πόλη φάνηκε ν᾿ ἀτενίζει
κι ἀφοῦ τῆς εἶπε τὸ ποὺ ὕφανε βαθύ του μοιρολόι
ἀκούστηκε κράζοντας:
«Ὥρα γιὰ νὰ στενάξεις Ἱερουσαλήμ, ὦ ἐσὺ
πούχεις παιδιὰ μὲ φρόνηση πατέρων
καὶ δάσκαλους ἀληθινὰ σοφοὺς τοὺς γυιούς σου·
γιὰ τὸ κακὸ καὶ γιὰ τὴν κάθε πονηριὰ
νεανικὴ ἡ δύναμή σου
καὶ τ᾿ ἀγαθὸ σοὔρχεται βάρος ἀπ᾿ τὸ γῆρας·
καλύτεροί σου εἶν᾿ ὅλοι τοῦτοι ποὺ σὲ μένα τραγουδοῦν:
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις.
ιδ.
Τώρα σὲ σένα θάμπω σκοπεύοντας
νὰ σ᾿ ἀφήσω γιομάτος περιφρόνηση,
ὄχι κινούμενος ἀπὸ κανένα μίσος,
μὰ γιατί σὺ μὲ μίσησες καὶ μένανε καὶ τοὺς δικούς μου·
γιὰ ποιὰ αἰτία τὸ σταυρὸ ξυλούργησαν τὰ τέκνα σου;
γιατί τὴ θάλασσα τὴν ἔσχισα στὰ δυὸ σὰ νἄτανε χιτώνας
μὲ τὸ ραβδὶ γιὰ νὰ περάσουν·
γιὰ ποιὰ αἰτία τὸν τάφο μου τονὲ λαξεύουν;
σ᾿ ἀντάμειψη ποὺ μὲ σωτήρια
νεφέλη τοὺς προστάτεψα κάποτε!
Νιώθω ἀήττητη χαρὰ ποὺ γιὰ χάρη τοὺς ἦρθα στὸν κόσμο
καὶ στέργω τὴ θυσία μου ποθώντας τὸ πεσμένο πλάσμα,
γιὰ νὰ φωνάζουν ὅσοι μ᾿ ἔχουν ποθητὸ καὶ νὰ ἀγάλλονται:
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις».
ιε.
Ἔτσι τὴ νωθροκάρδια μεμφότανε τὴν πολιτεία
κεῖνος ποὺ βλέπει μέσ᾿ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς
καὶ μπαίνει μ᾿ ὅλα του τὰ νήπια, τοῦ Σύμπαντος ὁ ἱερέας,
μεσ᾿ στὸ ναὸ τὸν ἱερό, στὸ πατρικό του σπίτι,
καὶ διώχνει βίαια τοὺς ἔμπορους, διώχνει καὶ τοὺς ἀγοραστάδες,
φωνάζοντας μὲ θεϊκιὰ ὀργὴ καὶ λαῦρο πάθος:
«τίποτα νὰ μὴ μείνει, μὰ τίποτα, ἐδῶ μέσα,
γιατί ἀλλιῶς θὰ φύγουμε
κ᾿ ἐγὼ καὶ ὁ Πατέρας καὶ τὸ Πνεῦμα·
κ᾿ οἱ τρεῖς μας τώρα βρήκαμε τὴν ὤρια κατοικιά μας
στὴν ἴδια τὴν καρδιὰ τῶν πράων,
ὁποὺ κραυγάζουν ἀχόρταγα σὲ μένα καὶ μὲ πίστη:
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις».
ιστ.
Υἱὲ Θεοῦ πανάγιε σ᾿ αὐτοὺς
τοὺς νήπιους κι ἀθώους ὑμνητές σου
κι ὅλους ἐμᾶς τοὺς ἄλλους συναρίθμησε
καὶ δέξου τὴν ἀκόρεστη δική μας προσευχὴ
σὰν τότε ποὺ δεχόσουνα καὶ τῶν παιδιῶν τοὺς ὕμνους.
Ἐλέησέ μας τὰ δικά σου πλάσματα,
ποὺ γιὰ χάρη μας τυλίχτηκες τὴ σάρκα
γιομάτος ἀρίφνητον ἔρωτα·
χάρισε τὴν εἰρήνη σου σ᾿ ὅλες τὶς Ἐκκλησίες
τὶς τόσο σαλευόμενες ἀπ᾿ τοὺς ἐχθροὺς τῆς καλοσύνης
καὶ σὲ μένα τὸ δύστυχο τὸν ὑμνογράφο τὴ συχώρεση
νὰ μὴν τὴ φειδωλέψεις ὦ σωτήρα μου·
δόσμου τὴ χάρη νὰ λαλῶ γιὰ πάντοτε τὸ θέλημά σου
κι ἂς μὴν τὸ κάνει πιὰ νωθρὸ ἡ θλίψη τὸ μυαλό μου·
κάνε μὲ ἀγλαόκαρπο στὰ ἔργα καὶ στὰ λόγια,
νἄχω φωνὴ φωνάζοντας χαρούμενος·
Εὐλογημένος ὦ ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι
στὴν ἀρχαία δόξα του τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐπαναφέρεις.

«Τα μωρά του κόσμου εξελέξατε ο Θεός»


https://antifono.gr/%cf%80%cf%81%ce%bf%cf%86%ce%b7%cf%84%ce%b5%cf%83-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%ce%b4%ce%b9%ce%b1-%cf%87%cf%81%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%bf%ce%bd-%cf%83%ce%b1%ce%bb%ce%bf%ce%b9-%cf%83%cf%84%ce%bf-%ce%b5%cf%81%ce%b3/

Άνθρωποι απλοί, άδολοι και απονήρευτοι, ταπεινοί και καταφρονεμένοι, κινούνται μυστικά μέσα στον κόσμο του Παπαδιαμάντη, σαν αληθινοί προφήτες, βοηθώντας τους πολλούς να ξεφύγουν από την πνευματική τους πενία και να υψωθούν στη θεία χάρη. Μια τέτοια φιγούρα, είναι ο Αγκούτσας, ο πραγματικός ήρωας του διηγήματος «Γλυκοφιλούσα», ένας, υποτίθεται, αφελής, «ευήθης» άνδρας, κάποιος στην πραγματικότητα ευλογημένος «σαλός». Ως συνήθως, η κοινότητα τον έχει περιθωριοποιήσει – η τεράστια διαφορά του Παπαδιαμάντη με την ηθογραφία είναι ότι οι ήρωες αυτοί δεν παίζουν καθόλου τον ρόλο του «τρελού του χωριού», όπως θα ανέμενε κανείς, αλλά του προφήτη. Κρίνουν την κοινότητα, είναι κατά κάποιο τρόπο οι θεολόγοι της, στοιχείο που βέβαια δεν είναι επ’ ουδενί «θεσμισμένο» από αυτή, όπως ακριβώς συμβαίνει με τον «τρελό» του χωριού και την ηθογραφία που τον περιβάλλει.

Ας αφήσουμε όμως τον ίδιο τον δημιουργό να περιγράψει τον ήρωα του: «Ὁ Ἀγκούτσας δὲν ἦτο ἰδιοκτήτης ποιμνίων, οὔτε γεωργός, οὔτε κἂν βοσκός, οὔτε οἰκίαν εἶχεν, οὔτε φαμιλιάν, τίποτε. Ἦτο πλάνης, ἄστεγος. Πότε ἐδούλευε μὲ ἡμεροκάματον σιμὰ εἰς τοὺς κολλήγας, τοὺς καλλιεργητάς, πότε ἔμβαινε παραγυιὸς εἰς τοὺς βοσκοὺς διὰ νὰ φυλάγῃ τὰς αἶγας. Τὸν περισσότερον καιρὸν ἐγύριζεν ἀπὸ μάνδραν εἰς μάνδραν, ἀπὸ καλύβι εἰς καλύβι, ἀπὸ κατάμερον εἰς κατάμερον, χωρὶς ἐργασίαν, καὶ τοῦ ἔδιδαν οἱ ποιμένες ξινόγαλα κ᾽ ἔτρωγε. Κάποτε τοῦ ἔλεγαν: – Δὲν πᾷς, καημένε Ἀγκούτσα, νὰ βγάλῃς τίποτε πεταλίδες, κάτω στὸ γιαλό, ἢ τίποτε καβουράκια, στὸ ρέμα μέσα; Τοῦτο ἦτο ἀσφαλὲς σημεῖον ὅτι τὸν ἔδιωχναν. Ὁ Ἀγκούτσας τὸ ἐκαταλάβαινε κ᾽ ἔφευγε. – Καλὰ ποὺ μοῦ τὸ θύμισες, ἔλεγε.»

Ο συγκεκριμένος άνθρωπος είναι πραγματικός ασκητής, καθώς τον χαρακτηρίζει η απόλυτη ακτημοσύνη. Δεν έχει ούτε λίγα ζωντανά, τα οποία, σημειωτέον, αποφεύγουν και οι αγιορείτες πατέρες, γιατί απαιτούν μεγάλη δέσμευση και περισπασμό. Δεν έχει καν κάποιο μικρό αγροτεμάχιο. Όσον αφορά το σπίτι, μιμείται το παράδειγμα του Σωτήρος Χριστού, που είπε ότι «αι αλώπεκες φωλεούς έχουσι και τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσεις, ο δε υιός του ανρθώπου ουκ έχει πού την κεφαλήν κλίνη» (Ματθ. η, 20). Με τέτοια αντίληψη περι ιδιοκτησίας, με τέτοιο  γενικότερο τρόπο ζωής, δεν ειναι παράξενο που δεν έχει και δική του οικογένεια. Είναι τελικά κάποιος «πλάνης», μια λέξη που μοιάζει αρκετά με το «πλάνος»: «πλάνος» είναι στην πραγματικότητα εκείνος ο ανεύσπλαγχνος καλόγερος, που γυρίζει από μέρος σε μέρος, για να στενοχωρεί και να απελπίζει τους ανθρώπους, στο διήγημα «η Φωνή του Δράκου». Εδώ όμως ο όρος έχει εντελώς αντίθετη σημασία, καθώς υποδηλώνει αυτόν που γυρίζει από εδώ και από εκεί, που ειναι πάντα παρών για να προσφέρει.

Αφημένος στο έλεος του Θεού, ο ήρωάς μας που και που κάνει κανένα μεροκάματο, άλλες φορές του δίνουν οι τσομπάνηδες λίγο ξινόγαλα, ενώ αδιαμαρτύρητα φεύγει όταν εκείνοι τον διώχνουν. Πάνω από όλα είναι ταπεινός, ανεξίκακος. Όλα αυτά τον μεταβάλλουν σε προφήτη, όπως είπαμε, της κοινότητας, τον καθιστούν ικανό να την ανυψώσει πνευματικά, να την σώσει. Πολύ περισσότερο που, λόγω της «ευήθειάς» του, δεν απασχολεί τον νου του κανένας «μάταιος» λογισμός, του είναι άγνωστη η «πολυπραγμοσύνη» (δεν ξέρω κατά πόσο ο Παπαδιαμάντης είχε διαβάσει την Φιλοκαλία ή φιλοκαλικά γραπτά). Και έτσι, η «φαντασία» του δεν περιπλανιέται, αντίθετα από τον ίδιο, που περιπατεί παντού, λειτουργώντας όμως «καρδιακά», ως «ο πλησίον».

Το πρόβλημα που έχει ανακύψει στο  διήγημα, όταν καταφθάνει ο Αγκούτσας, αφορά κάποιες εγκλωβισμένες κατσίκες. Πρέπει όμως να πούμε ότι προηγείται μια αριστουργηματική περιγραφή της καταιγίδας, μια υποβλητικότατη «πάλη τῶν στοιχείων», βαθύτερα ίσως του Καλού και του Κακού. Και το καλό καθαίρει και ξεπλένει τα πάντα. Όσον αφορά τις κατσίκες του Στάθη του «Μπόζα», του βοσκού, αυτές ξέφυγαν από το κοπάδι τους (ως ανυπότακτα, θα λέγαμε, «κακά ερίφια») και εγκλωβίστηκαν («βραχώθηκαν») σε ένα φοβερό γκρεμό. Αυτό όμως συνιστά αληθινό δαιμονικό πειρασμό, τον οποίο ο Θεός παραχωρεί εξαιτίας της ασέβειας του Στάθη, που δεν διστάζει να σταβλίζει τα ζώα του μέσα στο εσωτερικό των μικρών εκκλησιών της εξοχής. Ο διάβολος, λοιπόν, εκμεταλλευόμενος αυτήν την περίσταση, θέλει να σπρώξει τον Στάθη στο μεγαλύτερο αμάρτημα, στην αυτοκτονία, να τον «κολάσει»- η πάλη με το δαιμονικό είναι σταθερό θέμα των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη, καθώς το συναντάμε π.χ. στο «Αμαρτίας Φάντασμα», στα «Δαιμόνια στο Ρέμα», στους «Αλαφροΐσκιωτους», επίσης στη «Φόνισσα» κ.λπ. Εδώ ο εχθρός δρα υποβάλλοντάς στον τσοπάνη την ιδέα να αψηφήσει τον κίνδυνο και να κατεβεί στο βάραθρο. Για να τα καταφέρει, «πατά» πάνω στην φιλοκτημοσύνη του Στάθη, στην τσιγκουνιά του, ωστόσο, επειδή δεν αρκεί αυτό, βρίσκει έναν «εκ δεξιών» συνεργό, κάποιο πρόσωπο που του ψιθυρίζει κουβέντες της ψευδοελάβειας, ότι, δηλαδή, αν κάνει τον σταυρό του, θα τα καταφέρει. Πρόκειται για μια γυναικεία μορφή, υποτίθεται ευλαβέστατη και αγία ψυχή, την οποία ο Παπαδιαμάντης παρουσιάζει στον ανυποψίαστο αναγνώστη με τον γνωστό του, τόσο χαριτωμένο, τόσο διακριτικό, «δόλο»: ήταν, μας λέει, καλή χριστιανή, γιατί ερχόταν πολύ τακτικά σε όλα τα εξωκλήσια «διὰ ν᾽ ἀνάψῃ τὰ κανδήλια καὶ νὰ προσευχηθῇ εἰς τοὺς Ἁγίους». Ήταν άνθρωπος της προσευχής. Και λέγει γι’ αυτήν ακόμη: «Ἡ θεια-Ἀρετὼ ἦτο καλὴ χριστιανή, καὶ δὲν εἶχε κάμει κακὸ εἰς καμμίαν γειτόνισσαν, καὶ ὅμως ὑπέφερε πολλὰς δυστυχίας εἰς τὴν ζωήν της.»

Υπέμεινε τα πάντα, μαθαίνουμε, με υπομονή, και το στόμα της έσταζε πάντα μέλι. Μέσα στα πολλά πάθια της, αλίμονο, ήταν ότι είχε χάσει και την κόρη της, γιατί, δυστυχώς, κάποια φορά, ενώ πάντα συμβούλευε τους άλλους, «ζήσης χρονίσεις, να μην καταραστείς κανένα», της ξέφυγε κάποτε μια κακιά κουβέντα: «τὴν ἡμέραν καθ᾽ ἣν ἔγινε νύμφη…, ὀργισθεῖσα ἡ μήτηρ ἀπὸ περισσὰς ἴσως ἀπαιτήσεις τοῦ γαμβροῦ ὡς πρὸς τὴν προῖκα, ἀπὸ διφορουμένην ἴσως καὶ παθητικὴν στάσιν τῆς κόρης, τίς οἶδεν ἀπὸ τί, τέλος, τῆς εἶπεν εἰς τὸν θυμόν της ἐπάνω, «Νὰ μὴ χρονίσῃ!» Καὶ πράγματι δὲν ἐχρόνισε.» Ο συγγραφέας έχει εν τω μεταξύ φροντίσει να μας εξηγήσει ότι οι κατάρες της πιάνουν πάντα. Τόσο κοντά στο δαιμονικό είναι αυτή η γυναίκα! Η κόρη της λοιπόν πέθανε πράγματι ακριβώς λίγο πριν «χρονίσει», ενώ ήταν δέκα ημερών λεχώνα,  και λίγο μετά χάθηκε και το παιδί, «δωδεκαήμερον». Αυτός είναι και ο λόγος τελικά που αυτή την αγία δήθεν γυναίκα «τινὲς τῶν καλῶν γειτονισσῶν τὴν εἶχαν ἐπονομάσει ‘‘ἡ Χρονίστρα’’, καὶ ἄλλαι πάλιν τὴν ἔλεγαν ἀπαισίως ‘‘ἡ Ἀχρόνιαστη’’, καὶ πάλιν ἄλλαι τὴν ὠνόμαζον εὐφήμως ‘‘ἡ Χρονιάρα’’.

Η γριά Αρετώ, μόλις μαθαίνει για το συμβάν, διαισθάνεται με την ιδιαίτερη ικανότητα που έχει να στέλνει τις ψυχές στον κάτω κόσμο, ότι οι γίδες είναι το «δόλωμα» του εχθρού, για να διαπραχθεί το μέγα αμάρτημα της αυτοκτονίας (Τα ζώα «ἐβραχώθησαν καθὼς βραχώνεται ἡ μεγάλη χονδρὴ ἀπετουνιὰ μὲ τὸ μέγα ἄγκιστρον καὶ μὲ τὸ γενναῖον δόλωμα εἰς τὸ θαλάμι, κάτω εἰς τὸν πυθμένα εἰς τὰ ἀνεξερεύνητα βάθη, ἀνάμεσα εἰς βράχους ριζωμένους καὶ εἰς φύκη καὶ ὄστρακα…»). Στην αρχή, με την γνωστή υποκρισία της, αποτρέπει τον Στάθη από τον κίνδυνο, για να τον εξαπατήσει αργότερα πολύ ευκολότερα. Και πρέπει εδώ να πούμε ότι, καθώς διακυβεύεται το θέμα της σωτηρίας μιας ψυχής, το διήγημα στην ουσία παίρνει αφορμή μόνο από ηθογραφικά γεγονότα, αλλά τα υπερβαίνει όλα αυτά και ανυψώνεται σε εντελώς  διαφορετική ηθική και οντολογική διάσταση. « Ἡ θεια-Ἀρετὼ ἤρχισε νὰ κάμνῃ πολλοὺς σταυρούς, ἐξισταμένη διὰ τὸν τολμηρὸν λόγον τοῦ βοσκοῦ. – Ποῦ νὰ σὲ κατεβάσουν, γυιέ μ᾽, Στάθη μ᾽, ἔλεγε· πῶς νὰ σὲ κατεβάσουν! Ποῦ θὰ πᾷς; Ποῦ θὰ πατήσῃς; ». Ωστόσο, «συγχρόνως … κατέβη εἰς τὸν νοῦν της μία ἰδέα. – Ἀμμὴ σὰν τὸ ἀποφασίσῃς, γυιέ μ᾽, κάμε τὸ σταυρό σ᾽ καὶ τάξε τίποτε στὴν Παναγιά, νὰ σὲ φυλάξῃ.» Με άλλα λόγια, η αμαρτία στην οποία προτρέπει η θεια – Αρετώ τον Στάθη είναι το να εκπειράσει τον Κύριο τον Θεό του. Ο διάβολος, όπως λέγει στο Ευαγγέλιο, είπε στον Χριστό να πέσει στον γκρεμό, για να δει αν ο Θεός θα τον σώσει. Και ο Κύριος απάντησε: «ουκ εκπειράσεις Κύριον τον Θεόν σου» (Ματθ. δ, 7). Είναι βέβαιο ότι, ως ασεβής και ιερόσυλος, δεν έχει καθόλου «δικαίωμα» να προβεί σε ανάλογο τόλμημα – το δικαίωμα για τέτοια ανδραγαθήματα και παράτολμα ρίσκα το παραχωρεί ο Χριστός, και πάλι σε επείγουσες περιστάσεις, μόνο στους δικαίους. Ο Στάθης θα προκαλέσει λοιπόν τον Θεό και θα ξεσπάσει επάνω του, λίαν δικαίως, η τιμωρία. Ένας αγαθός ιερέας, όμως, ο παπα- Μπεφάνης, που έχει φθάσει εν τω μεταξύ και αυτός εκεί (σε αυτόν τον ιερέα σημειωτέον κατέληξε η νυφιάτικη στολή της νεκρής κόρης της γριάς, αφού πρώτα μεταποιήθηκε σε ιερά άμφια), γνωρίζοντας τα έργα και το ποιόν του βοσκού, του το επισημαίνει. Καταλαβαίνει όμως και το πείσμα του, εφόσον ο τσοπάνης λέγει ότι θα τάξει μια ασημένια «γίδα» στην Παναγία και θα κατεβεί στην άβυσσο. Ο ιερέας, γνωρίζοντας όλα αυτά, τον επαναφέρει στην τάξη, λέγοντάς του ότι δεν πρέπει να τάξει τίποτε άλλο, εκτός από του να σέβεται στο εξής τον ιερό χώρο των ναών και να παύσει επίσης, μαζί με τους άλλους βοσκούς, να καταπατούν τα κτήματα της φτωχολογιάς. Και κατόπιν, μην μπορώντας στην ουσία να κάνει τίποτε περισσότερο, του δίνει την ευχή του, ενώ η Αρετώ, με μεγάλη βιασύνη, λέγει: «-Ἡ εὐχή σ᾽, παπά μ᾽.». Ίσως, σκέπτεται κατά βάθος, μπορεί και να μην πιάσει… Ο ιερέας όμως διευκρινίζει ότι δεν τον παρακινεί καθόλου σε τέτοιο τόλμημα, καθώς «Ὁ ἴδιος θὰ δώσῃ λόγον». Και ακολουθεί τότε ο εξής διάλογος ιερέως και Στάθη: «- Κὶ λές, παπά μ᾽, σὰν πάθω τίποτα, θὰ πάω κολασμένος; ἠρώτησεν ὁ Στάθης. – Αὐτὸ ὁ Θεὸς τὸ ξέρει, εἶπεν ὁ ἱερεύς. Ἐσεῖς, οἱ πλειότεροι, εἶσθε ἀλιβάνιστοι. Δὲν ζυγώνετε σ᾽ ἐκκλησία!».

Ενώ λοιπόν παλεύει το κακό με το καλό, η πλεονεξία, η «αποκοτιά», το θράσος ενώπιον του Θεού με την προσπάθεια να έλθει ο αμαρτωλός σε συναίσθηση και να μετανοήσει αληθινά, ενώ διακυβεύεται ό,τι πολυτιμότερο, να μην χαθεί η ψυχή ενός ανθρώπου, εμφανίζεται ο Αγκούτσας, αυτός ο «σαλός» ήρωας, που δεν ξέρει τι θα πει ιδιοκτησία. Λόγω της αγίας στην ουσία βιωτής του, αυτός έχει το δικαίωμα να κάνει το σταυρό του και να κατέβει στον γκρεμό. «Εὗρε δὲ τὴν ὁμάδα τῶν ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ ἀνθρώπων, ἔξω τῆς θύρας τοῦ ναΐσκου τῆς Παναγίας, ἀκριβῶς καθ᾽ ἣν στιγμὴν ἡ θειὰ τ᾽ Ἀρετὼ ηὔχετο εἰς τὸν Στάθην νὰ εἶναι ἄξιος ὁ μισθός του.» Προτείνει λοιπόν αμέσως στον Στάθη να κατεβεί αυτός να πιάσει τα ζώα, γιατί, όπως του λέγει, «- Τουλόου σ᾽, Στάθη, ἔεις γ᾽ναῖκα καὶ πιδιά… Ἄφσε νὰ κατιβῶ ἰγὼ ἁπ᾽ δὲν ἔχου στοὺν ἥλιο μοῖρα.». Η αυτοθυσία του είναι συγκινητική: τόσο απλά, τόσο αθόρυβα, η καρδιά ενός ανθρώπου φθάνει στην μεγάλη αρετή. Ο Παπαδιαμάντης, εν τω μεταξύ, πιστεύει ότι ο ένας άνθρωπος μπορεί να γίνει σωστική ναυς για τον άλλον. Ο Αγκούτσας μπορεί να σώσει τον αδελφό του, ακριβώς γιατί στο βάθος είναι ένα άκακο «παιδί», ένα αθώο νήπιο και ισχύει το βιβλικό: «των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών».

                                     ***********

Στο σημείο αυτό όμως πρέπει να σταθούμε λίγο περισσότερο, για να εξηγήσουμε ότι το διήγημα διακρίνει στην πραγματικότητα βαθιά συνοχή, που δεν φαίνεται όμως με την πρώτη ματιά. Ας το δούμε από πιο κοντά. Η «Γλυκοφιλούσα», λοιπόν, είναι το μεγάλο παραμύθι των βρεφών, καθώς σχεδόν τα πάντα περιστρέφονται γύρω από αυτό το θέμα. Το ξωκλήσι της Παναγίας, που γιορτάζει την 26η Δεκεμβρίου, στα «Επιλόχια» της Θεομήτορος (μαζί με το θέμα του παιδιού, κυρίαρχο είναι και το συναφές θέμα της «λεχώνας», της μητέρας), έχει ως πιο σημαντική εικόνα του την Παναγιά, που φιλά γλυκά τον μικρό Χριστό, ενώ γίνεται λόγος και για τη σημασία της μητρική στοργής. « Ἡ ὡραία μικρὰ εἰκών, μὲ τὸ ὠχρὸν πρόσωπον τῆς Παναγίας, ἑνούμενον κατὰ παρειὰν μὲ τὸ λευκὸν καὶ ἔνθεον πρόσωπον τοῦ λατρευτοῦ Βρέφους της, εἶχεν ἄφατον γλυκύτητα, καὶ ἦτο καλλίστη ἔκφρασις τῆς μητρικῆς στοργῆς, τῆς γεννωμένης, ὡς ἐκ πικρᾶς ρίζης γλυκέος καρποῦ, εὐθὺς μὲ τὰς ὠδῖνας τοῦ τοκετοῦ, καὶ συναυξανομένης μὲ τῆς ἀνατροφῆς τοὺς κόπους καὶ τὰς μερίμνας…». Παρακάτω, κατονομάζεται ο προστάτης των βρεφών Άγιος Στυλιανός, «ὁ φίλος καὶ φρουρὸς τῶν νηπίων». Πιο πέρα αναφέρεται ότι παριστάνεται ο Άγιος Ελευθέριος, αυτός που ελευθερώνει τις γυναίκες απο τις ωδίνες του τοκετού, αλλά και «ἡ Ἁγία Μαρίνα, ἡ προστάτις τῶν ὠδινουσῶν». Φτάνουμε κατόπιν στον Αββά Ποιμένα και την τρομακτική του ασκητική ρήση «ὁ Ποιμὴν τέκνα οὐκ ἐγέννησε»,  ενώ το διήγημα βρίσκει τρόπο, ακόμη και όταν μιλά για ένα φαινομενικά άσχετο θέμα, τον άγιο Μωυσή τον Αιθίοπα, να αναφερθεί και πάλι στην βρεφοκτονία («Καὶ ὁ λήσταρχος ἔγινεν ἅγιος, καὶ ὑπῆγε νὰ εὕρῃ τὸν ἄλλον παλαιὸν ὁμότεχνόν του, ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον, ὡς λέγει ἡ παράδοσις, εἶχε θηλάσει ποτὲ εἰς τὴν ἔρημον, κατὰ τὴν εἰς Αἴγυπτον φυγήν, ἐν καιρῷ τῆς βρεφοκτονίας ἡ Παναγία.»)

Εκτός από τους αγίους που σχετίζονται με τα παιδιά, υπάρχουν και τάματα, που και πάλι όλα απεικονίζουν βρέφη: «Κάτωθεν τῆς εἰκόνος, ἐπὶ λευκῆς μεταξοϋφοῦς ποδιᾶς, ἐφαίνοντο ἀνηρτημένα παιδάκια, καὶ μόνον παιδάκια ἀσημένια, ἐξαιρέσει ἑνὸς μόνου ἀργυροῦ τεμαχίου, τὸ ὁποῖον ἔφερεν ἄλλο σχῆμα ζῴου, ὁμοίου σχεδὸν μὲ ἄρνα κερασφόρον ἢ μὲ ἔριφον. Ἐπί τινος ἀφράκτου ἑρμαρίου, εἰς τὸν ἀριστερὸν τοῖχον, ἔβλεπέ τις διάφορα ἀντικείμενα, οἷον στεφάνους ἀνδρογύνων (νεκρῶν ἴσως ἀνδρογύνων) τυλιγμένους ἐντὸς λευκῆς σκέπης, τεμάχια βαπτιστικῶν καὶ κουκουλίων ἀπὸ τὸ βάπτισμα βρεφῶν, ὡς καὶ γυμνὰ κόκκαλα ἀκόμη, καὶ τρυφερὰ λευκὰ κρανία μικρῶν παιδίων.» Και όλα αυτά δεν είναι επίσης άσχετα με την υπόθεση, καθώς μέρος από αυτά τα είχε κουβαλήσει στο ναό η θεια – Αρετώ, αυτή που μετά την κατάρα της, ξαπόστειλε στο θάνατο κόρη και βρέφος. Ο Κύριος δέχθηκε τα λείψανα του μικρού παιδιού, του εγγονού της γερόντισσας: «Ἄφετε τὰ παιδία ἔρχεσθαι πρός με, καὶ μὴ κωλύετε αὐτά», λέγει ο Παπαδιαμάντης, ερμηνεύοντας συγκλονιστικά το θάνατο των νηπίων.

Ένα όμως από αυτά τα παιδιά, το ίδιο άκακο και άδολο στην καρδιά, είναι, όπως φαίνεται, ο Αγκούτσας, που έρχεται να αποσοβήσει την αμαρτία. Εν πάση περιπτώσει, ο «σαλός» ήρωας, που προθυμοποιείται, όπως είπαμε, με αυτοθυσία, να κατεβεί αυτός στο βάραθρο, «γιατί δεν έχει γυναίκα και παιδιά», ζητά πάντως για τον κόπο του μια γίδα. Σκέπτεται μήπως βγάλει λίγο χαρτζιλίκι. Αν δεν τα καταφέρει να την πουλήσει για λίγα χρήματα, για να μην μείνει καμιά υπόνοια ότι ο ήρωας έγινε φιλοχρήματος, συνεχίζει τον λόγο του ως εξής: « (τότε) τὴν ξεφαντώνουμε κανένα μεσ᾽μέρι μὲ τὴν παρέα ἐδῶ.» Ο Στάθης αρνείται, με ένα λόγο που συνδέει την ζωντανή αίγα γίδα με το τάμα: «-Ἔταξα ἐγὼ μέσα μου, εἶπεν ὁ Στάθης· ἔταξα νὰ τῆς τὴν πάγω ἀσημένια τὴ μιὰ τὴ γίδα, σὰν τὴν γλυτώσω, τὴν Ψαρή. Τὴν Ψαρὴ ἂς γλύτωνα!». Ως τσιγκούνης πάντως που είναι, αποτολμά το ρίσκο. Κάνει το σταυρό του, μια στοιχειώδη κίνηση ευλάβειας, ζώνεται με μια «θηλιά» (ίσως συμβολική), και τότε, εντελώς γενναιόψυχα και ανεξίκακα, ο Αγκούτσας, που θα έπρεπε να τον έχει αφήσει στη μοναξιά του, επειδή «δὲν ἐμνησικάκει διὰ τὴν ἀπόρριψιν τῆς προσφορᾶς του», σπεύδει ολοπρόθυμα να τον βοηθήσει στην κάθοδο, που μοιάζει με πραγματική κατάβαση στην Άδη. Η περιγραφή είναι λίαν εύγλωττη: «…ἰλιγγιῶδες κενόν, … τρομακτικὸν κρημνόν, αἰώραν τῆς ἀβύσσου… εἶχεν ὠχριάσει κατ᾽ ἀρχάς. Κατέβαινε κάτω, ταλαντευόμενος, προσπαθῶν νὰ ψαύῃ μὲ τὰς χεῖρας… ἐκτύπησε τὸ δεξιὸν πλευρόν, σφίγγων τοὺς ὀδόντας, ἄνοιγοκλείων τὰ ὄμματα, κρατούμενος σφιχτὰ ἀπὸ τὸ σχοινίον…  ὑπέφερε φοβερῶς. Ὁ ἴλιγγος ἤρχισε νὰ τὸν καταλαμβάνῃ. Ἔκλειε τὰ ὄμματα διὰ νὰ μὴ ζαλίζεται. Ἔσφιγγε τὰ δόντια.». Ενώ βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση,  αναγκάζεται επιτέλους να προσευχηθεί αληθινά, αφήνει πίσω του όλη την υποκριτική ευσέβεια. «Ἔλεγε τὸ Πάτερ ἡμῶν, τὸ Θεοτόκε Παρθένε, καὶ δύο ἀκόμη προσευχάς, ὅσας ἤξευρε.». Ωστόσο, «ὁ ἄνεμος, ὁ σφοδρὸς ἄνεμος τοῦ μεγάλου κενοῦ καὶ τοῦ πελάγους, ἐφύσα μετὰ βοῆς εἰς τὰ ὦτά του…». Ο αγέρας σφυρίζει σαν δαιμονικό στοιχειό μέσα στα αυτιά του, απειλώντας να τον πνίξει ακόμη και έσωθεν, ενώ ο Αγκούτσας από ψηλά, με επιδέξιους χειρισμούς, τον βοηθά σε όλα. «Ἐξέχασε (ο Σταθης) νὰ σείσῃ τὸ σχοινίον, διὰ νὰ δώσῃ σημεῖον εἰς τοὺς ἄνδρας. Πλὴν ἐκεῖνοι ᾐσθάνθησαν τὸ βάρος, καὶ ἤρχισαν νὰ τραβοῦν». Και πάλι ο Στάθης προσεύχεται ακόμη πιο βαθιά, παραδομένος τώρα στο θείο έλεος, αποδυναμωμένος, απελπισμένος, έντρομος: «… ἀνέπεμψεν ἔνθερμον, ἐσχάτην προσευχήν, προσευχὴν ἀγωνίας, ἐκρατήθη μὲ τρεμούσας χεῖρας ἀπὸ τὸ σχοινίον, καὶ ἀφέθη εἰς τὸ κενόν.»

Αυτό το «άφημα στο κενό», συνιστά στην ουσία την εγκατάλειψη του εαυτού του, τον οντολογικό μετεωρισμό του, την βαθύτερη κίνησή του να εμπιστευτεί ειλικρινά τους άλλους και να «κρεμαστεί» πάνω τους, από το θέλημά τους. Αυτή η αυτοεγκατάλειψη, η εμπιστοσύνη, είναι που τελικά επιτρέπει και την άνοδό του, έστω και με κάποιες  «ταλαντεύσεις», προς τον κόσμο του πνεύματος, τη χάρη. Χτυπά βέβαια σε όλο του το σώμα, αλλά τελικά φτάνει ψηλά. «Ἦτο λιπόθυμος, ἀδρανὲς σῶμα, ὠχρὸς καὶ μόλις ἀναπνέων. Οἱ ἄνδρες τὸν ἔλυσαν, τὸν ἐπλάγιασαν ὑπὸ τὸν σχοῖνον, τοῦ ἔδωκαν νὰ πίῃ ρούμι, τὸν ἔβρεξαν μὲ νερόν.».

Σημειωτέον, μέσα σε όλα αυτά, ενώ καταβαλλόταν μεγάλη προσπάθεια για να ανεβεί σώος ψηλά, κάποιος από τους άλλους άνδρες, που υπήρχαν εκεί, μνημόνευσε το όνομα του διαβόλου. « ‘‘Ποῦ ἔμαθες πῶς μιλοῦν οἱ καραβάδες, διαόλ᾽ Ἀγκούτσα;’’ εἶπεν ὁ Περηφανάκιας», σχολιάζοντας τα ναυτικά παραγγέλματα του «σαλού». Ο τελευταίος όμως απαντά: «-Σιώπα, μὴ βλαστημᾷς· λάσκα, λάσκα». Το πιο πιθανό είναι ο πλάνης ήρωας να μην είχε ακούσει πολλά κηρύγματα, δεν αποκλείεται να ήταν και «αλιβάνιστος». Ωστόσο, επειδή είχε γνήσια ταπείνωση και αυτοθυσία, ο Θεός βρήκε τρόπο να μιλήσει μες στην απλοϊκή του καρδιά, να τον φέρει σε ευλάβεια. «Σιώπα, μὴ βλαστημᾷς», διδάσκει την κοινότητα.

Και έτσι ο Στάθης, για τον οποίο ο ιερέας διάβαζε εν τω μεταξύ την Παράκληση, σώζεται υπό διπλή έννοια. Αφενός μεν επιβιώνει, δεν χάνει τη ζωή του, μεταμορφώνεται όμως και ηθικά, γίνεται πάλι ευσεβής και γενναιόδωρος. Αποφασίζει να φιλέψει μάλιστα ένα κατσικάκι την καλή ομήγυρη, που τον έσωσε. «Μά, ὣς τόσο, ἕνα κατσικάκι ποὺ μοῦ βρίσκεται ἀκόμα ἀπ᾽ τὰ πρῶτα γεννητούρια, ἀξίζετε, θὰ σᾶς τὸ θυσιάσω. Ἐλᾶτε, παιδιά, πᾶμε στὸ μαντρὶ νὰ σᾶς φιλέψω.»  Έμαθε και αυτός ότι αξίζει τελικά να «θυσιάζεις» κάτι.      

                                      *********

«Αλλήλων τα βάρη βαστάζετε». «Τα μωρά του κόσμου εξελέξατε ο Θεός», για να γίνουν οδηγοί στους άλλους, και μάλιστα ανεπιγνώστως. Βοηθούν την κοινότητα να εισέλθει στον ιερό χώρο της καρδίας, της ταπείνωσης και της αυτοθυσίας.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: άντλησα το κείμενο της «Γλυκοφιλοῦσας» από τον Τρίτο Τόμο των «Απάντων» του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη (κριτική έκδοση του μεγάλου μας παπαδιαμαντολόγου Ν. Τριανταφυλλόπουλου, Εκδόσεις «Δόμος», Αθήνα 1984, σελ. 71-88.)



Η ζωγραφική παράσταση που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Γιώργου Κόρδη. Από την ενότητα “Θάλασσες, καΐκια και καραβοκύρηδες” (1995).

Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2019

water - νερό

Αποτέλεσμα εικόνας για walk on water

So faithful I was 
trying to walk on water
got soaked at the end 

Γεμάτος πίστη
περπάτησα στο νερό 
Έγινα παπί

Ταξίδι

 Î‘ποτέλεσμα εικόνας για wayfarer painting
https://allaboutethio.com/155-ethiopian-proverbs-in-amharic-and-english.html

Ταξιδεύει κανείς ωσότου να γυρίσει σπίτι · ζει κανείς ωσότου να γυρίσει στο χώμα 

One keeps travelling on until one returns home; one lives on until one returns to earth.


Αιθιοπικό ρητό 

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2019

Illusionist - Θαυματοποιός

Αποτέλεσμα εικόνας για illusionist paintings

Smokes and blinding lights 
miracles and wonders 
I sell to you my fellows 
Come and taste 
what it isn't there 
Now you see them 
and now you don't !
Can you recognize 
what's real ?
Because I surely cannot !
Buy my illusions ...

Καπνοί και φώτα εκτυφλωτικά
θαύματα και μαγικά 
η πραμάτεια μου φίλοι
Ελάτε και δοκιμάστε 
αυτά που δεν υπάρχουν
Τη μια τα βλέπετε 
την άλλη πάνε !
Ξεχωρίζετε
τι είναι αλήθεια ;
Εγώ σίγουρα όχι
Αγοράστε τις ψευδαισθήσεις μου ...

Μπαμπού

Αποτέλεσμα εικόνας για bamboo
https://www.poetry-chaikhana.com/Poets/D/DasimayyaDev/Supposeyoucu/index.html

Ας υποθέσουμε ότι κόβετε ένα ψηλό μπαμπού
στα δύο.
κάντε το κάτω κομμάτι γυναίκα,
το πάνω  άντρα·
τρίψτε τα
μέχρι να πάρουν φωτιά:
               πείτε μου τώρα,
η φωτιά που γεννήθηκε,
είναι άνδρας ή γυναίκα,

               Ω Ραμανάθα;



Suppose you cut a tall bamboo
in two;
make the bottom piece a woman,
the headpiece a man;
rub them together
till they kindle:
               tell me now,
the fire that's born,
is it male or female,

               O Ramanatha?

 Devara Dasimayya

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2019

Cobra 's dance - Κόμπρας χορός

Αποτέλεσμα εικόνας για cobra painting

Behold the beauty 
of cobra 's venomous dance 
an imminent death 


Της κόμπρας χορός
ιοβόλα ομορφιά 
Θανάτου πνοή 

Meretrix

Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ Meretrix

Η φωτογραφία είναι της Νάστια Καλέτκινα

Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ

Η ομορφιά είναι ο θλιμμένος σου σταυρός,
Οι ηδονές ο Γολγοθάς σου.
Γλιστράς, αθώα κι άβουλη
Από το ένα όνειρο στο άλλο,

χωρίς την αγνότητα να προδίδεις,
Την μυστηριώδη, σε όποιον
Κι αν στο σκοτάδι χαμογελούν
Τα φαρμακωμένα σου χείλη.

Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης©

http://www.stepamag.com/2019/08/11/%ce%b2%ce%bb%ce%b1%ce%bd%cf%84%ce%af%ce%bc%ce%b9%cf%81-%ce%bd%ce%b1%ce%bc%cf%80%cf%8c%ce%ba%ce%bf%cf%86-meretrix/

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2019

Δὲν ἠμπορῶ νὰ γράφω πιὰ

Αποτέλεσμα εικόνας για orthodox monk painting

http://www.myriobiblos.gr/greekliterature/amonahos_3.html

Δὲν ἠμπορῶ νὰ γράφω πιὰ
στημένα ρήματα
τὶς λέξεις νὰ μετράω σὰν φλουριά
ἑνὸς ἐμπορίου ποὺ ξεπουλήθηκε.
Μ’ ἀρέσει ὁ ποταμὸς
Ποὺ ξεπηδᾶ ἀπὸ τὸ στῆθος
δίχως σχήματα κι ἀναστολὲς
συμβολισμοὺς καὶ σοβαρότητα σαθρή.
Ἀγάπησα τὸν κάμπο καὶ τὴ θάλασσα
καὶ τοῦ κλουβιοῦ ἡ μπόχα μὲ ἀπόκαμε.
Ψυχή μου Σαμαρείτισσα.
Τὸν Κύριό σου δὲ θυμᾶσαι
Ποῦ ἀπάτησες.
Χωράφι τῆς ψυχῆς μου
πού 'γινες δρόμος τῆς βιοτῆς.
Πατήθηκε τοῦ ἀγαπητοῦ ὁ σπόρος
καὶ μπήχτηκε στὸ στῆθος μου.
Μὲ καίει ὅλη νύχτα
ποὺ πλάγιασα ἀμετανόητος.
Σιμὰ ἡ αὐγὴ κι ἀνάξιος νὰ μεταλάβω.

Μοναχός Ἀμόναχος
Ἀπὸ τὴ συλλογὴ «Ψυχή μου», ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1993.

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2019

False promises - Ψευδείς υποσχέσεις

Αποτέλεσμα εικόνας για false promises painting

Fond of darkness they are 
those who pledge to bring 
plenty of light ! 

Πώς λατρεύουν το σκοτάδι 
αυτοί που υπόσχονται
άπλετο να φέρουν φως !

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2019

- Μη φοβάσαι το παρελθόν

Αποτέλεσμα εικόνας για Zuhura Seng’enge

https://www.one.org/international/blog/5-incredible-poems-from-across-africa/

"Μη φοβάσαι το παρελθόν.

Είναι οδυνηρό

αλλά είναι αληθινό 

Αίμα χύθηκε και  άνθρωποι πέθαναν

αλλά η αγάπη και η ενότητα επέζησαν ».


“Do not fear the past.

It is painful

but it is real

Blood was spilt and people died

but love and unity had survived.”



Zuhura Seng'enge

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2019

Frog dreams - Βατραχόνειρα

Αποτέλεσμα εικόνας για frog painting


All I want to be
is a little green frog 

Hoping in a pool 
hunting mosquitoes and flies
lying on water lilies
croaking all night long 
Yes  indeed 
I'd love to be a frog
or even  just a toad !


Πόσο θα 'θελα να είμαι
ένας βάτραχος πράσινος, μικρός
Στη λίμνη να πηδώ
κώνωπες και μύγες να κυνηγώ
σε νούφαρα  ν' αράζω
όλη τη νύχτα να κοάζω
Πραγματικά 
πώς θα ΄θελα βάτραχος να είμαι 
ή έστω φρύνος, ας είναι !